Τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς τὴν ἑορτάζουμε γιὰ τὴν τιμὴ τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδὴ αὐτὴ καὶ ἑνώνει καὶ συνδέει τὶς δύο αὐτὲς ἑορτές. Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς θεσπίστηκε γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο:
Μετὰ τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστὸς στὸ παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι, σκανδαλισμένοι δῆθεν γιὰ τὸ Σαββάτου (διότι πράγματι, Σάββατο θεράπευσε ὁ Κύριος τὸν παράλυτο), Τὸν καταδίωκαν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πῆγε στὴ Γαλιλαία, ὅπου καὶ διέμενε στὰ ὅρη τῆς περιοχῆς ἐκείνης μὲ τοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖ ἔκανε τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων, καὶ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογίζονται στὸν ἀριθμὸ αὐτὸ γυναῖκες καὶ παιδιά.
Μετέπειτα, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας (ἦταν δὲ καὶ αὐτὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων), ὁ Ἰησοῦς ἀνέβηκε καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ περπατοῦσε στὰ κρυφά. Στὸ μέσο ὅμως τῆς ἑορτῆς ἀνέβηκε στὸ Ναὸ καὶ δίδασκε· καὶ ὅλοι ἔμεναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ διδαχή Του. Ἀλλά, ἐπειδὴ Τὸν φθονοῦσαν, ἔλεγαν: «Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἐνῶ δὲν ἔχει σπουδάσει;». Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς, ὄντας πράγματι νέος Ἀδάμ, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πρῶτος ἦταν κατάμεστος ἀπὸ σοφία, ἔτσι καὶ Αὐτός, ὄντας ἐπιπλέον καὶ Θεός, ἦταν παντογνώστης . Γόγγυζαν λοιπὸν ὅλοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιδίωκαν νὰ Τὸν σκοτώσουν ὁπωσδήποτε. Ἐκεῖνος δέ, ἐλέγχοντάς τους ὅτι μάχονταν δῆθεν ὑπὲρ τοῦ Σαββάτου, εἶπε: «Γιατί ζητᾶτε νὰ μὲ σκοτώσετε;». Καὶ στρέφοντας τὴ σκέψη τῶν Ἰουδαίων στὸ μωσαϊκὸ Νόμο, τοὺς εἶπε ἐπιπρόσθετα ὅτι δὲν εἶχαν κανένα λόγο νὰ θυμώνουν ἐναντίον του, ἐπειδὴ θεράπευσε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου τὸν παράλυτο, διότι καὶ ὁ Μωυσῆς ἔχει νομοθετήσει ὅτι τὸ Σάββατο μπορεῖ νὰ καταλύεται, στὴ περίπτωση ποὺ πρόκειται γιὰ περιτομή, (ὅταν ἡ ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ἀρσενικοῦ παιδιοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε αὐτὴ νὰ γίνει, συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ συνεχίζοντας ὁ Κύριος, εἶπε: «Ἂν ἕνας ἄνθρωπος περιτέμνεται τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μὴν παραβιαστεῖ ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ, ἐσεῖς θυμώνετε ἐναντίον μου, ἐπειδὴ θεράπευσα ἕναν ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;»). Καὶ βέβαια ὁ Κύριος ἔκαμε διάλογο πολλὴ ὥρα μὲ τοὺς Ἰουδαίους περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ καὶ τοὺς τόνισε ὅτι δοτήρας τοῦ Νόμου ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ ὅτι ἦταν ἴσος πρὸς τὸν Πατέρα. Καὶ αὐτὸ τὸ τόνισε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (λέγοντάς τους: «Ἐὰν κανεὶς διψάει, ἂς ἔλθει σ’ ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ»). Μετὰ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα, καὶ ἰδιαίτερα βαρυσήμαντα. Τότε ἐκεῖνοι πῆραν στὰ χέρια τοὺς πέτρες, γιὰ νὰ τὶς ρίξουν καταπάνω Του, πλὴν ὅμως πέτρα δὲν Τὸν ἄγγιξε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον. Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Ἰησοῦς χάθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὰ μάτια τους καί, περνώντας ἀπὸ ἀνάμεσά τους ἀπαρατήρητος, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ναό. Φεύγοντας δὲ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Κύριος καὶ διαβαίνοντας ἀπὸ τὸ μέσο τῆς πόλεως, εἶδε κάποιον ποὺ εἶχε γεννηθεῖ τυφλὸς καὶ τὸν θεράπευσε, κάνοντας τὰ μάτια του νὰ βλέπουν.
