Στις αρχές του 1953, που είχανε λιώσει
τα χιόνια εκεί γύρω, πήγε ψάχνοντας και βρήκε το ασκητήριο του οσίου
Δαβίδ. Η χαρά του απερίγραπτη. Βαθιά στην καρδιά του είχε φωλιάσει η
επιθυμία να μιμηθεί τον όσιο Δαβίδ. Όσο μπορούσε, βέβαια.
Εκείνος τόσα χρόνια έζησε στην ερημιά, συντροφιά με τ’ αγρίμια, στη μικρή σπηλιά του, και γω –σκεφτόταν ο π. Ιάκωβος– να μην έρχομαι! Και περιμένω να ησυχάσω στο μοναστήρι από τους πειρασμούς; Και περιμένω να προοδεύσω στην υπακοή και στην ταπείνωση…
Από τους πρώτους μήνες του 1953 αύξησε την άσκησή του. Όσο περισσότερο με την άσκηση μίκραινε το θέλημα της σάρκας, τόσο ευκολότερα προόδευε στην υπακοή και την ταπείνωση. Κι έβλεπε ότι όσο περισσότερο είχε τις αρετές αυτές, τόσο η καρδιά του και ο νους του ανοιγόσανε στο Θεό. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε διαβάσει βαθιά θεολογικά και νηπτικά έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Λίγα εκκλησιαστικά μόνο και κάτι απλοϊκά ηθικιστικά που του δάνειζε η μυλωνού στο χωριό του. Το έπαιρνε το βιβλιαράκι από τη μυλωνού και σε δύο-τρεις ημέρες το επέστρεφε. Το είχε κιόλας διαβάσει. Δεν ήξερε καν τη Φιλοκαλία. Πρόσεχε όμως πολύ αυτά που γράφουνε τα λειτουργικά βιβλία. Με τα χρόνια μάλιστα τα καταλάβαινε περισσότερο, χωρίς να έχει σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Την Παρακλητική, το Τριώδιο… τα ρούφαγε κυριολεκτικά. Μα το βιβλίο που του ταίριαζε περισσότερο ήτανε το Πεντηκοστάριο. Η χαρά και ο αναστάσιμος θρίαμβος των τροπαρίων του μπαίνανε στην καρδιά του π. Ιακώβου. Και ήτανε στιγμές που του ’ρχότανε να πετάξει. Πλημμύριζε τόσο πολύ από χαρά η καρδιά του, που ένιωθε πια ελαφρύς, να φύγει στα ύψη. Μέχρι και τώρα που κοιμήθηκε, έλεγε πολύ συχνά:
–Εμένα η καρδιά μου είναι περιβόλι… εγώ πάτερ μου, είμαι χαρούμενος… βλέπεις, πάτερ μου, τώρα που εξομολογήθηκες πόσο ευτυχισμένος και χαρούμενος είσαι; Εγώ πάντα έτσι είμαι…
Η Μεγάλη Σαρακοστή τον βρήκε με πολλές δουλειές και καθήκοντα στη Μονή. Κανείς δεν εργαζότανε, κανείς δεν ενδιαφερότανε για τίποτα. Έπρεπε να είναι πανταχού παρών. Στο περιβόλι, στα ζώα, στη στέρνα, στην καθαριότητα, στα ξύλα… παντού… Και στις Ακολουθίες όλες αυτός. Ο αγαθός Ευθύμιος μόνο ακολουθούσε. Κι εφόσον ο ηγούμενος έλειπε, όποιος ξένος και να ’ρχότανε, τον Ιάκωβο φωνάζανε. Όμως οι δουλειές, δουλειές και η άσκηση, άσκηση.
Έκανε το τριήμερο –αποχή από κάθε είδους τροφή, ούτε νερό– και μετά συνέχιζε με ξηροφαγία. Μούσκευε φακή και κουκιά. Προσφάιζε με λίγο ψωμάκι και νερό. Αυτό ήτανε η τροφή του.
Τη νύχτα είχε άλλους αγώνες. Άλλη άσκηση. Μετά το Απόδειπνο ακολουθούσε λίγες ώρες εργασία. Έπειτα στο κελί. Εδώ ήτανε η μεγάλη παλαίστρα, το μαρμαρένιο αλώνι του χάρου και του Διγενή. Εδώ παλεύει ο Σατανάς με τον άνθρωπο του Θεού. Και πάλεψε ο Ιάκωβος το Σατανά και νίκησε, γιατί αγάπησε πολύ το Θεό!
Στο κελάκι του είχε ξυλοκρέβατο, πάνω στο οποίο έβαζε μια κουρελού. Εκεί όμως δεν κοιμότανε. Διάβασε από παλιά για τη χαμαικοιτία των ασκητών. Τους μιμήθηκε. Κοιμότανε κι αυτός καταγής, εκείνο το λίγο που κοιμότανε.
