Κάποιες μέρες του 1980, ο Πατήρ Βησσαρίων της Μονής Αγάθωνος βρέθηκε για λόγους ποιμαντικούς στο χωριό Κάτω Τιθορέα της Φθιώτιδος και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειας Ευαγγέλου και Ζωής Κωνσταντίνου.
Το δεύτερο βράδυ της φιλοξενίας σηκώθηκε η κυρία Ζωή γύρω στα μεσάνυχτα για κάποια ανάγκη της.Βγαίνοντας στον διάδρομο, παρατήρησε ότι από το δωμάτιο όπου αναπαυόταν ο πατήρ Βησσαρίων, έβγαινε φως.
Το σπίτι ήταν παλιάς κατασκευής, με πόρτες στα υπνοδωμάτια, στις οποίες υπήρχαν μικρά τζαμάκια, που τα κάλυπταν ομορφοκεντημένα κουρτινάκια.Κάποιο λοιπόν απ’αυτά ήταν τραβηγμένο και η νοικοκυρά του σπιτιού είδε να έρχεται ένα παράδοξο φως.Πλησίασε ασυναίσθητα και κοίταξε μέσα. Μαρμάρωσε από την έκπληξη!!Είδε τον πατέρα Βησσαρίωνα γονατιστό, σε στάση προσευχής, αλλά στον αέρα!Ένα μέτρο πάνω από το έδαφος και λουσμένο μέσα σε Φώς!…
Όταν συνήλθε από την έκπληξη και τον θαυμασμό, πήγε και ξύπνησε τον άνδρα της, σκεπτόμενη ότι, όταν θα του διηγείτο τι είδε δεν θα την πίστευε και θα την έλεγε «ονειροπαρμένη».
Ξύπνησε λοιπόν ο άνδρας της, ο κυρ-Βαγγέλης, σηκώθηκε και ακολούθησε την κυρία Ζωή μπροστά στο τζαμάκι της εσώπορτας και αντίκρυσε κι αυτός την ίδια αξιοθαύμαστη εικόνα:τον πατέρα Βησσαρίωνα λουσμένο μέσα σε ολόλαμπρο ωραιότατο πάλλευκο Φως, να προσεύχεται γονατιστός στον αέρα!
Όταν από την έκπληξη και τον θαυμασμό συνήλθαν, ο κυρ-Βαγγέλης σταυροκοπήθηκε πολλές φορές και είπε στην γυναίκα του:
- Δεν θα το πούμε σε κανέναν, μέχρι που να πεθάνει ο παππούλης.
(Αυτό το γεγονός το διηγήθηκε η ανηψιά του κυρ-Βαγγέλη και της κυρίας Ζωής Κωνσταντίνου την 1/6/2006).
Δημοσίευση σχολίου