Δειλινο. Υπερκοσμια ησυχια επικρατει μεσα στο Ιερο.
Μια ελαχιστη ποσοτητα θυμιαματος περιφερεται ακομη, και καθαγιαζει τον αερα, ο οποιος σιωπα, συγκλονισμενος, απο τα φρικτα μυστηρια που εζησε στην πρωϊνη λειτουργια, αυτοπτης και αψευδης μαρτυρας, της σφαγης του Αμνου, υπερ αφεσεως αμαρτιων και ζωης αιωνιου, απαντων ημων.
Ο Ναος...
Μικρος ενοριακος, τυπικος, αλλα ζεστος συναμα και προπαντων με αγαπη κτισμενος και αφιερωμενος, με διττη φυση και υποσταση, προερχομενος απο την αιωνιοτητα της του Θεου ευδοκιας, αλλα και το το καθημερινο υστερημα των ανθρωπων.
Ημισκοτεινος, τωρα, ξαποσταινει, και αναλογιζεται, νοσταλγει το εκκλησιασμα του, συντροφια με μια αγια θαλπωρη, τον κυκλικο υπεραιωνιο χορο των Αγιων, των Μαρτυρων, και των Πατερων, να μιλα απευθειας με την γλωσσα της Πεντηκοστης, βαθια εσωτερικα στην καθε ψυχη, σε οποια ψυχη ακομα ειναι νωπη, και μπορει να ενωτισθει, τα μυστικα κελευσματα τους, ψυχη που δεν εχει αποξηρανθει, και πορρωθει, εις τελους.
Καποιος ειναι ακομη μεσα, στον Ναο, αυτην την μοναχικη ωρα, μονος στο ημισκοταδο, σαν νεος Ιωνας, κλεισμενος ομως οικιοθελως, αυτος, να διακονει ολη την ζωη του, εντος των σπλαγχνων ενος «κητους» αγιου, μονος, να θαλασσοπορει στα κυματα του παροντος βιου και της φουρτουνας των αμαρτιων και του ανθρωπινου πονου.
Καθισμενος σε μια ακρη, εκει στην αγιασμενη, την εξομολογητικη, φθηνη και ανεκτιμητη, ξυλινη καρεκλα του, οσιο απομειναρι απο τον καιρο, που πρωτοηρθε να εργαστει στον θερισμο των ψυχων, στα δεξια οπως θεωρουμε το Ιερο, ξαποσταινει ο γερων εφημεριος και Πνευματικος.
Μακαριος ανηρ. Πολυκαιρισμενη υπαρξη, παλλευκη, κατακοπη.
Παντα προθυμη, παντα νεα. Η ψυχη δεν εχει ηλικια.
Απο το αχρονο ερχεται και εκει πορευεται, παρα ταυτα εν χρονω κινουμενη η ιδια.
Τον εχει στολισει περιτεχνα η φθορα, τον γεροντα, με τεχνη, και δεος, τον εχει σεβασθει, με την αγαπη και τον σεβασμο ενος καλλιτεχνη που θελει να αποδωσει τιμια το βαθος των πραγματων, καθως καθε ρυτιδα, καθε σημαδι γηρατος, απο το αποστεωμενο χερι που ευλογει, λογικα και αλογα κτισματα δεκαετιες τωρα, εως τα θολα ματια του που εκπεμπουν ομως εναργεστατα, την αγαπη της καρδιας του, ειναι αφορμη ευλαβειας, και τιμης προς το προσωπο του.
Καθεται σκυφτος, γερμενος, σχεδον καμπουριαζει.
Οχι δεν ειναι τα χρονια. Ποτε δεν τα μετρησε αυτα, οπως και τους κοπους του αλλωστε.
Αυτα τα υπομενει τα ευλογει και τα δικαιωνει, δεν κοιτα ποτε το ρολοϊ του, αλλα αναμενει στωϊκα, ευχαριστιακα, τον χρονο, που του εχει δοθει ανωθεν, και δεν βλεπει την ωρα, την μυστικη και την αγια, που θα πει το τελευταιο «Δι’ευχων», ωστε να περασει απεναντι, να βρει και να προσκυνησει, τον μυριοποθητο Κυριο και Θεο του, που τοσο πιστα υπηρετησε και υπηρετει. Ειναι κατι αλλο που τον βαραινει και τον λυγιζει ωρες, ωρες.