Αποβραδίς το κελάκι φωτιζότανε μ’ ένα κερί. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε κεριά ούτε καν ένα καντηλάκι. Άναβε δαδί και μ’ αυτό διάβαζε. Το έβαζε μπροστά του, στη μέση του κελιού, φόραγε το πετραχήλι, καθότανε κάτω σταυροπόδι, οκλαδόν, και άρχιζε το διάβασμα. Συνήθως με Παρακλήσεις, της Παναγίας, του οσίου Δαβίδ, του αγίου της ημέρας. Αυτές πάντοτε. Όμως διάβαζε κι όσες άλλες μπορούσε. Μετά, το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ολόκληρο στη διάρκεια της νύχτας, κάθε νύχτας. Έκανε και τις μετάνοιες. Και τη νύχτα και την ημέρα. Περνούσε πάντα τις χίλιες και τις έφτασε μέχρι τρεις χιλιάδες, ανάλογα με την ημέρα, την εποχή και τους πειρασμούς.
Τις νύχτες, με το φως του κεριού, έζησε τις φοβερότερες και γλυκύτερες εμπειρίες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Οι δαίμονες τον πολεμούσανε με λύσσα. Κάνανε το παν για να του πάρουνε το νου και την καρδιά από τον Κύριο. Κάποτε τα κατάφερναν. Συχνά μπαίνανε στο κελί και το αναστάτωναν με φωνές, θορύβους και άγριες μορφές. Εκείνος έντρομος, σήκωνε μπροστά του τον ξύλινο Σταυρό και ο Θεός του παραστεκότανε, αφανίζονταν οι δαίμονες. Μα ο αθλητής είχε την αμοιβή του. Ήτανε νύχτες που, ενώ αγρυπνούσε και παρακαλούσε να τον ελευθερώσει ο Θεός από λογισμούς, να τον γεμίσει αγάπη για το Θεό, ένιωθε μέσα του δροσιστικό γλυκύτατο αεράκι. Τον ηρεμούσε και του ’φερνε ειρήνη απερίγραπτη. Μια ευχαρίστηση τον διαπότιζε ολόκληρο, ευχαρίστηση που μπορεί να δώσει μόνο ο Θεός. Ήτανε λίγο από τη μακαριότητα της ουράνιας βασιλείας.
Τα έζησε αυτά και ήτανε 33 ετών, στα χρόνια του Κυρίου. Μίλαγε πολύ λίγο για τέτοιου είδους εμπειρίες ο μακαριστός γέροντας, μα κάτι κάποτε σε κάποιους έλεγε.
Εκείνος τόσα χρόνια έζησε στην ερημιά, συντροφιά με τ’ αγρίμια, στη μικρή σπηλιά του, και γω –σκεφτόταν ο π. Ιάκωβος– να μην έρχομαι! Και περιμένω να ησυχάσω στο μοναστήρι από τους πειρασμούς; Και περιμένω να προοδεύσω στην υπακοή και στην ταπείνωση…
Από τους πρώτους μήνες του 1953 αύξησε την άσκησή του. Όσο περισσότερο με την άσκηση μίκραινε το θέλημα της σάρκας, τόσο ευκολότερα προόδευε στην υπακοή και την ταπείνωση. Κι έβλεπε ότι όσο περισσότερο είχε τις αρετές αυτές, τόσο η καρδιά του και ο νους του ανοιγόσανε στο Θεό. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε διαβάσει βαθιά θεολογικά και νηπτικά έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Λίγα εκκλησιαστικά μόνο και κάτι απλοϊκά ηθικιστικά που του δάνειζε η μυλωνού στο χωριό του. Το έπαιρνε το βιβλιαράκι από τη μυλωνού και σε δύο-τρεις ημέρες το επέστρεφε. Το είχε κιόλας διαβάσει. Δεν ήξερε καν τη Φιλοκαλία. Πρόσεχε όμως πολύ αυτά που γράφουνε τα λειτουργικά βιβλία. Με τα χρόνια μάλιστα τα καταλάβαινε περισσότερο, χωρίς να έχει σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Την Παρακλητική, το Τριώδιο… τα ρούφαγε κυριολεκτικά. Μα το βιβλίο που του ταίριαζε περισσότερο ήτανε το Πεντηκοστάριο. Η χαρά και ο αναστάσιμος θρίαμβος των τροπαρίων του μπαίνανε στην καρδιά του π. Ιακώβου. Και ήτανε στιγμές που του ’ρχότανε να πετάξει. Πλημμύριζε τόσο πολύ από χαρά η καρδιά του, που ένιωθε πια ελαφρύς, να φύγει στα ύψη. Μέχρι και τώρα που κοιμήθηκε, έλεγε πολύ συχνά:
–Εμένα η καρδιά μου είναι περιβόλι… εγώ πάτερ μου, είμαι χαρούμενος… βλέπεις, πάτερ μου, τώρα που εξομολογήθηκες πόσο ευτυχισμένος και χαρούμενος είσαι; Εγώ πάντα έτσι είμαι…
Η Μεγάλη Σαρακοστή τον βρήκε με πολλές δουλειές και καθήκοντα στη Μονή. Κανείς δεν εργαζότανε, κανείς δεν ενδιαφερότανε για τίποτα. Έπρεπε να είναι πανταχού παρών. Στο περιβόλι, στα ζώα, στη στέρνα, στην καθαριότητα, στα ξύλα… παντού… Και στις Ακολουθίες όλες αυτός. Ο αγαθός Ευθύμιος μόνο ακολουθούσε. Κι εφόσον ο ηγούμενος έλειπε, όποιος ξένος και να ’ρχότανε, τον Ιάκωβο φωνάζανε. Όμως οι δουλειές, δουλειές και η άσκηση, άσκηση.
Έκανε το τριήμερο –αποχή από κάθε είδους τροφή, ούτε νερό– και μετά συνέχιζε με ξηροφαγία. Μούσκευε φακή και κουκιά. Προσφάιζε με λίγο ψωμάκι και νερό. Αυτό ήτανε η τροφή του.
Τη νύχτα είχε άλλους αγώνες. Άλλη άσκηση. Μετά το Απόδειπνο ακολουθούσε λίγες ώρες εργασία. Έπειτα στο κελί. Εδώ ήτανε η μεγάλη παλαίστρα, το μαρμαρένιο αλώνι του χάρου και του Διγενή. Εδώ παλεύει ο Σατανάς με τον άνθρωπο του Θεού. Και πάλεψε ο Ιάκωβος το Σατανά και νίκησε, γιατί αγάπησε πολύ το Θεό!
Στο κελάκι του είχε ξυλοκρέβατο, πάνω στο οποίο έβαζε μια κουρελού. Εκεί όμως δεν κοιμότανε. Διάβασε από παλιά για τη χαμαικοιτία των ασκητών. Τους μιμήθηκε. Κοιμότανε κι αυτός καταγής, εκείνο το λίγο που κοιμότανε.
Αποβραδίς το κελάκι φωτιζότανε μ’ ένα κερί. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε κεριά ούτε καν ένα καντηλάκι. Άναβε δαδί και μ’ αυτό διάβαζε. Το έβαζε μπροστά του, στη μέση του κελιού, φόραγε το πετραχήλι, καθότανε κάτω σταυροπόδι, οκλαδόν, και άρχιζε το διάβασμα. Συνήθως με Παρακλήσεις, της Παναγίας, του οσίου Δαβίδ, του αγίου της ημέρας. Αυτές πάντοτε. Όμως διάβαζε κι όσες άλλες μπορούσε. Μετά, το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ολόκληρο στη διάρκεια της νύχτας, κάθε νύχτας. Έκανε και τις μετάνοιες. Και τη νύχτα και την ημέρα. Περνούσε πάντα τις χίλιες και τις έφτασε μέχρι τρεις χιλιάδες, ανάλογα με την ημέρα, την εποχή και τους πειρασμούς.
Τις νύχτες, με το φως του κεριού, έζησε τις φοβερότερες και γλυκύτερες εμπειρίες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Οι δαίμονες τον πολεμούσανε με λύσσα. Κάνανε το παν για να του πάρουνε το νου και την καρδιά από τον Κύριο. Κάποτε τα κατάφερναν. Συχνά μπαίνανε στο κελί και το αναστάτωναν με φωνές, θορύβους και άγριες μορφές. Εκείνος έντρομος, σήκωνε μπροστά του τον ξύλινο Σταυρό και ο Θεός του παραστεκότανε, αφανίζονταν οι δαίμονες. Μα ο αθλητής είχε την αμοιβή του. Ήτανε νύχτες που, ενώ αγρυπνούσε και παρακαλούσε να τον ελευθερώσει ο Θεός από λογισμούς, να τον γεμίσει αγάπη για το Θεό, ένιωθε μέσα του δροσιστικό γλυκύτατο αεράκι. Τον ηρεμούσε και του ’φερνε ειρήνη απερίγραπτη. Μια ευχαρίστηση τον διαπότιζε ολόκληρο, ευχαρίστηση που μπορεί να δώσει μόνο ο Θεός. Ήτανε λίγο από τη μακαριότητα της ουράνιας βασιλείας.
Τα έζησε αυτά και ήτανε 33 ετών, στα χρόνια του Κυρίου. Μίλαγε πολύ λίγο για τέτοιου είδους εμπειρίες ο μακαριστός γέροντας, μα κάτι κάποτε σε κάποιους έλεγε.
Δημοσίευση σχολίου