Κάποτε πήγε κάποιος να εξομολογηθεί για πρώτη φορά στη ζωή του, επειδή αντιμετώπιζε ένα οικογενειακό πρόβλημα.
Είπε
λοιπόν στον πνευματικό ότι δεν υπήρχε λόγος για αυτή την εξομολόγηση
(αλλά ήρθε σ’ αυτόν εξαιτίας του οικογενειακού του προβλήματος) και ότι
ποτέ του δεν είχε αμαρτήσει στο ελάχιστο.
Τότε ο πνευματικός έβγαλε το πετραχήλι του και του το έδωσε λέγοντας του: Θα ήθελα τότε εγώ να εξομολογηθώ σε σένα…
Η
εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι
συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς
φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει
έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να
διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.
Aπό
το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού» σταχυολογήσαμε τα παρακάτω
που νομίζουμε ότι μας δίνουν ένα καλό «ταρακούνημα» όταν νομίζουμε ότι
δεν έχουμε τίποτα να πούμε κατά την εξομολόγηση…
1.δεν
αγαπώ τον Θεό. Αν αγαπούσα πραγματικά τον Θεό θα είχα συνεχώς την σκέψη
μου στραμμένη προς αυτόν και θα ήμουν ευτυχισμένος. Κάθε σκέψη για τον
Θεό θα μου έδινε χαρά και αγαλλίαση. Αντιθέτως, όμως, πολύ συχνότερα και
πολύ ευκολότερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ενώ η απασχόληση τής
σκέψεώς μου με τον Θεό καταντά εργασία επίπονη και ξερή. Εάν αγαπούσα
τον Θεό, η συνομιλία μου με αυτόν, δια τής προσευχής, θα ήτο η τροφή και
η τρυφή μου και θα με οδηγούσε σε αδιάσπαστη επικοινωνία με αυτόν.
Όμως, όλως αντίθετα, όχι μόνο δεν ευρίσκω ευχαρίστηση εις την προσευχή
μου αλλά χρειάζεται κάθε φορά να καταβάλλω προσπάθεια για να προσευχηθώ.
Αγωνίζομαι κατά τής απροθυμίας, νικιέμαι από την αμαρτωλότητά μου και
είμαι πάντα πρόθυμος να καταπατώ με κάθε ανόητη σκέψη και πράγμα, ακόμη
και κατά την ώρα τής προσευχής, γεγονότα, πού, όπως είναι φυσικό,
μικραίνουν την προσευχή και απομακρύνουν την σκέψη από αυτήν. Ο καιρός
μου περνά αχρησιμοποίητος ή μάλλον χρησιμοποιείται σε μάταιες
απασχολήσεις, όταν δε απασχολούμαι με τον Θεό, όταν θέτω τον εαυτόν μου
κάτω από την παρουσία Του, τότε κάθε ώρα μου φαίνεται πώς είναι ένας
ολόκληρος χρόνος. Όταν ένας άνθρωπος αγαπά κάποιο πρόσωπο, το σκέπτεται
όλη την ημέρα χωρίς διακοπή, διατηρεί συνεχώς την εικόνα του μέσα εις
την καρδιά του, φροντίζει γι΄ αυτό, και σε καμιά περίπτωση το αγαπημένο
του πρόσωπο δεν φεύγει από την σκέψη του. Εγώ, όμως, ολόκληρη την ημέρα,
είναι ζήτημα αν ξεχωρίζω έστω και μίαν ώρα για να βυθισθώ σε εντρύφηση
και θεία μελέτη, για να ζωογονήσω την καρδιά μου με την αγάπη μου προς
αυτόν, ενώ με ευκολία και ευχαρίστηση εξοδεύω τις είκοσι τρεις ώρες τού
ημερονυκτίου σαν μια θερμή προσφορά και θυσία εις τα είδωλα των διαφόρων
παθών.
Ολονένα
συζητώ για τιποτένια πράγματα και γεγονότα, τα οποία μολύνουν το
πνεύμα, κι αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εις τις σκέψεις μου για τον Θεό,
είμαι ξηρός, απρόθυμος και αμελής. Κι όταν ακόμη χωρίς να το θέλω,
συμβαίνει ώστε άλλοι να με παρακινήσουν σε πνευματική συζήτηση, κοιτάζω
να μετατρέψω το θέμα σε κάτι άλλο, πιο ευχάριστο εις τις επιθυμίες μου.