Ειναι ο πονος των ανθρωπων, που του βαραινει την πλατη, το θυμικο, τα τρισβαθα της ψυχης του, που του εχει αφησει καποιες πληγες, κρυφα σημαδια μεσα του, ενα ανομο ηφαιστειο, που τον καιει εσωτερικα, και τον εξουθενωνει. Κρατει το ευχολογιο, καπου εχει να παει, καπου τον καλουν, καπου τον πεμπει ο Κυριος, κρατει κομποσχοινι, το ρασο δευτερο δερμα του, τα παπουτσια λιωμενα, τα χερια λευκα, οπως το προσωπο του.
Αυτο το προσωπο! Εικονα του Πλαστη, μια ξεθωριασμενη αγιογραφια του Πανσεληνου, καταλαμπει το Φως της Χαριτος, σαν αυγουστιατικο φεγγαρι, μεγαλοπρεπο και σεμνοπρεπες, μεσα στο κατασκοταδο του κοσμου. Ψιθυροι ακουγονται γυρω, στον ερημο Ναο, αναφιλητα, αναμειγμενα με μεταμελεια, ισως και αληθινη μετανοια, ναι ειναι και αυτη, οχι παντα, αλλα αυτο το ξερει ο καθενας, μια νεα αρχη, και νεα υιοθεσια, διαθεση αλλαγης πορειας, ζωης, φωτισμος, ευχαριστια, γονατα τριμμενα, ματια κλαμμενα, ειλικρινα, καθαρα, χαρα ανειπωτη, ξαλαφρωμα για την Ευχη της Συγχωρησεως, Δοξα και Λατρεια, για τον Πανοικτιρμονα Πατερα των Ουρανων, που ολα τα συγχωρει και τα περιχωρει, για τα τεκνια Του, τα παιδακια Του, τα πολυφιλητα, τα μοναχοπαιδια Του, τα οποια και αναμενει ατερμονα και υπομονετικα.
Αναμενει τον καθενα ταλαιπωρο ανθρωπισκο, μεχρι να παρει αποφαση να γινει θεος, μεχρι να παυσει να αδικει τον εαυτο του, και να βαλει μια αρχη να γινει, ξανα απο ασωτος, ετσι οπως τον εχει επιθυμησει και πλασει και κελευσει προ καταβολης κοσμου ο Θεος, η ενυποστατη Αγαπη και Πατροτητα. Γλυκεια μελαγχολια, νοσταλγια, οχι συναισθηματικη, οχι της στιγμης, οχι επιδερμικη, απαγε, εδω δεν χωρουν ρομαντισμοι, ουτε φθηνες συγκινησεις, αλλα απροσδιοριστα αισθηματα βαθια, μυχια, ανακινουνται, μεσα στα δομικα στοιχεια της ψυχης, στους αρμους της, στο «φεροντα σκελετο» της, οπως λενε οι μηχανικοι, τον κατεχουν τον γεροντα Ιερεα.
Αναριθμητες μικρες παλιες και νεες μνημες, τον συνεχουν αυτες τις λιγες σπανιες στιγμες, της περισυλλογης και της ξεκουρασης, μικρες διακοπες της ιερης αδιακοπης και ακαματης διακονιας του, χαριν της οποιας καιγεται σαν λαμπαδα πασχαλιατικη, αργολιωνει και αναλωνεται, ως αναθημα και αφιερωση για τον αδελφο, τον αμαρτωλο, τον κατατρεγμενο. Θυμαται ολους και εναν εναν ξεχωριστα, ανδρες, γυναικες, παιδια, καθε ηλικιας και ταξεως, οπου γης βασανισμενους απο την αμαρτια, και τον αρχοντα της, να του ξεκλειδωνουν μπροστα του, τα διπλοκλειδωμενα αμπαρια της ψυχης τους, να ζητουν ελεος, παρηγορια, συμπονοια, καθαρση και νεο νοημα και πορεια.
