Ευαγγέλιο: Λουκ. ιβ΄16-21
Απόστολος: Γαλ. στ΄11-18
Κατέστρωσε καλά τα σχέδιά του ο πλούσιος της παραβολής. Προς στιγμήν βρέθηκε, βέβαια, σε απορία και αμηχανία, πού να συγκεντρώσει και ασφαλίσει τα πλούσια προϊόντα της μεγάλης αγροτικής περιοχής του. Βρήκε, όμως, την λύση. Αποφάσισε και σχεδίασε να γκρεμίσει τις αποθήκες του, να οικοδομήσει άλλες πιο ευρύχωρες για να αποθηκεύσει σ’ αυτές όλα τα προϊόντα του, ώστε να τα έχει και να τα απολαμβάνει αυτός μόνος για χρόνια πολλά. Και το εγωιστικό σχέδιο το έθεσε σε εφαρμογή, Ένα, εκτός των άλλων, δεν υπολόγισε∙ τον θάνατο. Και ιδού ότι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Κύριος των πάντων του είπε: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;».
Πιθανόν μερικοί σύγχρονοι του, όταν είδαν την δραστηριότητα που ανέπτυξε, τις αποθήκες που έκτισε, τα ανυπολόγιστα αγαθά που συγκέντρωσε, πιθανόν να τον θαύμασαν, να τον παίνεψαν και να τον ζήλεψαν. Αλλά πολλοί άνθρωποι κρίνουν επιπόλαια και επιφανειακά τα πράγματα, όχι με σύνεση και με ορθά κριτήρια. Όσα επαινετικά και αν είπαν οι άλλοι γι’ αυτόν, όσα συγχαρητήρια για την εξυπνάδα και νοικοκυροσύνη του αν του έδωσαν, δεν έχουν καμιά αξία. Αξία και σημασία έχει ο χαρακτηρισμός που του έδωσε ο Θεός. Και ο Θεός τον ονόμασε άφρονα, δηλαδή μωρόν, ανόητο, απερίσκεπτο. Γιατί;
Πρώτον, διότι υπέπεσε στο μεγάλο λάθος να θεωρήσει αποκλειστικά δική του την «χώραν», τα χωράφια και τα κτήματά του, δικά του επίσης και τα προϊόντα της, τα οποία από μεγάλη φιλαυτία κυριευμένος, τα χαρακτήρισε ως «αγαθά του», ως «γενήματά του». Λησμόνησε ότι τους αγρούς δεν τους κατασκεύασε εκ του μη όντος αυτός, δεν τους έφερε από κάποια άλλη περιοχή και ούτε, φυσικά, μπορούσε να τους μετακινήσει από τόπο σε τόπο. Και ακόμη περισσότερο δεν έχει την δύναμη να τους πάρει μαζί του μετά θάνατο. Αυτός γυμνός γεννήθηκε, γυμνός και θα έφευγε. Η γη και όσα βρίσκονται σ’ αυτήν είναι έργα του Θεού και ανήκουν σε Αυτόν: «Του γαρ Κυρίου η γη, και το πλήρωμα αυτής», λέγει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. κγ’ 1).
