Γράφει ο Ι. Καραβιδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Ο Ιούδας της ιστορίας και ο Ιούδας των αποκρύφων κειμένων
Ο Ιούδας βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στην επικαιρότητα εξαιτίας ενός κοπτικού χειρογράφου ευαγγελίου του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνα που βρέθηκε πριν από τρεις δεκαετίες και τώρα βλέπει το φως της δημοσιότητας στις ξένες γλώσσες και στα ελληνικά. Ο τίτλος του είναι “Ευαγγέλιο του Ιούδα” και γράφηκε πρωτοτύπως στα ελληνικά, στο β΄ μισό του Β΄ αιώνα. Πρώτος το αναφέρει ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου (σημερινής Λιόν της Γαλλίας) στα τέλη του Β΄ αιώνα και αργότερα ο Τερτυλιανός, ο Επιφάνιος Σαλαμίνος της Κύπρου και ο Θεοδώρητος Κύρου. Οι εκκλησιαστικοί αυτοί συγγραφείς μας πληροφορούν ότι είναι ένα κείμενο που χρησιμοποιούν οι αιρετικοί Καϊνίτες ή Καϊανοί, στους οποίους αποδίδεται η συγγραφή του. Οι Καϊνίτες δέχονται ως ηγέτη τους τον αδελφοκτόνο Κάϊν ως ισχυρότερον του φονευθέντος Άβελ και τιμούν τον Ιούδα ως κάτοχο υψηλότερης γνώσης. Ανήκουν στο μεγάλο κίνημα του Γνωστικισμού.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα αιρετικό γνωστικό κείμενο που ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί κάτι από την πίστη της Εκκλησίας. Από επιστημονικής πλευράς είναι ενδιαφέρον ότι ένα ακόμη κείμενο προστίθεται στη Γνωστική βιβλιοθήκη που ήδη περιέχει αρκετά κείμενα. Το 1946 στο Nag Hammadi της Άνω Αιγύπτου βρέθηκε μια συλλογή 52 Κοπτικών Γνωστικών κειμένων που πλούτισαν τις γνώσεις μας για τον Γνωστικισμό. Η συλλογή έχει εκδοθεί σε ελληνική μετάφραση από το Ίδρυμα “Άρτος της Ζωής” και φέρει τον τίτλο “Χριστιανικός Γνωστικισμός. Τα κοπτικά κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο”, πρώτη έκδοση 1989. Βασικές διδασκαλίες του Γνωστικισμού, αυτού του μεγάλου ενδοχριστιανικού και παράλληλα συγκρητιστικού ρεύματος (για ορισμένους ερευνητές ήδη προ-χριστιανικού), είναι η διαρχία του ανθρώπου. Ένας θείος σπινθήρας, η ψυχή, έχει εγκλειστεί μέσα στο σώμα και αυτός ο σπινθήρας πρέπει να απεγκλωβιστεί και να λυτρωθεί από το σώμα. Αυτή η διαδικασία επιτυγχάνεται με τη γνώση, χωρίς να χρειάζεται άλλος σωτήρας. Ο Γνωστικισμός αγνοεί την ιστορία ή την μεταβάλλει χρησιμοποιώντας μύθους για να την εναρμονίσει με τις δικές του φιλοσοφικές ανθρωπολογικές αντιλήψεις. Συνεπώς δεν πρέπει να αναζητήσει κανείς ιστορικά στοιχεία στα γνωστικά κείμενα.
Στο συγκεκριμένο γνωστικό «ευαγγέλιο» του Ιούδα διατυπώνεται μια τελείως διαφορετική άποψη από αυτήν που γνωρίζουμε από τα εκκλησιαστικά κείμενα για τον Ιούδα, τον προδότη. Βέβαια, συμφωνεί το κείμενο αυτό με τα γνωστά μας Ευαγγέλια για το γεγονός της προδοσίας του Ιησού από τον Ιούδα, δέχεται όμως ότι είναι διαφορετικά τα κίνητρα για την προδοσία: Ο Ιούδας θεωρείται ο εξέχων μαθητής του Ιησού που καταλαβαίνει καλύτερα από τους άλλους μαθητές τον διδάσκαλο. Γι΄ αυτό και απευθύνεται σ΄αυτόν ο Ιησούς και του ζητά να τον απαλλάξει δια της προδοσίας και του θανάτου που θα ακολουθήσει από το υλικό στοιχείο, το σώμα του, ώστε να ελευθερωθεί το πνεύμα του και να επιστρέψει στον Θεό. “Αλλά εσύ, του λέγει, θα τους υπερβείς όλους αυτούς (ενν. τους μαθητές). Γιατί εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει”.