Η νεα γυναικα με την αδιεξοδη σχεση, ο απελπισμενος ανδρας, που λυγισε, το παιδι με το διαλυμενο σπιτι, η οικογενεια που σπαρασεται, ο πονος της απωλειας, τα βασανα της ζωης, οι αστοχιες, η αγνωσια του κοσμου, τα κρυφα και ανικητα παθη, οι συνεχεις πτωσεις, ζηλιες, η βασιλισσα και αφεντρα κακια, η ανομια, η αυξανουμενη αποστασια των ανθρωπων, ολα αυτα τα παλευει κατα μετωπο χρονια και χρονια.
Και νικα με την Χαρη.
Νικα με τον Χριστο, και για τον Χριστο και γινεται προεκταση των χειρων Του, παιδαγωγος και χειραγωγος εις Χριστον, ποιμαντικο διαμαντι, σοφια ασκητικη, συνετος πατερας και αδελφος, εξακτινωνει και διοχετευει την απειρομορφη ακτιστο ενεργεια, ως καλος αγωγος της.
Οι ανθρωποι τον αναζητουν. Καθε ωρα και στιγμη. Νεος Μωϋσης καθοδηγει τον λαο του Θεου, μεσα απο την ανυδρη ερημο, στην γη Χανααν.
Και αυτος εκει, παντα εκει. Χωρις ζωη δικη του, χωρις δικαιωματα, μονο υποχρεωσεις, καθηκοντα, και ανεξαντλητο φιλοτιμο, την ζωη του.. α, ναι! Την ζωη του...
Αυτη την ειχε ξεχασει, αληθεια, αφου την εχει δωσει δανεικη και αγυριστη για τους αλλους.
Χαρισμα, δωρο τοις πασι τα παντα, για να κερδισει μια ψυχη για τον Χριστο. Ενα εκ των ελαχιστων.
Δεν περιμενει ευχαριστω, δεν παιρνει τιποτα απο κανεναν, τα εχει ακουσει απο την καλη και την αναποδη απο πολλους, δεν πειραζει, δεν τρεχει τιποτα, ολα καλα ολα δεξια, Δοξα τω Θεω, δεν ζητα τα αφ’εαυτου, μονο επιθυμει ταπεινα να τον εχουν για οδηγο, να τον αφηνουν να τους βαζει να ταξιδευσουν, δωρεαν πρωτη θεση, επανω στον σιγουρο δρομο, που οδηγει στον Θεο, δρομος που δεν ειναι αλλος απο αυτον που φορα εκ νεοτητος του, πανω απο το ρασο του, να ειναι το βαρυτιμο πετραχηλι του, ασηκωτο απο το δακρυ του κοσμου, ευθεια οδος, οπως και το σχημα του, μια εθνικη οδος σωτηριας και ψυχικης αναπαυσεως, με καταληκτικο προορισμο τον Παραδεισο.
Ποσα εχει δει, ποσα εχει ακουσει, ποσα εχει αποσιωπησει, ποσα εχει υπομεινει, ποσες φορες εχει σκασει τον εχθρο του ανθρωπινου γενους, αποστερωντας τον απο τα θυματα του, φορτωνοντας τον με βαριες ηττες, ποσα κακα εχει αποτρεψει, ποσο εχει ευαρεστησει Θεο και ανθρωπους, αλλα και την αποστολικη του διαδοχη ποσο την εχει τιμησει.
Εσπερας και κεκλικεν η ημερα, φθανει στο τελος του δρομου.
Εχει μια επιθυμια. Οχι δεν ειναι για αυτον, τα ειπαμε παλι.
Θελει, να γινοταν, αχ ας γινοτανε να περνουσανε ολοι, απο το πετραχηλι του. Θελει να ειχε η ημερα, πολλες παραπανω ωρες, θελει να ηταν η ουρα για εξομολογηση χωρις τελος, θελει και προσευχεται να μην μεινει καμμια ψυχη, εξω απο τον Βασιλικο Νυμφωνα, απο το ατελειωτο γαμηλιο τραπεζι του Νυμφιου και των καλεσμενων Του.