Είμαι τρομερά περίεργος για κάθε μοντέρνο, για τα πολιτικά και για χίλια
δύο άλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητώ την ικανοποίηση εις την αγάπη προς
τις κοσμικές γνώσεις, εις την επιστήμη, εις την τέχνη, και θέλω όλο και
περισσότερα αγαθά να αποκτήσω. Η μελέτη τού Νόμου τού Θεού, η γνώση
Αυτού και τής Θρησκείας, δεν μου κάνουν πολλήν εντύπωσιν, ούτε
ικανοποιούν την πνευματική πείνα τής ψυχής μου. Όλα αυτά τα παραδέχομαι
ότι είναι όχι μόνον ανούσια απασχόληση για ένα χριστιανό, αλλ΄ επί πλέον
και ανωφελής.
Εάν
η αγάπη προς τον Θεό είναι η τήρηση των εντολών Του, όπως ο Χριστός
είπε «ει αγαπάτε με τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε», εγώ όχι μόνον δεν
τηρώ τάς εντολάς Του, αλλ΄ ούτε καμιά προσπάθεια καταβάλλω να κατορθώσω
την τήρησή τους. Έτσι είναι απόλυτη αλήθεια, την οποία εύκολα
συμπεραίνει κανείς, ότι δεν αγαπώ τον Θεό. Επάνω σ΄ αυτό ο Μέγας
Βασίλειος λέει: «Η απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά τον Θεό και τον
Χριστό, έγκειται εις το γεγονός ότι δεν τηρεί τάς εντολάς του.
2.
δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, θα ήτο
δυνατόν να σκεφθώ και να αποφασίσω να δώσω και την ζωή μου γι΄ αυτόν,
εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάνω, αλλ΄ ούτε και την
παραμικρή θυσία είμαι διατεθειμένος να υποστώ γι΄ αυτόν. Εάν αγαπούσα
τον πλησίον μου, σύμφωνα με την εντολή τού Ευαγγελίου, οι λύπες του θα
ήσαν και δικές μου λύπες και οι χαρές του θα αντανακλούσαν εις το
πρόσωπό μου, όπως εις το δικό του. Αντιθέτως, όμως, ευχαριστούμαι να
ακούω διάφορα άσχημα πράγματα γι΄ αυτόν, αντί να λυπούμαι και να πονώ.
Το κάθε κακό τυχόν που ακούω για τον πλησίον μου, όχι μόνον δεν μου
φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει ένα είδος χαράς, ενδιαφέροντος και
ελπίδας, ν΄ ακούσω περισσότερα. Το σφάλμα ή το αμάρτημα τού αδελφού μου
όχι μόνον δεν το σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με
εσωτερική ικανοποίηση. Η ευτυχία τού πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά
του δεν με ευφραίνουν, μου δίνουν δε αντιθέτως το συναίσθημα τής
αδιαφορίας. Τέλος, όχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν την ψυχή μου
περιφρόνηση και φθόνος για τον πλησίον μου.
3.
δεν έχω θρησκευτική πίστη. Ούτε εις την αθανασία, ούτε εις το
Ευαγγέλιο, διότι εάν ήμουν τέλεια πεπεισμένος και πίστευα χωρίς
αμφιβολία ότι μετά από τον τάφο ξανοίγεται η αιώνιος ζωή και η
ανταπόδοση των πεπραγμένων αυτού τού κόσμου, θα σκεπτόμουν συνεχώς αυτό,
χωρίς ανάπαυλα. Η ιδέα τής αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και
θα ζούσα αυτήν την πρόσκαιρη ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, πού
έχει πάντα εις τον νου του την φροντίδα να αξιωθεί κάποτε να φθάσει εις
την γλυκιά του πατρίδα. Αντίθετα, όμως, εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την
αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι εις την ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το
τέλος τού παρόντος βίου είναι και το τέρμα τής ανθρώπινης υπάρξεώς μου.
Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψη πού συνοψίζεται εις το: ποιος
ξέρει και ποιος είδε τα μετά θάνατον;
Όταν
μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί με εκείνη, ενώ η καρδιά
μου πολύ απέχει από τού να είναι πεπεισμένη για αυτήν. Όλη αυτή η
απιστία μου αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από την συνεχή
φροντίδα να ικανοποιώ την ζωή των αισθήσεων. Εάν η διδασκαλία τού
Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει εις την καρδιά μου με την ανάλογη πίστη, θα
είχα καταληφθεί απ΄ τον Λόγο τού Θεού και θα τον μελετούσα, θα έβρισκε
δε η αφοσίωση και η προσοχή την κατοικία της εις την ψυχή μου. Η
προσοχή, η ευσπλαχνία, η αγάπη που κρύπτονται μέσα εις αυτόν θα με
οδηγούσαν εις την χαρά και την ευτυχία τής μελέτης τού Νόμου τού Θεού
νύκτα και ημέρα. Εις την μελέτη αυτήν θα εύρισκα τροφή πνευματική, τον
επιούσιο άρτο τής ψυχής μου και η καρδιά μου θα παρεκινείτο εις την
τήρηση του.
Τίποτε
εις τον κόσμο αυτόν δεν θάταν δυνατό να με αποτρέψει απ΄ την εφαρμογή
της εις την ζωή μου. Αντιθέτως, όμως, όταν κάθε τόσο διαβάζω ή ακούω τον
Λόγο τού Θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς τη γνώση με ωθούν προς τούτο,
τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσα προσοχή και τον ευρίσκω τις
περισσότερες φορές καταθλιπτικό ή χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον. Συνήθως
φθάνω εις το τέλος τής μελέτης του χωρίς σπουδαία ωφέλεια και πάντα
πρόθυμος να τον αλλάξω με ελαφρά αναγνώσματα πού μου είναι πολύ
ενδιαφέροντα και με ευχαριστούν.
Είμαι
πλήρης από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το
βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εις τον εαυτόν μου, επιθυμώ να το κάνω
εμφανές ή να υπερηφανευθώ γι΄ αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους ή να το
θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς. Αν και επιδεικνύω μιαν εξωτερική
ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα τής ιδικής μου
δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερο από τους άλλους, ή
τουλάχιστον όχι χειρότερό τους. Όταν ανακαλύπτω ένα σφάλμα μου προσπαθώ
να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω λέγοντας: Τι να κάνω; Έτσι είμαι
φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κανείς δεν θα με παρεξηγήσει. Θυμώνω με
όσους δεν δείχνουν εκτίμηση προς το πρόσωπό μου και τους πιστεύω ότι
είναι άνθρωποι που δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξία τού άλλου.
Αγάλλομαι για τα χαρίσματά μου, και όλες μου τις πτώσεις τις θεωρώ
εντελώς προσωπικό μου ζήτημα. Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστηση
εις τις ατυχίες των εχθρών μου. Όταν αγωνίζομαι για κάτι καλό το κάνω
με τον σκοπό ή να κερδίσω επαίνους, ή να δώσω κάποια ελαστικότητα εις
τον πνευματικό μου εαυτό, ή να πάρω μια πρόσκαιρη παρηγοριά.
Είναι
δε τόσο δυνατό το αποτέλεσμα της εξομολογήσεως (κάθε φορά που
προσερχόμαστε με ειλικρίνεια) που ο γέροντας Παΐσιος έλεγε σε μερικούς
να φωτογραφηθούν πριν από την εξομολόγηση και μετά την εξομολόγηση, για
να διαπιστώσουν και οι ίδιοι την καλή αλλοίωση, γιατί στο πρόσωπο
ζωγραφίζεται η εσωτερική πνευματική κατάσταση.
Τα
μυστήρια της Εκκλησίας κάνουν θαύματα. Όσο πλησιάζει κανείς στον
Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, θεώνεται, και επόμενο είναι να ακτινοβολεί και
να προδίδεται από την θεία Χάρη.
Δημοσίευση σχολίου