Το πρόβλημα συνεπώς για το Γνωστικό αυτό κείμενο δεν είναι η σωτηρία της ανθρωπότητας αλλά η σωτηρία του Ιησού από το σώμα του (!) – μια σαφώς Γνωστική τοποθέτηση.
Το Γνωστικό απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιούδα, όπως άλλωστε και όλα τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα Ευαγγέλια (δηλαδή που αποδίδονται σε κάποιο γνωστό από την ιστορία του Ιησού πρόσωπο χωρίς στην πραγματικότητα να προέρχεται από αυτό), διαφέρουν ουσιαστικά από τα τέσσερα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, τα “κανονικά” όπως λέγονται στην τεχνική επιστημονική ορολογία, – “κανονικά”, διότι αποτελούν μέρος του “κανόνα”, του σώματος των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Πιο συγκεκριμένα, οι διαφορές αυτές είναι οι ακόλουθες:
1. Τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια έχουν βέβαια το καθένα από αυτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τις ιδιαίτερα τονιζόμενες θεολογικές ιδέες του συγγραφέα του, στο σύνολο τους όμως απηχούν και τα τέσσερα την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Είναι με άλλα λόγια έργα της Εκκλησίας στην οποία και ανήκουν και στις λατρευτικές της συνάξεις διαβάζονται. Τα Απόκρυφα, αντίθετα, είναι ατομικά έργα μη αναγνωρισμένα από το σύνολο του σώματος της Εκκλησίας, έστω κι αν επικράτησαν σε ορισμένες ομάδες και διαβάστηκαν για κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
2. Ενώ στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης το πρόσωπο της Παναγίας μνημονεύεται πάντα σε σχέση και αναφορά με το κεντρικό πρόσωπο της Καινής Διαθήκης που είναι ο Ιησούς Χριστός, και σε καμιά περίπτωση αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το μυστήριο της ενσάρκωσης του Υιού του Θεού και της σωτηριολογικής τους σημασίας, στα Απόκρυφα Ευαγγέλια παρέχονται πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας, όχι κατ’ ανάγκη σε σχέση με τον Υιό της. Έτσι, τα κείμενα αυτά διηγούνται την αγγελία της σύλληψης της από την Άννα τη μητέρα της, τη γέννηση, τα πρώτα της παιδικά χρόνια, την αφιέρωσή της στο Ναό, τον Ευαγγελισμό της, τη γέννηση του Χριστού, τα θαύματά της, την κοίμηση και μετάστασή της. Προφανώς οι άγνωστοι συγγραφείς αυτών των κειμένων θεωρούν λίγες τις πληροφορίες των Ευαγγελίων και, αντλώντας προφανώς από προφορικές παραδόσεις, όταν δεν στηρίζονται εξ'ολοκλήρου στη φαντασία τους, ΄΄συμπληρώνουν΄΄ την εικόνα της Παναγίας.
3. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης διακρίνονται για τη λιτότητά τους και έχουν ένα δωρικό χαρακτήρα. Οι διηγήσεις των Αποκρύφων δεν αρκούνται σε απλές αναφορές ή εξιστορήσεις, κυρίως αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη, δίδοντας πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα και καταφεύγοντας σε λυρικές εξάρσεις. Θέλουν να πείσουν, με κάθε τρόπο και με στόχο κυρίως απολογητικό, για την υπερφυσική διάσταση των γεγονότων.
4. Το θεϊκό σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου, ή καλύτερα το μυστήριο της θείας Οικονομίας, αποτελεί τον πυρήνα και το στόχο των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, με τις ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές συνέπειες αυτού του μυστηρίου. Η ιστορία, πραγματική ή φανταστική, και ο εντυπωσιασμός συνιστούν το στόχο των Αποκρύφων. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά, τα απόκρυφα, συγκρινόμενα προς τα Καινοδιαθηκικά, υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης στην ιστορία της θείας Οικονομίας, καθώς και από πλευράς ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους. ΄Εθρεψαν όμως πολλές γενιές πιστών και ενέπνευσαν υμνογράφους και αγιογράφους της Εκκλησίας.
