Ακόμα μία άκρως διδακτική διήγηση του φωτισμένου Γέροντα για την υποκρισία που κυριαρχεί στην εποχή μας στο θέμα της βοήθειας στον φτωχό συνάνθρωπο:
Μερικοί άνθρωποι πάλι, ένώ δίνουν πεντακόσιες ή
χίλιες δραχµές σέ έναν φτωχό, κάνουν εβραίικα παζάρια γιά πέντε ή δέκα
δραχµές στον φτωχό εργάτη πού τους δούλεψε.
∆έν µπορώ νά καταλάβω: Καλά, δίνεις πεντακοσάρικο καί χιλιάρικο σ' εκείνον πού δέν ξέρεις καί αυτόν πού έχεις κοντά σου καί σέ βοηθάει τον αφήνεις νά πεινά; Αυτόν πρώτα έχεις υποχρέωση νά άγαπήσης καί νά βοηθήσης. Άλλα φαίνεται ότι ή ελεηµοσύνη αυτών τών ανθρώπων γίνεται, γιά νά τους επαινέσουν. Ή άλλον µπορεί νά τον πάνε ακόµη καί στο δικαστήριο γιά χίλιες δραχµές, γιατί ξεκινάνε άπό µιά κοσµική λογική, δήθεν νά µήν τους
∆έν µπορώ νά καταλάβω: Καλά, δίνεις πεντακοσάρικο καί χιλιάρικο σ' εκείνον πού δέν ξέρεις καί αυτόν πού έχεις κοντά σου καί σέ βοηθάει τον αφήνεις νά πεινά; Αυτόν πρώτα έχεις υποχρέωση νά άγαπήσης καί νά βοηθήσης. Άλλα φαίνεται ότι ή ελεηµοσύνη αυτών τών ανθρώπων γίνεται, γιά νά τους επαινέσουν. Ή άλλον µπορεί νά τον πάνε ακόµη καί στο δικαστήριο γιά χίλιες δραχµές, γιατί ξεκινάνε άπό µιά κοσµική λογική, δήθεν νά µήν τους
θεωρήσουν κορόιδα.
Μιά θρησκευόµενη γυαίκα µου διηγήθηκε ένα περιστατικό. Ήθελε να άγοράση ένα φορτίο ξύλα από µια γιαγιά, ή οποία έκανε τρεις ώρες δρόµο, για νά τα φέρη από το δάσος στο χωριό. Εκείνη τήν φορά µάλιστα είχε κάνει και µισή ώρα επιπλέον, δηλαδή τρεισήµισι ώρες, γιατί έκανε τον κύκλο της στρατώνας, µήν τήν πιάση το ∆ασαρχείο. «Πόσο κάνουν;», τήν ρωτάει ή κυρία. «∆εκαπέντε δραχµές», λέει ή γιαγιά. «Όχι, είναι πολλά, της λέει,έντεκα δραχµές τα παίρνω». «Έτσι, για νά µή µας παίρνουν γιά κουτούς, µού λέει, εµάς τους πνευµατικούς ανθρώπους...».
Της έκανα µετά ένα ξεσκόνισµα.
∆ύο ζώα είχε ή γιαγιά και είχε χάσει δύο µέρες, γιά νά κερδίση είκοσι δύο δραχµές. Αντί νά της έδινε και ένα εικοσάρικο παραπάνω, της έκανε εβραίικα παζάρια.
Γέροντας Παϊσιος, ΛΟΓΟΙ Β'
Μιά θρησκευόµενη γυαίκα µου διηγήθηκε ένα περιστατικό. Ήθελε να άγοράση ένα φορτίο ξύλα από µια γιαγιά, ή οποία έκανε τρεις ώρες δρόµο, για νά τα φέρη από το δάσος στο χωριό. Εκείνη τήν φορά µάλιστα είχε κάνει και µισή ώρα επιπλέον, δηλαδή τρεισήµισι ώρες, γιατί έκανε τον κύκλο της στρατώνας, µήν τήν πιάση το ∆ασαρχείο. «Πόσο κάνουν;», τήν ρωτάει ή κυρία. «∆εκαπέντε δραχµές», λέει ή γιαγιά. «Όχι, είναι πολλά, της λέει,έντεκα δραχµές τα παίρνω». «Έτσι, για νά µή µας παίρνουν γιά κουτούς, µού λέει, εµάς τους πνευµατικούς ανθρώπους...».
Της έκανα µετά ένα ξεσκόνισµα.
∆ύο ζώα είχε ή γιαγιά και είχε χάσει δύο µέρες, γιά νά κερδίση είκοσι δύο δραχµές. Αντί νά της έδινε και ένα εικοσάρικο παραπάνω, της έκανε εβραίικα παζάρια.
Γέροντας Παϊσιος, ΛΟΓΟΙ Β'