Στο υπαίθριο αρχονταρίκι της Παναγούδας


Θυμάμαι την λαχτάρα με την οποία κατηφόριζα στο μονοπάτι, που οδηγούσε από τις Καρυές, το διοικητικό κέντρο της Αθωνικής Πολιτείας, στο Κελλί του Γέροντος Παϊσίου. Η γλυκιά προσδοκία της συναντήσεως με τον αληθινό αυτό άνθρωπο του Θεού πλημμύριζε την καρδιά μου και έδινε φτερά στα πόδια μου.

Η αναμονή μπροστά στην εξώπορτα της αυλής του Κελλιού ήταν κατά περίπτωση μικρή ή μεγάλη. Ο Γέροντας φρόντιζε να την «γλυκαίνει», ξεκουράζοντας τον προσκυνητή με λουκούμια, άλλα γλυκίσματα και νερό, τα οποία υπήρχαν μονίμως εκεί. Είναι χαρακτηριστική η προτρεπτική επιγραφή που είχε γράψει «ευλογία· να τρώτε». Αλλ’ εκτός από τα παραπάνω, υπήρχαν εκεί και πρόχειρα καθίσματα, για να ξεκουράζονται οι αναμένοντες προσκυνητές και διάφορα ενδύματα για να τα φορούν και να μην κρυολογούν, επειδή ήσαν ιδρωμένοι. Τόση στοργή, τόση αγάπη, τόση πρόνοια για τον καθένα!

Κάποια στιγμή άνοιγε η πόρτα του Κελλιού, του παλαιού και φτωχικού αυτού κτίσματος κι εμφανιζόταν ο Γέροντας, που ήταν μέσα απασχολημένος με την άσκηση και την καρδιακή προσευχή υπέρ της σωτηρίας της ψυχής αυτού και των αδελφών του. Το πρόσωπό του ήταν πάντοτε ιλαρό, η δε διάθεσή του εγκάρδια. Μας υποδεχόταν και μας έβαζε να καθίσουμε στο «υπαίθριο αρχονταρίκι», όπου τα καθίσματα ήσαν κομμάτια από κορμούς δένδρων. Με το ένα χέρι μας χαιρετούσε και με το άλλο μας κερνούσε λουκούμι και νερό, κατά την αγιορειτική παράδοση.

Εκεί, κάτω από τα δένδρα, με τα πουλιά να «ισοκρατούν», ο Γέροντας άρχιζε να μας απευθύνει «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιω. 6:68), είτε κατόπιν ερωτήσεων δικών μας, είτε από μόνος του, βάσει πληροφοριών «άνωθεν» για τις ανάγκες του καθενός μας. Κι εδώ είναι το θαυμαστό. Οι προσκυνητές ήσαν διαφόρου ηλικίας, επαγγέλματος, χαρακτήρος, πνευματικού και μορφωτικού επιπέδου. Άλλοι είχαν συνείδηση για το ποιον είχαν μπροστά τους και τι γύρευαν. Άλλοι πήγαιναν από περιέργεια, επειδή κάτι είχαν ακούσει γι’ αυτόν. Κι άλλοι πήγαιναν με μια διάθεση εριστική και αρνητική. Κι εκείνος, από το Άγιον Πνεύμα καθοδηγούμενος, προσέφερε «καθότι αν τις χρείαν είχε» (Πραξ. 2:45).

Σε σχέση με τα παραπάνω, δεν θα λησμονήσω την συμπεριφορά του Γέροντος προς ένα ισπανό, παπικό, φοιτητή των Καλών Τεχνών, που σε κάποια επίσκεψη βρέθηκε ανάμεσά μας στο «υπαίθριο αρχονταρίκι». Κάποια στιγμή ο Γέροντας στράφηκε με ενδιαφέρον και στοργή προς αυτόν, επιστρατεύοντας κάποιες ιταλικές λέξεις και φράσεις, που θυμόταν από την ιταλική κατοχή, για να επικοινωνήσει μαζί του. Στην συνέχεια του έδωσε στην ελληνική γλώσσα πολλές συμβουλές και φανέρωσε πολλές αλήθειες, που όπως μας εξήγησε, το Άγιον Πνεύμα θα τον βοηθούσε να τις νοιώσει, παρά το γεγονός, ότι η διαφορά της γλώσσας δεν τον βοηθούσε να τις καταλάβει. Είπε, πιο συγκεκριμένα και με νόημα, στην παρατήρηση ενός άλλου επισκέπτη, πως «ο ξένος φοιτητής δεν καταλαβαίνει αυτά που του λέτε στα ελληνικά», ότι «αυτό που είναι να καταλάβει, θα το καταλάβει».