Μια ακομα, ακολουθια, ενας ακομα Εσπερινος, ενας Ορθρος, η Θεια Ευχαριστια να ειναι ολο το Ειναι του.
Θα πεθανει ορθιος, αλλα δεν θα πεθανει ποτε, ισοβιος διακονητης αμπελωνος Κυριου, ισως με ενα Μεγαλυναρι, ενα Θεοτοκιο, στα χειλη, μια ευχη εις ψυχορραγουντα, ευχες για στερεωση γαμου, και τεκνογονιας, αγιασμο οικου, ευχες συγχωρητικες, μια ζεουσα αγκαλια, και μια προσφορα αγαπης σε εναν πεινασμενο, εναν καλο λογο, μια παρηγορια, μια ανασα για να συνεχιστει η ζωη.
Ποιος ξερει; Εαυτον και αλληλους και πασαν την ζωην του, εις Χριστον τον Θεον, την εχει παραθεσει.
Ολα τα κυβερνα ο Κυριος και τα κανονιζει αλανθαστα, κατα το μεγα ελεος Του και κατα το πληθος των οικτιρμων Του.
Θυμαται, ελπιζει και περιμενει. Ειναι ησυχος και αναπαυμενος.
Σε λιγο θα φυγει ξανα, για την διακονια του. Η αναπαυση; Οχι σε αυτην την ζωη, δεν προβλεπεται.
Ας εχουμε την ευχη του. Ας ευχεται και ας μας μνημονευει, νυν και αει. Αφιερωνεται στους οπου γης Πνευματικους, τους αοκνους και ακαματους διακονους, Χριστου και ανθρωπων, στις αγκυρες της ελπιδος, τις ακτινες φωτος, τα κανδηλια αφιερωμενα και ακοιμητα, τα θυμιατηρια της αγαπης, τους ευλαβεστατους οσιους πατερες και αδελφους, που αναλωσαν και αναλωνουν την ζωη τους, ως ευωδιαστα ολανοιχτα παραθυρα, που εδωσε ο Θεος, για να μπορεσει να αναπνευσει και να ζησει ο κοσμος..
Μια ελαχιστη ποσοτητα θυμιαματος περιφερεται ακομη, και καθαγιαζει τον αερα, ο οποιος σιωπα, συγκλονισμενος, απο τα φρικτα μυστηρια που εζησε στην πρωϊνη λειτουργια, αυτοπτης και αψευδης μαρτυρας, της σφαγης του Αμνου, υπερ αφεσεως αμαρτιων και ζωης αιωνιου, απαντων ημων.
Ο Ναος...
Μικρος ενοριακος, τυπικος, αλλα ζεστος συναμα και προπαντων με αγαπη κτισμενος και αφιερωμενος, με διττη φυση και υποσταση, προερχομενος απο την αιωνιοτητα της του Θεου ευδοκιας, αλλα και το το καθημερινο υστερημα των ανθρωπων.
Ημισκοτεινος, τωρα, ξαποσταινει, και αναλογιζεται, νοσταλγει το εκκλησιασμα του, συντροφια με μια αγια θαλπωρη, τον κυκλικο υπεραιωνιο χορο των Αγιων, των Μαρτυρων, και των Πατερων, να μιλα απευθειας με την γλωσσα της Πεντηκοστης, βαθια εσωτερικα στην καθε ψυχη, σε οποια ψυχη ακομα ειναι νωπη, και μπορει να ενωτισθει, τα μυστικα κελευσματα τους, ψυχη που δεν εχει αποξηρανθει, και πορρωθει, εις τελους.
Καποιος ειναι ακομη μεσα, στον Ναο, αυτην την μοναχικη ωρα, μονος στο ημισκοταδο, σαν νεος Ιωνας, κλεισμενος ομως οικιοθελως, αυτος, να διακονει ολη την ζωη του, εντος των σπλαγχνων ενος «κητους» αγιου, μονος, να θαλασσοπορει στα κυματα του παροντος βιου και της φουρτουνας των αμαρτιων και του ανθρωπινου πονου.