Αλλά ούτε και τα προϊόντα της «χώρας» του ανήκαν, έστω και αν αυτός κανόνιζε τις εργασίες, επέβλεπε και φρόντιζε για την παραγωγή. Διότι, αν ο Θεός δεν στείλει τους κατάλληλους καιρούς, μάταιοι και άκαρποι είναι οι κόποι και οι μόχθοι των ανθρώπων. Ο Θεός όρισε την ευεργετική διαδοχή των εποχών. Αυτός στέλλει τους εύκρατους καιρούς, δίνει στην γη, κατά τον κατάλληλο χρόνο, τη βροχή, ώστε να ευοδώνεται η καρποφορία και να μαζεύουν οι άνθρωποι «τον σίτον και τον οίνον και το έλαιον (Δεύτερ. ια’ 14). Δεν είναι, λοιπόν, παραλογισμός και αφροσύνη, να οικειοποιείται κανείς ξένα αγαθά και να καυχάται γι’ αυτά σαν να είναι δικά του;
Ήταν ακόμα άφρων ο πλούσιος της παραβολής, διότι ήταν αχόρταγος και σκληρόκαρδος. Είχε αποθήκες, όχι μια αλλά πολλές. Και οι πολλές και ευρύχωρες αυτές αποθήκες του, θα μπορούσαν να χωρέσουν ένα πολύ μεγάλο, το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων του. Όσα θα του περίσσευαν θα μπορούσε να τα διαθέσει για τους φτωχούς, για τα ορφανά και τις χήρες, ώστε και εκείνοι λιγότερο, και αυτός περισσότερο, να απολαύσουν την ευλογία αυτή του Θεού. Αλλά τους φτωχούς, ίσως και τους εργαζόμενους στα κτήματά του, δεν τους υπολόγισε καθόλου, και κυριεύθηκε από καταθλιπτικές μέριμνες, υπεβλήθη σε εξαντλητικούς κόπους για το κτίσιμο των αποθηκών, ταλαιπωρήθηκε ασφαλώς πολύ, ενδεχομένως μέρα και νύκτα, για να αποθηκεύσει τα πάντα, ώστε να μη χαθεί τίποτε. Όλα δε αυτά πιθανόν να του κλόνισαν την υγείαν και να συντόμευσαν τη ζωή του. Δεν είναι αυτό παραφροσύνη;
Το μέγεθος της αφροσύνης φαίνεται και από τα λόγια, που είπε ενόψει της συγκέντρωσης των πολλών αγαθών του. Είπε: «ερώ τη ψυχή μου, ψυχή έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύσου, φάγε, πίε, ευφραίνου». Ταλαίπωρος πλούσιος! Γυμνός από κάθε ευγενές ιδανικό, εντελώς άμοιρος και από ίχνος αγάπης, ασυγκίνητος και ακίνητος προς κάθε καλή πράξη, υπεβίβασε τον εαυτόν του στην τάξη των ζώων, τα οποία από το ένστικτον και μόνον κινούμενα ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνον γιά να φάνε, να πιούν και να αναπαυθούν.
Το αποκορύφωμα της μωρίας και ανοησίας του φαίνεται και στην ανεδαφική διαβεβαίωση που έδωσε στον εαυτόν του, ότι θα ζήσει για χρόνια πολλά για να απολαμβάνει τα αγαθά του! Αλλά αυτός ήταν ο κύριος της ζωής και του θανάτου του; Αυτός είχε ορίσει την μέρα της γεννήσεως του, την ώρα της εκδημίας του, την διάρκεια του βίου του; Είχε κάμει κανένα συμβόλαιο με τον θάνατον, ή είχε καμμιάν εξουσία να τον διατάξει, να έλθει μετά «έτη πολλά»; Λησμόνησε ότι στα χέρια του Θεού βρίσκεται η ζωή και ο θάνατος των ανθρώπων. Αλλά όταν κυριεύσει τον άνθρωπο η υλοφροσύνη και η πλεονεξία, τότε σκοτίζεται το λογικό, σβήνει η ορθοφροσύνη και ο άνθρωπος παραλογίζεται, γίνεται άφρων, ανόητος.
Αδελφοί μου,
Ας φυλαχθούμε από αυτήν την τρομερή αφροσύνη. Ποτέ να μην υποδουλώσουμε τον εαυτόν μας στα υλικά αγαθά, είτε πολλά είτε λίγα είναι αυτά, και να μην εξαρτήσομε από αυτά την χαρά και ευτυχίαν μας. Θα τα απολαμβάνουμε με μέτρο ως δώρα του Θεού, θα προσφέρουμε από αυτά σ’όσους έχουν ανάγκη και ποτέ να μη λησμονούμε ότι είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι στην γη αυτή. Η αιώνια ζωή, για την οποίαν έχουμε κληθεί, υπάρχει στον ουρανό, πλησίον του Θεού. Αμήν.
Γεώργιος Σαββίδης
Δημοσίευση σχολίου