Εκείνο που συνιστούσε σ’ όλους όσους τον επισκέπτονταν ήταν το ν’ αποκτήσουν πνευματικό πατέρα. Γι’αυτό βλέπατε, ότι, αφού έδινε κάποιες απαντήσεις ή συμβουλές σε ερωτήματα ή προβλήματα, που του έθεταν οι άνθρωποι, τους παρέπεμπε εν τέλει στον πνευματικό πατέρα για να αποθέσουν εκεί, κάτω από το πετραχήλι του, το βάρος των αμαρτιών, που ήταν η αιτία των προβλημάτων. Έτσι, πολλοί, πάρα πολλοί χριστιανοί, που ζούσαν αυτόνομα, εγωιστικά, ορφανεμένα, «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. 9:36), άκουγαν την προτροπή του, αποκτούσαν πνευματικό πατέρα, ζούσαν εκκλησιαστικά, άλλαζε η ζωή τους και η ζωή των γύρω τους. Πάνω σ’ αυτήν την ενότητα θέλω να αναφέρω κάτι, που ο Γέροντας συνιστούσε πάντοτε στους εγγάμους επισκέπτες του. «Να έχετε, έλεγε, τον ίδιο πνευματικό με την σύζυγό σας. Γιατί, όπως ο ξυλουργός πλανίζει δύο ξύλα με την ίδια «πλάνη» και τα κάνει να εφαρμόζουν, έτσι και ο πνευματικός θα πλανίζει με την ίδια «πλάνη» τον χαρακτήρα του ενός και του άλλου συζύγου και θα τους ταιριάζει. Ενώ, αν έχετε άλλον πνευματικό ο ένας και άλλον ο άλλος θα έχετε δυσκολίες».

Θέλω να αναφερθώ και σε κάτι άλλο πολύ σημαντικό, που είπε ο Γέροντας σε κάποια ευκαιρία. Βρισκόμουν με παρέα στο «υπαίθριο αρχονταρίκι», όταν έφθασε μία άλλη συντροφιά, ανάμεσα στην οποία ήταν κι ένας τότε επίκουρος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος έχει πλέον κοιμηθεί, που ευλαβείτο πολύ τον Γέροντα. Ο καθηγητής ερώτησε κάποια στιγμή τον π. Παΐσιο με πόνο, ενδιαφέρον και αγάπη: «Υπάρχουν, Γέροντα, συνάδελφοί μου γιατροί, που έχουν καλή προαίρεση, καλά αισθήματα, «σπλάγχνα οικτιρμών» (Κολ. 3:12), αλλά δεν πιστεύουν. Τι να κάνουμε γι’ αυτούς;». «Άκουσε», του λέγει ο Γέροντας, «να προσεύχεσθε γι’ αυτούς, γιατί μ’ αυτές τις προϋποθέσεις δικαιούνται το έλεος του Θεού». Παρόμοια είχε πει σε άλλη ευκαιρία για κάποιους καθηγητές και διδασκάλους.

Ο Γέροντας, ως αυθεντικός άνθρωπος του Θεού, ήταν εδραίος και αμετακίνητος «εν οις έμαθε και επιστώθη» (Β’ Τιμ. 3:14). Γνώριζε και δίδασκε «λόγω και έργω» (Ρωμ. 15:18), ότι στα θέματα της πίστεως δεν χωρεί ταλάντευση, διαπραγμάτευση ή συμβιβασμός. Είχε σαφή συνείδηση, ότι η μεγαλύτερη δυστυχία και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον χριστιανό είναι το ν’ αρνηθεί την πίστη του και να προσχωρήσει στην πλάνη. Καθώς γνωρίζουμε, πολλοί πλανεμένοι και μη αναπαυμένοι άνθρωποι, παρακινούμενοι από την φήμη του, πήγαιναν να τον γνωρίσουν και να συζητήσουν μαζί τα υπαρξιακά τους προβλήματα. Είναι αλήθεια, ότι πάρα πολλοί απ’ αυτούς πήγαιναν βουτηγμένοι στην πλάνη κι έφευγαν μετανοημένοι, πηγαίνοντας στον πνευματικό πατέρα για τα περαιτέρω. Επειδή, λοιπόν, το να εμπλακεί κανείς σε κάποια από τις αιρέσεις και παραθρησκείες, που έχουν κατακλύσει και την πατρίδα μας τα τελευταία ιδίως χρόνια, καθώς και το να προχωρήσει στις μυήσεις, τελετουργίες και άλλες δαιμονικές ενέργειες, που του επιβάλλουν προκειμένου να γίνη μέλος, συνεπάγεται την άρνηση συνειδητά ή ασυνείδητα της πίστεώς του στον Τριαδικό Θεό, τον Χριστό, την Εκκλησία και το Βάπτισμα, γι’ αυτό είχα ρωτήσει τον Γέροντα: «Τι πρέπει να κάνουμε μ’ αυτούς τους ανθρώπους, όταν μετανοούν και θέλουν να επιστρέψουν στην Εκκλησία;». «Θα τελείς», είπε, «την Ακολουθία του επιστρέφοντος στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι επιστρέφοντες θα αποκηρύσσουν με λίβελλο την κακοδοξία, θα ομολογούν την πίστη της Εκκλησίας, απαγγέλοντας το Σύμβολο της Πίστεως και τότε θα τους χρίεις δια του αγίου Χρίσματος».