Καθισμενος σε μια ακρη, εκει στην αγιασμενη, την εξομολογητικη, φθηνη και ανεκτιμητη, ξυλινη καρεκλα του, οσιο απομειναρι απο τον καιρο, που πρωτοηρθε να εργαστει στον θερισμο των ψυχων, στα δεξια οπως θεωρουμε το Ιερο, ξαποσταινει ο γερων εφημεριος και Πνευματικος.
Μακαριος ανηρ. Πολυκαιρισμενη υπαρξη, παλλευκη, κατακοπη.
Παντα προθυμη, παντα νεα. Η ψυχη δεν εχει ηλικια.
Απο το αχρονο ερχεται και εκει πορευεται, παρα ταυτα εν χρονω κινουμενη η ιδια.
Τον εχει στολισει περιτεχνα η φθορα, τον γεροντα, με τεχνη, και δεος, τον εχει σεβασθει, με την αγαπη και τον σεβασμο ενος καλλιτεχνη που θελει να αποδωσει τιμια το βαθος των πραγματων, καθως καθε ρυτιδα, καθε σημαδι γηρατος, απο το αποστεωμενο χερι που ευλογει, λογικα και αλογα κτισματα δεκαετιες τωρα, εως τα θολα ματια του που εκπεμπουν ομως εναργεστατα, την αγαπη της καρδιας του, ειναι αφορμη ευλαβειας, και τιμης προς το προσωπο του.
Καθεται σκυφτος, γερμενος, σχεδον καμπουριαζει.
Οχι δεν ειναι τα χρονια. Ποτε δεν τα μετρησε αυτα, οπως και τους κοπους του αλλωστε.
Αυτα τα υπομενει τα ευλογει και τα δικαιωνει, δεν κοιτα ποτε το ρολοϊ του, αλλα αναμενει στωϊκα, ευχαριστιακα, τον χρονο, που του εχει δοθει ανωθεν, και δεν βλεπει την ωρα, την μυστικη και την αγια, που θα πει το τελευταιο «Δι’ευχων», ωστε να περασει απεναντι, να βρει και να προσκυνησει, τον μυριοποθητο Κυριο και Θεο του, που τοσο πιστα υπηρετησε και υπηρετει. Ειναι κατι αλλο που τον βαραινει και τον λυγιζει ωρες, ωρες.
Ειναι ο πονος των ανθρωπων, που του βαραινει την πλατη, το θυμικο, τα τρισβαθα της ψυχης του, που του εχει αφησει καποιες πληγες, κρυφα σημαδια μεσα του, ενα ανομο ηφαιστειο, που τον καιει εσωτερικα, και τον εξουθενωνει. Κρατει το ευχολογιο, καπου εχει να παει, καπου τον καλουν, καπου τον πεμπει ο Κυριος, κρατει κομποσχοινι, το ρασο δευτερο δερμα του, τα παπουτσια λιωμενα, τα χερια λευκα, οπως το προσωπο του.
Αυτο το προσωπο! Εικονα του Πλαστη, μια ξεθωριασμενη αγιογραφια του Πανσεληνου, καταλαμπει το Φως της Χαριτος, σαν αυγουστιατικο φεγγαρι, μεγαλοπρεπο και σεμνοπρεπες, μεσα στο κατασκοταδο του κοσμου. Ψιθυροι ακουγονται γυρω, στον ερημο Ναο, αναφιλητα, αναμειγμενα με μεταμελεια, ισως και αληθινη μετανοια, ναι ειναι και αυτη, οχι παντα, αλλα αυτο το ξερει ο καθενας, μια νεα αρχη, και νεα υιοθεσια, διαθεση αλλαγης πορειας, ζωης, φωτισμος, ευχαριστια, γονατα τριμμενα, ματια κλαμμενα, ειλικρινα, καθαρα, χαρα ανειπωτη, ξαλαφρωμα για την Ευχη της Συγχωρησεως, Δοξα και Λατρεια, για τον Πανοικτιρμονα Πατερα των Ουρανων, που ολα τα συγχωρει και τα περιχωρει, για τα τεκνια Του, τα παιδακια Του, τα πολυφιλητα, τα μοναχοπαιδια Του, τα οποια και αναμενει ατερμονα και υπομονετικα.