ΠΗΓΗ.Ο Ιούδας της ιστορίας και ο Ιούδας των αποκρύφων κειμένων
Ο Ιούδας βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στην επικαιρότητα εξαιτίας ενός κοπτικού χειρογράφου ευαγγελίου του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνα που βρέθηκε πριν από τρεις δεκαετίες και τώρα βλέπει το φως της δημοσιότητας στις ξένες γλώσσες και στα ελληνικά. Ο τίτλος του είναι “Ευαγγέλιο του Ιούδα” και γράφηκε πρωτοτύπως στα ελληνικά, στο β΄ μισό του Β΄ αιώνα. Πρώτος το αναφέρει ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου (σημερινής Λιόν της Γαλλίας) στα τέλη του Β΄ αιώνα και αργότερα ο Τερτυλιανός, ο Επιφάνιος Σαλαμίνος της Κύπρου και ο Θεοδώρητος Κύρου. Οι εκκλησιαστικοί αυτοί συγγραφείς μας πληροφορούν ότι είναι ένα κείμενο που χρησιμοποιούν οι αιρετικοί Καϊνίτες ή Καϊανοί, στους οποίους αποδίδεται η συγγραφή του. Οι Καϊνίτες δέχονται ως ηγέτη τους τον αδελφοκτόνο Κάϊν ως ισχυρότερον του φονευθέντος Άβελ και τιμούν τον Ιούδα ως κάτοχο υψηλότερης γνώσης. Ανήκουν στο μεγάλο κίνημα του Γνωστικισμού.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα αιρετικό γνωστικό κείμενο που ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί κάτι από την πίστη της Εκκλησίας. Από επιστημονικής πλευράς είναι ενδιαφέρον ότι ένα ακόμη κείμενο προστίθεται στη Γνωστική βιβλιοθήκη που ήδη περιέχει αρκετά κείμενα. Το 1946 στο Nag Hammadi της Άνω Αιγύπτου βρέθηκε μια συλλογή 52 Κοπτικών Γνωστικών κειμένων που πλούτισαν τις γνώσεις μας για τον Γνωστικισμό. Η συλλογή έχει εκδοθεί σε ελληνική μετάφραση από το Ίδρυμα “Άρτος της Ζωής” και φέρει τον τίτλο “Χριστιανικός Γνωστικισμός. Τα κοπτικά κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο”, πρώτη έκδοση 1989. Βασικές διδασκαλίες του Γνωστικισμού, αυτού του μεγάλου ενδοχριστιανικού και παράλληλα συγκρητιστικού ρεύματος (για ορισμένους ερευνητές ήδη προ-χριστιανικού), είναι η διαρχία του ανθρώπου. Ένας θείος σπινθήρας, η ψυχή, έχει εγκλειστεί μέσα στο σώμα και αυτός ο σπινθήρας πρέπει να απεγκλωβιστεί και να λυτρωθεί από το σώμα. Αυτή η διαδικασία επιτυγχάνεται με τη γνώση, χωρίς να χρειάζεται άλλος σωτήρας. Ο Γνωστικισμός αγνοεί την ιστορία ή την μεταβάλλει χρησιμοποιώντας μύθους για να την εναρμονίσει με τις δικές του φιλοσοφικές ανθρωπολογικές αντιλήψεις. Συνεπώς δεν πρέπει να αναζητήσει κανείς ιστορικά στοιχεία στα γνωστικά κείμενα.
Στο συγκεκριμένο γνωστικό «ευαγγέλιο» του Ιούδα διατυπώνεται μια τελείως διαφορετική άποψη από αυτήν που γνωρίζουμε από τα εκκλησιαστικά κείμενα για τον Ιούδα, τον προδότη. Βέβαια, συμφωνεί το κείμενο αυτό με τα γνωστά μας Ευαγγέλια για το γεγονός της προδοσίας του Ιησού από τον Ιούδα, δέχεται όμως ότι είναι διαφορετικά τα κίνητρα για την προδοσία: Ο Ιούδας θεωρείται ο εξέχων μαθητής του Ιησού που καταλαβαίνει καλύτερα από τους άλλους μαθητές τον διδάσκαλο. Γι΄ αυτό και απευθύνεται σ΄αυτόν ο Ιησούς και του ζητά να τον απαλλάξει δια της προδοσίας και του θανάτου που θα ακολουθήσει από το υλικό στοιχείο, το σώμα του, ώστε να ελευθερωθεί το πνεύμα του και να επιστρέψει στον Θεό. “Αλλά εσύ, του λέγει, θα τους υπερβείς όλους αυτούς (ενν. τους μαθητές). Γιατί εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει”.