Θλιβερό φαινόμενο της εποχής μας είναι η τάση πολλών ανθρώπων να αποδίδουν συλλήβδην την κάθε ψυχική διαταραχή, προσωπική ή οικογενειακή δυσκολία ή αποτυχία, στην μαγεία ή την δαιμονοπληξία. Τούτο διαπιστώνεται από το γεγονός, ότι πλήθη μάγων και εξορκιστών λυμαίνονται τον τόπο, «πονηροί άνθρωποι και γόητες … πλανώντες και πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3:13). Το φαινόμενο αυτό μαρτυρεί άγνοια των ανθρώπων περί της διακρίσεως μεταξύ δαιμονοπληξίας και νοσηρών ψυχικών εκδηλώσεων, λόγω βλάβης του νευρικού συστήματος, ενώ συγχρόνως προδίδει έλλειψη μετανοίας και εκκλησιαστικής ζωής των πασχόντων ή των ανθρώπων του περιβάλλοντος αυτών, που είναι οι πραγματικές αιτίες των φαινομένων αυτών. Επίσης, δηλώνει την ύπαρξη επιφανειακής θρησκευτικότητος ή μάλλον νοσηρής θρησκοληψίας, που γεμίζει φόβο και τρόμο τις ψυχές αυτών και έτσι τους καθιστά υποχειρίους των πνευματικών «τρομοκρατών», μάγων και εξορκιστών. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια την ταλαιπωρία ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι δαιμονισμένοι, αλλά ψυχικά ταλαιπωρημένοι από διάφορες αιτίες και αφορμές, που εμφανίζουν νοσηρά συμπτώματα και αποκλίνουσες συμπεριφορές. Αυτούς, οι δικοί τους άνθρωποι, γονείς, συγγενείς κ.ά., τους θεωρούν αδιακρίτως ως δαιμονισμένους και τους οδηγούν στους μάγους και τους εξορκιστές. Αυτοί, με την σειρά τους, υποβάλλουν τους μεν σ’ ένα φαύλο κύκλο τραυματικών εμπειριών, τους δε σε γενναία οικονομική αφαίμαξη. Ο Γέροντας Παΐσιος αναφερόταν με μεγάλη αυστηρότητα σ’ αυτή την κατάσταση. Έλεγε: «Βλέπω γονείς και συγγενείς, που με την ζωή, την αγωγή και την συμπεριφορά τους έχουν τραυματίσει τις ψυχές των παιδιών τους και τις έχουν οδηγήσει σε αποκλίνουσες συμπεριφορές, να τρέχουν αυτά στους μάγους και τους εξορκιστές, σαν να είναι δαιμονισμένα. Και αυτά τα καημένα μπαίνοντας σ’ αυτή την εξευτελιστική διαδικασία των ομαδικών δημοσίων εξορκισμών, εν είδει show, στενοχωρούνται, ντρέπονται και όταν συνέρχονται δεν έχουν μάτια να αντικρύσουν τους συνανθρώπους τους». Αντί όλων αυτών συνιστούσε την μετάνοια και την εκκλησιαστική ζωή αυτών που προκάλεσαν το πρόβλημα ως την αυθεντική οδό υπερβάσεως αυτού, κατά την έκφραση του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου «εσείς να γίνετε άγιοι και θα γίνουν καλά τα παιδιά σας».

Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Χρ. Ευθυμίου,τ. Επίκουρος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
http://www.koinoniaorthodoxias.org/

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΦΕΛΙΜΑ

ΓΕΡΟΝΤΕΣ

ΘΑΥΜΑΤΑ

 
Copyright © ΕΛΛΑΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Designed by OddThemes | Distributed By Blogger Templates20