Αναμενει τον καθενα ταλαιπωρο ανθρωπισκο, μεχρι να παρει αποφαση να γινει θεος, μεχρι να παυσει να αδικει τον εαυτο του, και να βαλει μια αρχη να γινει, ξανα απο ασωτος, ετσι οπως τον εχει επιθυμησει και πλασει και κελευσει προ καταβολης κοσμου ο Θεος, η ενυποστατη Αγαπη και Πατροτητα. Γλυκεια μελαγχολια, νοσταλγια, οχι συναισθηματικη, οχι της στιγμης, οχι επιδερμικη, απαγε, εδω δεν χωρουν ρομαντισμοι, ουτε φθηνες συγκινησεις, αλλα απροσδιοριστα αισθηματα βαθια, μυχια, ανακινουνται, μεσα στα δομικα στοιχεια της ψυχης, στους αρμους της, στο «φεροντα σκελετο» της, οπως λενε οι μηχανικοι, τον κατεχουν τον γεροντα Ιερεα.
Αναριθμητες μικρες παλιες και νεες μνημες, τον συνεχουν αυτες τις λιγες σπανιες στιγμες, της περισυλλογης και της ξεκουρασης, μικρες διακοπες της ιερης αδιακοπης και ακαματης διακονιας του, χαριν της οποιας καιγεται σαν λαμπαδα πασχαλιατικη, αργολιωνει και αναλωνεται, ως αναθημα και αφιερωση για τον αδελφο, τον αμαρτωλο, τον κατατρεγμενο. Θυμαται ολους και εναν εναν ξεχωριστα, ανδρες, γυναικες, παιδια, καθε ηλικιας και ταξεως, οπου γης βασανισμενους απο την αμαρτια, και τον αρχοντα της, να του ξεκλειδωνουν μπροστα του, τα διπλοκλειδωμενα αμπαρια της ψυχης τους, να ζητουν ελεος, παρηγορια, συμπονοια, καθαρση και νεο νοημα και πορεια.
Η νεα γυναικα με την αδιεξοδη σχεση, ο απελπισμενος ανδρας, που λυγισε, το παιδι με το διαλυμενο σπιτι, η οικογενεια που σπαρασεται, ο πονος της απωλειας, τα βασανα της ζωης, οι αστοχιες, η αγνωσια του κοσμου, τα κρυφα και ανικητα παθη, οι συνεχεις πτωσεις, ζηλιες, η βασιλισσα και αφεντρα κακια, η ανομια, η αυξανουμενη αποστασια των ανθρωπων, ολα αυτα τα παλευει κατα μετωπο χρονια και χρονια.
Και νικα με την Χαρη.
Νικα με τον Χριστο, και για τον Χριστο και γινεται προεκταση των χειρων Του, παιδαγωγος και χειραγωγος εις Χριστον, ποιμαντικο διαμαντι, σοφια ασκητικη, συνετος πατερας και αδελφος, εξακτινωνει και διοχετευει την απειρομορφη ακτιστο ενεργεια, ως καλος αγωγος της.
Οι ανθρωποι τον αναζητουν. Καθε ωρα και στιγμη. Νεος Μωϋσης καθοδηγει τον λαο του Θεου, μεσα απο την ανυδρη ερημο, στην γη Χανααν.
Και αυτος εκει, παντα εκει. Χωρις ζωη δικη του, χωρις δικαιωματα, μονο υποχρεωσεις, καθηκοντα, και ανεξαντλητο φιλοτιμο, την ζωη του.. α, ναι! Την ζωη του...
Αυτη την ειχε ξεχασει, αληθεια, αφου την εχει δωσει δανεικη και αγυριστη για τους αλλους.
Χαρισμα, δωρο τοις πασι τα παντα, για να κερδισει μια ψυχη για τον Χριστο. Ενα εκ των ελαχιστων.