Πρέπει δὲ νὰ ξέρουμε ὅτι οἱ μέγιστες ἑορτὲς τῶν Ἰουδαίων εἶναι τρεῖς: Πρώτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία τελεῖται κατὰ τὸν πρῶτο μήνα, πρὸς ἀνάμνηση τῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας. Δεύτερη εἶναι ἡ Πεντηκοστή, ἡ ὁποία θεσπίστηκε πρὸς ἀνάμνηση τῆς παραμονῆς τους στὴν ἔρημο ἐπὶ πενήντα ἡμέρες, μετὰ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας -πενήντα ἡμέρες, πράγματι, πέρασαν ἀπὸ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρὰς μέχρι ποὺ ἔλαβαν τὸ μωσαϊκὸ Νόμο. (Συνολικὰ βέβαια στὴν ἔρημο ἔμειναν σαράντα χρόνια). Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ γίνεται καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ ἀριθμοῦ ἑφτά, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ἱερός. Τρίτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ἡ ὁποία θεσπίστηκε πρὸς ἀνάμνηση τῆς σκηνῆς, τὴν ὁποία ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε καὶ ἔστησε μὲ ἀρχιτέκτονα τὸν Βεσελεὴλ καὶ ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ σκηνὴ ποὺ εἶδε (ποὺ τοῦ περιέγραψε ὁ Θεὸς) στὴ νεφέλη στὸ ὅρος Σινᾶ. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ διαρκεῖ ἑπτὰ ἡμέρες καί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν παραπάνω λόγο, θεσπίστηκε καὶ πρὸς ἀνάμνηση τῆς ἐπὶ σαράντα χρόνια παραμονῆς τῶν Ἑβραίων στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν σχετίζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Τότε, λοιπόν, ἐνῶ τελοῦνταν ἡ ἑορτὴ αὐτή, στάθηκε ὄρθιος ὁ Χριστὸς καὶ ἔκραξε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Ἐὰν τὶς διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω». Ἐὰν δηλαδὴ κάποιος αἰσθάνεται πόθο καὶ δίψα, ὄχι γιὰ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται πρὸς ἔμενα διὰ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνει ἐλεύθερα. Πλησίον μου θὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καὶ θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του.
Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὴ διδασκαλία Του αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε ὅτι εἶναι Μεσσίας (δηλαδὴ χρισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα βασιλέας καὶ λυτρωτής), ἀφοῦ ἔγινε μεσίτης καὶ συμφιλιωτὴς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ αἰώνιου Πατέρα Του, γι’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν αἰτία, ἑορτάζοντας τὴν ἑορτὴ αὐτὴ καὶ ὀνομάζοντάς την Μεσοπεντηκοστή, ἀνυμνοῦμε καὶ τὸν Μεσσία Χριστό, ἀλλὰ συνάμα δηλώνουμε καὶ τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εὑρισκόμενη στὸ μέσο μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ λοιπόν θεσπίστηκε νὰ γίνεται μετὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τῆς Σαμαρείτιδας, διότι καὶ σ’ ἐκείνη τὴν ἑορτὴ γίνεται λόγος γιὰ τὸ Μεσσία Χριστὸ καὶ περὶ ὕδατος καὶ δίψας, ὅπως καὶ κατὰ τὴν παροῦσα ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Πέραν δὲ τούτου, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὁ διάλογος μὲ τὴ Σαμαρείτιδα ἔγινε ἀρκετὰ πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
Τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψώσάν μου τὴν ψυχήν,
εὐσεβείας πότισον νάματα
ὅτι πάσι, Σωτὴρ ἐβόησας
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω.
Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοί».
Τὸ κοντάκιο
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης,
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητὴς καὶ δεσπότης,
πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες, Χριστὲ ὁ Θεός
Δεῦτε καὶ ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοὶ προσπίπτομεν καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν
Τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἠμῖν,
σὺ γὰρ ὑπάρχεις πηγὴ τῆς ζωῆς ἠμῶν».
Δημοσίευση σχολίου