Το πρόβλημα συνεπώς για το Γνωστικό αυτό κείμενο δεν είναι η σωτηρία της ανθρωπότητας αλλά η σωτηρία του Ιησού από το σώμα του (!) – μια σαφώς Γνωστική τοποθέτηση.
Το Γνωστικό απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιούδα, όπως άλλωστε και όλα τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα Ευαγγέλια (δηλαδή που αποδίδονται σε κάποιο γνωστό από την ιστορία του Ιησού πρόσωπο χωρίς στην πραγματικότητα να προέρχεται από αυτό), διαφέρουν ουσιαστικά από τα τέσσερα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, τα “κανονικά” όπως λέγονται στην τεχνική επιστημονική ορολογία, – “κανονικά”, διότι αποτελούν μέρος του “κανόνα”, του σώματος των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Πιο συγκεκριμένα, οι διαφορές αυτές είναι οι ακόλουθες:
1. Τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια έχουν βέβαια το καθένα από αυτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τις ιδιαίτερα τονιζόμενες θεολογικές ιδέες του συγγραφέα του, στο σύνολο τους όμως απηχούν και τα τέσσερα την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Είναι με άλλα λόγια έργα της Εκκλησίας στην οποία και ανήκουν και στις λατρευτικές της συνάξεις διαβάζονται. Τα Απόκρυφα, αντίθετα, είναι ατομικά έργα μη αναγνωρισμένα από το σύνολο του σώματος της Εκκλησίας, έστω κι αν επικράτησαν σε ορισμένες ομάδες και διαβάστηκαν για κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
2. Ενώ στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης το πρόσωπο της Παναγίας μνημονεύεται πάντα σε σχέση και αναφορά με το κεντρικό πρόσωπο της Καινής Διαθήκης που είναι ο Ιησούς Χριστός, και σε καμιά περίπτωση αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το μυστήριο της ενσάρκωσης του Υιού του Θεού και της σωτηριολογικής τους σημασίας, στα Απόκρυφα Ευαγγέλια παρέχονται πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας, όχι κατ’ ανάγκη σε σχέση με τον Υιό της. Έτσι, τα κείμενα αυτά διηγούνται την αγγελία της σύλληψης της από την Άννα τη μητέρα της, τη γέννηση, τα πρώτα της παιδικά χρόνια, την αφιέρωσή της στο Ναό, τον Ευαγγελισμό της, τη γέννηση του Χριστού, τα θαύματά της, την κοίμηση και μετάστασή της. Προφανώς οι άγνωστοι συγγραφείς αυτών των κειμένων θεωρούν λίγες τις πληροφορίες των Ευαγγελίων και, αντλώντας προφανώς από προφορικές παραδόσεις, όταν δεν στηρίζονται εξ'ολοκλήρου στη φαντασία τους, ΄΄συμπληρώνουν΄΄ την εικόνα της Παναγίας.
3. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης διακρίνονται για τη λιτότητά τους και έχουν ένα δωρικό χαρακτήρα. Οι διηγήσεις των Αποκρύφων δεν αρκούνται σε απλές αναφορές ή εξιστορήσεις, κυρίως αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη, δίδοντας πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα και καταφεύγοντας σε λυρικές εξάρσεις. Θέλουν να πείσουν, με κάθε τρόπο και με στόχο κυρίως απολογητικό, για την υπερφυσική διάσταση των γεγονότων.
4. Το θεϊκό σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου, ή καλύτερα το μυστήριο της θείας Οικονομίας, αποτελεί τον πυρήνα και το στόχο των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, με τις ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές συνέπειες αυτού του μυστηρίου. Η ιστορία, πραγματική ή φανταστική, και ο εντυπωσιασμός συνιστούν το στόχο των Αποκρύφων. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά, τα απόκρυφα, συγκρινόμενα προς τα Καινοδιαθηκικά, υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης στην ιστορία της θείας Οικονομίας, καθώς και από πλευράς ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους. ΄Εθρεψαν όμως πολλές γενιές πιστών και ενέπνευσαν υμνογράφους και αγιογράφους της Εκκλησίας.
Δημοσίευση σχολίου