Δεν περιμενει ευχαριστω, δεν παιρνει τιποτα απο κανεναν, τα εχει ακουσει απο την καλη και την αναποδη απο πολλους, δεν πειραζει, δεν τρεχει τιποτα, ολα καλα ολα δεξια, Δοξα τω Θεω, δεν ζητα τα αφ’εαυτου, μονο επιθυμει ταπεινα να τον εχουν για οδηγο, να τον αφηνουν να τους βαζει να ταξιδευσουν, δωρεαν πρωτη θεση, επανω στον σιγουρο δρομο, που οδηγει στον Θεο, δρομος που δεν ειναι αλλος απο αυτον που φορα εκ νεοτητος του, πανω απο το ρασο του, να ειναι το βαρυτιμο πετραχηλι του, ασηκωτο απο το δακρυ του κοσμου, ευθεια οδος, οπως και το σχημα του, μια εθνικη οδος σωτηριας και ψυχικης αναπαυσεως, με καταληκτικο προορισμο τον Παραδεισο.
Ποσα εχει δει, ποσα εχει ακουσει, ποσα εχει αποσιωπησει, ποσα εχει υπομεινει, ποσες φορες εχει σκασει τον εχθρο του ανθρωπινου γενους, αποστερωντας τον απο τα θυματα του, φορτωνοντας τον με βαριες ηττες, ποσα κακα εχει αποτρεψει, ποσο εχει ευαρεστησει Θεο και ανθρωπους, αλλα και την αποστολικη του διαδοχη ποσο την εχει τιμησει.
Εσπερας και κεκλικεν η ημερα, φθανει στο τελος του δρομου.
Εχει μια επιθυμια. Οχι δεν ειναι για αυτον, τα ειπαμε παλι.
Θελει, να γινοταν, αχ ας γινοτανε να περνουσανε ολοι, απο το πετραχηλι του. Θελει να ειχε η ημερα, πολλες παραπανω ωρες, θελει να ηταν η ουρα για εξομολογηση χωρις τελος, θελει και προσευχεται να μην μεινει καμμια ψυχη, εξω απο τον Βασιλικο Νυμφωνα, απο το ατελειωτο γαμηλιο τραπεζι του Νυμφιου και των καλεσμενων Του.
Μια ακομα, ακολουθια, ενας ακομα Εσπερινος, ενας Ορθρος, η Θεια Ευχαριστια να ειναι ολο το Ειναι του.
Θα πεθανει ορθιος, αλλα δεν θα πεθανει ποτε, ισοβιος διακονητης αμπελωνος Κυριου, ισως με ενα Μεγαλυναρι, ενα Θεοτοκιο, στα χειλη, μια ευχη εις ψυχορραγουντα, ευχες για στερεωση γαμου, και τεκνογονιας, αγιασμο οικου, ευχες συγχωρητικες, μια ζεουσα αγκαλια, και μια προσφορα αγαπης σε εναν πεινασμενο, εναν καλο λογο, μια παρηγορια, μια ανασα για να συνεχιστει η ζωη.
Ποιος ξερει; Εαυτον και αλληλους και πασαν την ζωην του, εις Χριστον τον Θεον, την εχει παραθεσει.
Ολα τα κυβερνα ο Κυριος και τα κανονιζει αλανθαστα, κατα το μεγα ελεος Του και κατα το πληθος των οικτιρμων Του.
Θυμαται, ελπιζει και περιμενει. Ειναι ησυχος και αναπαυμενος.
Σε λιγο θα φυγει ξανα, για την διακονια του. Η αναπαυση; Οχι σε αυτην την ζωη, δεν προβλεπεται.
Ας εχουμε την ευχη του. Ας ευχεται και ας μας μνημονευει, νυν και αει. Αφιερωνεται στους οπου γης Πνευματικους, τους αοκνους και ακαματους διακονους, Χριστου και ανθρωπων, στις αγκυρες της ελπιδος, τις ακτινες φωτος, τα κανδηλια αφιερωμενα και ακοιμητα, τα θυμιατηρια της αγαπης, τους ευλαβεστατους οσιους πατερες και αδελφους, που αναλωσαν και αναλωνουν την ζωη τους, ως ευωδιαστα ολανοιχτα παραθυρα, που εδωσε ο Θεος, για να μπορεσει να αναπνευσει και να ζησει ο κοσμος..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου