Μία φορά ἦρθε στό
Καλύβι κάποιος καί μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε προβλήματα μέ τήν γυναίκα του.
Πήγαιναν γιά χωρισμό. Δέν ἤθελε νά δή ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἤσαν καί οἱ δύο
δάσκαλοι, εἶχαν καί δύο παιδάκια. Δέν ἔτρωγαν ποτέ στό σπίτι. Σέ ἄλλο
ἑστιατόριο ἔτρωγε ὅ ἕνας μετά τό Σχολεῖο, σέ ἄλλο ὅ ἄλλος, καί ἀγόραζαν
καί κάτι σάντουιτς, γιά νά φᾶνε τά παιδιά. Τά καημένα, ὅταν οἱ γονεῖς
γύριζαν στό σπίτι, πήγαιναν καί ἔψαχναν στίς τσέπες καί στίς τσάντες
τους, γιά νά δοῦν τί τούς ἔφεραν ἀπ' ἔξω νά φᾶνε. Περνοῦσαν μεγάλο
δράμα! Αὐτός ἔκανε καί τόν ψάλτη. Σέ ἄλλη ἐκκλησία πήγαινε ἤ γυναίκα
του, σέ ἄλλη ἔψαλλε αὐτός. Τόσο πολύ! «τί νά κάνω, πάτερ, μοῦ λέει,
σηκώνω μεγάλο σταυρό, πολύ μεγάλο. Κάθε μέρα ἔχουμε φασαρίες στό σπίτι».
«Πῆγες στόν Πνευματικό;», τόν ρωτάω. «Ναί, πῆγα, μοῦ λέει, καί μοῦ
εἶπε: Ὑπομονή νά κάνης σηκώνεις μεγάλο σταυρό». «Γιά νά δῶ, τοῦ λέω,
ποιός σηκώνει μεγάλο σταυρό. Νά πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Ὅταν
παντρευτήκατε, μαλώνατε ἔτσι;».
«Ὄχι, μοῦ λέει. Ὀκτώ χρόνια ἤμασταν πολύ ἀγαπημένοι. Λάτρευα τήν γυναίκα μου περισσότερο ἀπό τόν Θεό! Μετά ἐκείνη ἄλλαξε. Ἔγινε γκρινιάρα, ἰδιότροπη...». Ἀκοῦς; Τήν λάτρευε περισσότερο ἀπό τόν Θεό! «Ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέω. Λάτρευες τήν γυναίκα σου περισσότερο ἀπό τόν Θεό! Ἤ γυναίκα σου φταίει τώρα ἤ ἐσύ, ποῦ φθάσατε σ' αὐτήν τήν κατάσταση; Ἐξ αἰτίας σου πῆρε τήν Χάρη Του ο Θεός ἀπό τήν γυναίκα σου. Καί τί σκέφτεσαι νά κάμεις τώρα;», τόν ρωτάω. «Μᾶλλον νά χωρίσουμε», μοῦ λέει. «Μήπως ἔμπλεξες καί μέ καμιά ἄλλη;». «Ναί, ἔχω ὕπ' ὄψιν μου κάποια», μοῦ λέει. «Βρέ, δέν καταλαβαίνεις ὅτι ἐσύ εἶσαι ὅ φταίχτης; Νά ζήτησης πρῶτα συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, γιατί λάτρευες τήν γυναίκα σου περισσότερο ἀπό Ἐκεῖνον. Μετά νά πᾶς νά ζήτησης συγχώρεση ἀπό τήν γυναίκα σου. Νά μέ συγχώρεσης, νά τῆς πεῖς, ἐγώ ἔγινα αἰτία νά δημιουργηθεῖ αὔτη ἤ κατάσταση στό σπίτι καί νά ταλαιπωροῦνται καί τά παιδιά. Ἔπειτα νά πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς καί νά λατρεύεις τόν Θεό σάν Θεό καί νά ἀγαπᾶς τήν γυναίκα σου σάν γυναίκα σου, καί θά δεῖς, τά πράγματα θά πᾶνε καλά». Τόν τράνταξα. Ἄρχισε νά κλαίει. Μοῦ ὑποσχέθηκε πῶς θά μέ ἀκούσει. Ἦρθε μετά ἀπό λίγο καιρό χαρούμενος.
«Σ' εὐχαριστῶ,
πάτερ, μᾶς ἔσωσες, μοῦ λέει. Εἴμαστε μία χαρά, κι ἐμεῖς καί τά παιδιά
μας». Βλέπεις; Νά εἶναι αὐτός ο φταίχτης καί νά νομίζει κιόλας ὅτι
σηκώνει πολύ μεγάλο σταυρό! Ὑπάρχουν καί περιπτώσεις πού μπορεῖ νά ἔχει
καί ὅ ἕνας καί ὅ ἄλλος δίκαιο. Κάποτε ἔλεγα σέ μία συντροφιά πόσο ἁγνός
ἦταν ὅ Μακρυγιάννης. Εἶχε καί σωματική καί ψυχική ἁγνότητα. Ὅποτε
πετάγεται κάποιος καί μοῦ λέει: «Ὄχι νά θέλουν νά παρουσιάσουν τόν
Μακρυγιάννη καί γιά ἅγιο!». «Γιατί ὄχι;», τόν ρωτάω. «Γιατί ἔδερνε τήν
γυναίκα του», μοῦ ἀπαντάει. «Κοίταξε νά σού πῶ τί συνέβαινε. Ὁ
Μακρυγιάννης, ὅταν τύχαινε νά ἔχει κανένα τάλιρο καί ἐρχόταν καμιά χήρα
πού εἶχε παιδιά, τῆς τό ἔδινε. Ἡ γυναίκα του, ἤ καημένη, γκρινίαζε. Μά
κι ἐσύ παιδιά ἔχεις, τοῦ ἔλεγε, γιατί τό ἔδωσες;. Κι ἐκεῖνος τῆς ἔδινε
κανένα μπάτσο καί τῆς ἔλεγε" ἐσύ ἔχεις τόν ἄνδρα σου, πού θά σέ
οἰκονομήσει. Αὐτή ἤ καημένη δέν ἔχει ἄνδρα, ποιός θά τήν οἰκονομήσει;».
Δηλαδή καί οἱ δύο εἶχαν δίκαιο.«Ὄχι, μοῦ λέει. Ὀκτώ χρόνια ἤμασταν πολύ ἀγαπημένοι. Λάτρευα τήν γυναίκα μου περισσότερο ἀπό τόν Θεό! Μετά ἐκείνη ἄλλαξε. Ἔγινε γκρινιάρα, ἰδιότροπη...». Ἀκοῦς; Τήν λάτρευε περισσότερο ἀπό τόν Θεό! «Ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέω. Λάτρευες τήν γυναίκα σου περισσότερο ἀπό τόν Θεό! Ἤ γυναίκα σου φταίει τώρα ἤ ἐσύ, ποῦ φθάσατε σ' αὐτήν τήν κατάσταση; Ἐξ αἰτίας σου πῆρε τήν Χάρη Του ο Θεός ἀπό τήν γυναίκα σου. Καί τί σκέφτεσαι νά κάμεις τώρα;», τόν ρωτάω. «Μᾶλλον νά χωρίσουμε», μοῦ λέει. «Μήπως ἔμπλεξες καί μέ καμιά ἄλλη;». «Ναί, ἔχω ὕπ' ὄψιν μου κάποια», μοῦ λέει. «Βρέ, δέν καταλαβαίνεις ὅτι ἐσύ εἶσαι ὅ φταίχτης; Νά ζήτησης πρῶτα συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, γιατί λάτρευες τήν γυναίκα σου περισσότερο ἀπό Ἐκεῖνον. Μετά νά πᾶς νά ζήτησης συγχώρεση ἀπό τήν γυναίκα σου. Νά μέ συγχώρεσης, νά τῆς πεῖς, ἐγώ ἔγινα αἰτία νά δημιουργηθεῖ αὔτη ἤ κατάσταση στό σπίτι καί νά ταλαιπωροῦνται καί τά παιδιά. Ἔπειτα νά πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς καί νά λατρεύεις τόν Θεό σάν Θεό καί νά ἀγαπᾶς τήν γυναίκα σου σάν γυναίκα σου, καί θά δεῖς, τά πράγματα θά πᾶνε καλά». Τόν τράνταξα. Ἄρχισε νά κλαίει. Μοῦ ὑποσχέθηκε πῶς θά μέ ἀκούσει. Ἦρθε μετά ἀπό λίγο καιρό χαρούμενος.
Ὕστερα, ἄν ὅ ἕνας ἀπό τούς δύο συζύγους ζεῖ πνευματικά, τότε καί δίκαιο νά ἔχει, δέν ἔχει κατά κάποιον τρόπο δίκαιο. Γιατί, σάν πνευματικός ἄνθρωπος πού εἶναι, πρέπει νά ἀντιμετώπιση μία ἀδικία πνευματικά. Νά τά ἀντιμετωπίζει δηλαδή ὅλα μέ τήν θεία δικαιοσύνη, νά βλέπει τί ἀναπαύει τόν ἄλλον. Γιατί, ἄν μία ψυχή εἶναι ἀδύνατη καί σφάλλει, ἔχει κατά κάποιον τρόπο ἐλαφρυντικά. Ὁ ἄλλος ὅμως, πού εἶναι σέ καλύτερη πνευματική κατάσταση καί δέν δείχνει κατανόηση, σφάλλει πολύ περισσότερο. Ὅταν καί οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τά πράγματα κοσμικά, μέ τήν κοσμική, τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, τί γίνεται μετά; Πρέπει νά πηγαίνουν συνέχεια στά κοσμικά δικαστήρια. Γι' αὐτό καί βασανίζονται οἱ ἄνθρωποι (σ. 55-58).
Ὁ Θεός τά ρύθμισε ὅλα μέ σοφία. Μέ ἄλλα χαρίσματα προίκισε τόν ἄνδρα, μέ ἄλλα τήν γυναίκα. Ἔδωσε στόν ἄνδρα ἀνδρισμό, γιά νά τά βγάζη πέρα στίς δύσκολες ὑποθέσεις καί γιά νά ὑποτάσσεται σέ αὐτόν ἡ γυναίκα. Γιατί, ἄν ἔδινε καί στήν γυναίκα τόν ἴδιο ἀνδρισμό, δέν θά μποροῦσε νά σταθῆ ἡ οἰκογένεια. Ἔλεγαν στήν Ἤπειρο γιά μία γυναίκα ὅτι ἦταν φοβερή! Φοροῦσε ἕνα ἄσπρο πουκάμισο μέχρι κάτω καί εἶχε πάντα μαζί της ἕνα γιαταγάνι! Οἱ ληστές τήν ἔπαιρναν στήν συντροφιά τους! Σκεφθῆτε νά ἔχουν μία γυναίκα στήν σπείρα τους! Μία φορά πῆγε ὧρες δρόμο μέ τά πόδια σέ ἕνα μακρινό χωριό, γιά νά πάρη ἕνα Βλαχάκι καί νά τό κάνη γαμπρό στήν κόρη της. Ἐπειδή ὅμως ἐκεῖνο ἀντιδροῦσε, τό ἔκλεψε, τό φορτώθηκε στήν πλάτη της καί τό ἔφερε στό χωριό της! Αὐτά ὅμως εἶναι ἐξαιρέσεις. Ἄν ἐπιστρατεύσης γυναῖκες καί κάνης μέ αὐτές ἕναν λόχο καί βάλης καμμιά δεκαριά προσκοπάκια νά ἔρχωνται ἀπό πέρα, οὔ, ἔφυγαν ὅλες! Θά νομίζουν ὅτι εἶναι ὁ ἐχθρός!«Ὁ ἀνήρ, λέει ἡ Γραφή, ἐστί κεφαλή τῆς γυναικός». Δηλαδή ὁ Θεός κανόνισε, ὥστε ὁ ἄνδρας νά ἀφεντεύη στήν γυναίκα. Νά ἀφεντεύη ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα εἶναι ὕβρις στόν Θεό. Ὁ Θεός ἔπλασε πρῶτα τόν Ἀδάμ καί ὁ Ἀδάμ εἶπε γιά τήν γυναίκα: "Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου". Ἡ γυναίκα, λέει τό Εὐαγγέλιο, πρέπει νά φοβᾶται τόν ἄνδρα, δηλαδή νά τόν σέβεται, καί ὁ ἄνδρας πρέπει νά ἀγαπάη τήν γυναίκα. Μέσα στήν ἀγάπη εἶναι ὁ σεβασμός . Μέσα στόν σεβασμό εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτό τό ὁποῖο ἀγαπῶ, τό σέβομαι κιόλας. Καί αὐτό τό ὁποῖο σέβομαι, τό ἀγαπῶ. Δηλαδή δέν εἶναι ἄλλο τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Ἕνα πράγμα εἶναι καί τά δύο. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως φεύγουν ἀπό αὐτήν τήν ἁρμονία τοῦ Θεοῦ καί δέν καταλαβαίνουν αὐτά πού λέει τό Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ὁ ἄνδρας παίρνη στραβά αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο καί λέει στήν γυναίκα: «Πρέπει νά μέ φοβᾶσαι ». Μά, ἄν σέ φοβόταν, δέν θά σέ παντρευόταν! Εἶναι καί μερικές γυναῖκες ποῦ λένε: «Γιατί ἡ γυναίκα νά φοβᾶται τόν ἄνδρα; Αὐτό δέν τό παραδέχομαι. Τί θρησκεία εἶναι αὐτή; Δέν ὑπάρχει ἰσότητα». Ἀλλά βλέπεις τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή; «Ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». Φόβος Θεοῦ εἶναι ὁ σεβασμός πρός τόν Θεό, ἡ εὐλάβεια, ἡ πνευματική συστολή. Αὐτός ὁ φόβος σέ κάνει νά αἰσθάνεσαι δέος. Εἶναι κάτι τό ἱερό. Ἡ ἰσότητα πού ζητοῦν οἱ γυναῖκες μέ τούς ἄνδρες μόνον ὡς ἕνα σημεῖο μπορεῖ νά ἰσχύση. Σήμερα στίς γυναῖκες, ἐπειδή ἐργάζονται καί ψηφίζουν, μπῆκε ἕνα ἀρρωστημένο πνεῦμα καί νομίζουν ὅτι εἶναι ἴσες μέ τούς ἄνδρες. Φυσικά οἱ ψυχές ἴδιες εἶναι. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνδρας δέν ἀγαπᾶ τήν γυναίκα καί ἡ γυναίκα δέν σέβεται τόν ἄνδρα, δημιουργοῦνται σκηνές στήν οἰκογένεια. Παλιά τό νά ἀντιμιλήση ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα, τό θεωροῦσαν πολύ βαρύ. Τώρα μπῆκε ἕνα ἀλήτικο πνεῦμα. Τότε τί ὄμορφα ἦταν! Ἔχω γνωρίσει ἕνα ἀνδρόγυνο πού ὁ ἄνδρας ἦταν πολύ κοντός καί ἡ γυναίκα μία ἀνδρογυναίκα, ψηλή μέχρι ἐκεῖ ἐπάνω! Ἀφοῦ ἑκατόν ὀγδόντα ὀκάδες σιτάρι τό ξεφόρτωνε ἀπό τό κάρρο μόνη της. Μία φορά ἕνας ἐργάτης -ψηλός κι ἐκεῖνος- πῆγε νά τήν πειράξη καί ἐκείνη τόν ἅρπαξε καί τόν πέταξε πέρα σάν σπιρτόξυλο! Ἀλλά νά βλέπατε τί ὑπακοή ἔκανε στόν ἄνδρα της, πώς τόν σεβόταν! Ἔτσι κρατιέται ἡ οἰκογένεια, ἀλλιῶς δέν γίνεται.
Ἀπό τό βιβλίο «Οἰκογενειακή ζωή»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Δ`
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
http://www.imkifissias.gr