Θυμάμαι, όταν πρωτοπήγα στο Άγιον Όρος, σε
μια συνοδεία Γέροντας ήταν ένα γεροντάκι που είχε πολλή ευλάβεια.
Κρατούσε «πάππον προς πάππον» από ευλάβεια όχι μόνον τα καλυμμαύχια από
τους [πνευματικούς] «παππούδες» του, τους προκατόχους του,
αλλά και τα καλούπια με τα οποία φτιάχνουν τα καλυμμαύχια. Είχε και
βιβλία παλιά και διάφορα χειρόγραφα και τα φύλαγε τυλιγμένα όμορφα στην
βιβλιοθήκη, που την είχε κλεισμένη καλά, για να μη σκονίζονται.
Εκείνα
τα βιβλία δεν τα χρησιμοποιούσε· τα κρατούσε κλεισμένα. «Εγώ δεν είμαι
άξιος να διαβάσω τέτοια βιβλία, έλεγε. Θα διαβάσω αυτά τα απλά, το
Γεροντικό, την Κλίμακα». Ήρθε μετά ένας νέος μοναχός – τελικά δεν έμεινε
στο Όρος – και του λέει: «Τι μαζεύεις εδώ σαβούρα;» Πήρε τα καλούπια να
τα πετάξει, να τα κάψει. Έκλαιγε το καημένο το γεροντάκι: «Αυτό είναι
από τον παππού μου, έλεγε τι σε πειράζει; Έχουμε τόσα δωμάτια· άσ’ τα σε
μια ακρούλα». Από την ευλάβεια που είχε, κρατούσε όχι μόνον τα βιβλία,
τα κειμήλια, τα καλυμμαύχια, αλλά ακόμη και εκείνα τα καλούπια!
Όταν
υπάρχει σεβασμός στα μικρά, υπάρχει πολύς σεβασμός και στα μεγάλα. Όταν
δεν υπάρχει σεβασμός στα μικρά, ούτε και στα μεγάλα υπάρχει. Έτσι
διατηρούσαν την παράδοση οι Πατέρες.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΛΟΓΟΙ Α' - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ», ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» - ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΛΟΓΟΙ Α' - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ», ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» - ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