…Ήμουν είκοσι ετών. Πριν από 54 χρόνια, όταν ήμουν λαϊκός ακόμη. Ξεκινώ απ’ τη Μονή Καρακάλου για τη Μεγίστη Λαύρα.
Σύνολο πεζοπορίας, ώρες πέντε (τώρα, βέβαια, άλλαξαν τα πράγματα!). Κουρασμένος και διψασμένος, σταματώ στο Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου, στο μέσον περίπου της πορείας. Πίνω απ’ το Αγίασμα. Βγαίνω έξω και κάθομαι σ’ ένα ξύλινο παγκάκι.
Ξαφνικά, παρουσιάζεται μπροστά μου ένας καλόγερος. Υπέργηρος, αλλά στητός και γεροδεμένος. Στα λευκά του μαλλιά και στη μακριά του γενειάδα, ζήτημα αν είχε εισχωρήσει χτένα ποτέ. Ήταν μονοχίτων.
Φορούσε ένα ξεθωριασμένο, χιλιομπαλωμένο ζωστικό, ακαθορίστου χρώματος. Μια μάλλινη χοντρή σκούφια κάλυπτε το κεφάλι του. Το λάσιον (=τριχωτό) στήθος του στόλιζε ένας παλιός ξύλινος σταυρός. Ήταν ξυπόλητος. Εντυπωσιάστηκα. Είχα ακούσει από διηγήσεις Αγιορειτών ότι υπήρχαν ασκητές μέσα στο δάσος, χωρίς καλύβη, χωρίς
μόνιμη κατοικία, οι οποίοι δεν εμφανίζονταν στους ανθρώπους.
«Θα είναι ένας απ’ αυτούς!», σκέφτηκα αστραπιαία. Σηκώνομαι αμέσως. Προσπαθώ να του φιλήσω το χέρι. Δεν δέχθηκε. «Δεν είμαι παπάς», λέγει, «καλόγηρος είμαι!». Καθίσαμε. Πιάσαμε κουβέντα.
–Πόσα χρόνια έχετε στο Όρος; ρωτώ.
–Ογδόντα, μου απαντά.
Εκπλήσσομαι.
–Και πόσο ετών ήσασταν όταν ήρθατε;
–Δεκαπέντε.
–Βγήκατε ποτέ έξω; ρωτώ και πάλι.
–Όχι, ποτέ.
–Αυτοκίνητο είδατε ποτέ;
–Όχι, γιατί όταν ήλθα δεν υπήρχαν στον κόσμο.
Σύνολο πεζοπορίας, ώρες πέντε (τώρα, βέβαια, άλλαξαν τα πράγματα!). Κουρασμένος και διψασμένος, σταματώ στο Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου, στο μέσον περίπου της πορείας. Πίνω απ’ το Αγίασμα. Βγαίνω έξω και κάθομαι σ’ ένα ξύλινο παγκάκι.
Ξαφνικά, παρουσιάζεται μπροστά μου ένας καλόγερος. Υπέργηρος, αλλά στητός και γεροδεμένος. Στα λευκά του μαλλιά και στη μακριά του γενειάδα, ζήτημα αν είχε εισχωρήσει χτένα ποτέ. Ήταν μονοχίτων.
Φορούσε ένα ξεθωριασμένο, χιλιομπαλωμένο ζωστικό, ακαθορίστου χρώματος. Μια μάλλινη χοντρή σκούφια κάλυπτε το κεφάλι του. Το λάσιον (=τριχωτό) στήθος του στόλιζε ένας παλιός ξύλινος σταυρός. Ήταν ξυπόλητος. Εντυπωσιάστηκα. Είχα ακούσει από διηγήσεις Αγιορειτών ότι υπήρχαν ασκητές μέσα στο δάσος, χωρίς καλύβη, χωρίς
μόνιμη κατοικία, οι οποίοι δεν εμφανίζονταν στους ανθρώπους.
«Θα είναι ένας απ’ αυτούς!», σκέφτηκα αστραπιαία. Σηκώνομαι αμέσως. Προσπαθώ να του φιλήσω το χέρι. Δεν δέχθηκε. «Δεν είμαι παπάς», λέγει, «καλόγηρος είμαι!». Καθίσαμε. Πιάσαμε κουβέντα.
–Πόσα χρόνια έχετε στο Όρος; ρωτώ.
–Ογδόντα, μου απαντά.
Εκπλήσσομαι.
–Και πόσο ετών ήσασταν όταν ήρθατε;
–Δεκαπέντε.
–Βγήκατε ποτέ έξω; ρωτώ και πάλι.
–Όχι, ποτέ.
–Αυτοκίνητο είδατε ποτέ;
–Όχι, γιατί όταν ήλθα δεν υπήρχαν στον κόσμο.
Τότε μου ξεφεύγει μια ερώτηση για την οποία ακόμη ντρέπομαι:
–Θυμάστε πώς είναι οι γυναίκες;
Δεν θυμώνει. Μου απαντά με πολλή καλοσύνη:
–Θυμάστε πώς είναι οι γυναίκες;
Δεν θυμώνει. Μου απαντά με πολλή καλοσύνη:
–Όχι. Βλέπω την Εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και συμπεραίνω πώς πρέπει να είναι!
Δεν συνεχίσαμε. Χαιρετισθήκαμε.
Εξαφανίσθηκε μέσα στο δάσος, έτσι ξαφνικά όπως και ξαφνικά εμφανίσθηκε. Δεν εξαφανίσθηκε, όμως, ποτέ απ’ τη μνήμη μου. Όσο ζω θα θυμάμαι εκείνη την τραχειά μορφή αλλά και την τόσο ήρεμη, την γνήσια, την ατόφια. Που λες και βγήκε από κάποια τοιχογραφία της πάλαι ποτέ Μονής των Αμαλφηνών.
Εξαφανίσθηκε μέσα στο δάσος, έτσι ξαφνικά όπως και ξαφνικά εμφανίσθηκε. Δεν εξαφανίσθηκε, όμως, ποτέ απ’ τη μνήμη μου. Όσο ζω θα θυμάμαι εκείνη την τραχειά μορφή αλλά και την τόσο ήρεμη, την γνήσια, την ατόφια. Που λες και βγήκε από κάποια τοιχογραφία της πάλαι ποτέ Μονής των Αμαλφηνών.
Είχα συναντήσει τον ΚΑΛΟΓΗΡΟ!
Σ’ ευχαριστώ, Κύριέ μου!…
Δημοσίευση σχολίου