Εἰκόνα ἐντυπωσιακή. Καθαρὸ πρωινό. Στὴν μεγάλη πόλη ὅλοι ἔχουν βγεῖ νὰ ἀπολαύσουν
τὴ λιακάδα τῆς ἄνοιξης. Ἄλλοι ἀμέριμνοι περπατοῦν, ἄλλοι συζητοῦν γιὰ τὰ
τρέχοντα καὶ
τὰ αἰώνια, μητέρες χαίρονται τὴν ὀμορφιὰ τῆς
φύσης, παιδιὰ
παίζουν εὐχαριστημένα.
Τίποτε δὲν φαίνεται ἱκανὸ νὰ
διαταράξει τὴν
ἀμεριμνησία τοῦ κόσμου. Ὅμως, σὰν ἀπὸ
κάπου μακριά, μὰ
καὶ ταυτόχρονα τόσο κοντά, ἀρχίζει νὰ ἀκούγεται μία ὑπόκωφη βοή. Στὴν ἀρχὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ
διακρίνει τί λέγεται, ὅμως
ὅταν οἱ ἦχοι πλησιάζουν, μαζὶ καὶ οἱ
πρῶτοι δρομεῖς, τότε τὰ λόγια ἀκούγονται πιὰ ξεκάθαρα.
Εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιὰς τοῦ κόσμου, ποὺ ἔρχεται στὴν πόλη του θριαμβευτής, καθισμένος ἐπὶ πώλου ὄνου. Τὸν συντροφεύουν οἱ ἐπιτελεῖς του, ἐκεῖνοι οἱ φτωχοὶ καὶ καταφρονεμένοι, ὅλοι ὅσοι ἄκουσαν τὸ «μακάριοι» στὸ Ὄρος,
ὅλοι ὅσοι Τὸν ἀκολούθησαν στὴν πορεία τῶν θαυμάτων, ὅλοι ὅσοι μαγεύτηκαν ἀπὸ
τὴ δύναμη τῶν λόγων Του, ὅλοι ὅσοι τὸν εἶδαν νὰ ἀνασταίνει
τὸ Λάζαρο. Ἦταν σίγουροι, ὅτι εἶχαν βρεῖ Αὐτὸν
ποὺ ἐπιθυμοῦσαν, Αὐτὸν
ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε
τὴν ἐλευθερία, Αὐτὸν
ποὺ θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ξαναφέρουν τὴ δύναμη τῆς Ζωῆς στὸν Κόσμο.
Καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλης, ποὺ ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ἀπολάμβαναν τὶς ἀκτίνες
τῆς ἄνοιξης, δὲν ἔμεινε
ἀσυγκίνητος μπροστὰ στοὺς ἤχους τοῦ «Ὡσαννά»,
μπροστὰ στὸ θέαμα ἕνας βασιλιὰς νὰ συντροφεύεται ὄχι ἀπὸ
πάνοπλους ὑπηρέτες,
ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ
μόνο τοὺς ὅπλο ἦταν ἡ ἀγάπη
καὶ ἡ ἐλπίδα
τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου, ἀπὸ κόσμο ἀδικίας, ἐπιβολῆς τῶν συμφερόντων τῶν ἰσχυρῶν, ἐκμετάλλευσης, σὲ κόσμο ἀληθινῆς κοινωνίας, ἐλευθερίας ἀπὸ
τὶς ἀνάγκες, κόσμο ποὺ ὁ
Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος
συμφιλιωμένοι, ξανὰ
θὰ πορεύονταν μαζὶ μέχρις ἐσχάτων της γῆς!
Αὐθόρμητη ἡ ζητωκραυγή, αὐθόρμητο τὸ κόψιμο τῶν κλαδιῶν τῶν φοινίκων, ὅπλα πιὰ γίνονταν τὰ βάγια, ὅπλα εἰρήνης, ὅπλα καινούριας ζωῆς, ὅπλα πιὸ ἰσχυρὰ καὶ ἀπὸ τὴ δυνατότερη πολεμικὴ μηχανή, γιατὶ ἦταν
ὅπλα τοῦ μέσα ἀνθρώπου, τὰ ὅπλα τῆς δίψας τῆς ἀνθρώπινης
φύσης γιὰ τὴν ἀφθαρσία,
τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη.
Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ νέο κόσμο, ὅλοι στρώνουν τὰ ἱμάτιά
τους, μοιράζονται μὲ
τὸν Ἀρχηγὸ τῆς
Ζωῆς ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἔχουν, τοῦ προσφέρουν τὴν καρδιά τους!
Δὲν θὰ κρατήσει γιὰ πολὺ αὐτὸ τὸ ἀνοιξιάτικο
ὄνειρο. Γρήγορα οἱ ζητωκραυγὲς θὰ γίνουν ἀρές. Γρήγορα οἱ ἄρχοντες
τοῦ ἄλλου κόσμου, ἐκείνου ποὺ ἡ
προπαγάνδα βαφτίζεται «ἀλήθεια»,
ἐκείνου ποὺ ἡ δύναμη τοῦ ἰσχυροῦ βαφτίζεται «δικαιοσύνη», ἐκείνου ποὺ ἡ τυραννία βαφτίζεται «φιλελευθερισμός», ἐκείνου ποὺ τὸ χρῆμα βαφτίζεται «ἀνθρώπινο δικαίωμα», ἐκείνου ποὺ τὰ
ὅπλα τοῦ πολέμου βαφτίζονται «ἀνθρωπιστικὴ παρέμβαση», θὰ κρίνουν πὼς «συμφέρει ἕναν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἀπολέσαι».
Καὶ θὰ τὸ
πετύχουν, θὰ
ἐπιβάλουν τὴ δική τους τάξη. Καὶ ὅπως θὰ πεῖ ὁ
ποιητῆς «Ὅπου ἀκούω γιὰ τάξη, ἀνθρώπινο κρέας μου μυρίζει».
2000 χρόνια τώρα οἱ ἑκάστοτε ἐκφραστὲς τῆς παγκόσμιας τάξης πνίγουν τέτοια ἀνοιξιάτικα πρωινὰ στὴ δική τους δύναμη. Ὅμως, ὅπως τίποτα τελικὰ δὲν
μπόρεσε νὰ
κρατήσει στὸν
τάφο τὸν Ἀρχηγὸ τῆς
Ζωῆς, ἔτσι καὶ ἡ
κάθε νέα τάξη πραγμάτων, πιστὸ
ἀντίγραφο κάθε παλαιᾶς, θὰ βρίσκει τὴν ἀνατροπὴ τῆς
σ᾿ ἐκείνη τὴν μυριόστομη ζητωκραυγὴ «Ὡσαννά». Γιατὶ ἡ
ἀντίσταση καὶ ἡ ἐλπίδα
εἶναι ἐσωτερικὴ ὑπόθεση τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Ὅσων ἐπιμένουν νὰ ἀντιστέκονται.
Κι εἶναι πολλοὶ αὐτοί! Καὶ θὰ
κρατοῦν πάντοτε. Γιατὶ τὰ βάγια καὶ ἡ
ἄνοιξη, ὅσο κι ἂν ἀργοῦν, πάντοτε θὰ ἔρχονται.
Ἀρκεῖ ἡ
κάθε τάξη, νὰ
μὴν μπορέσει νὰ διαλύσει τὸ μέσα μας. Ἡ ἐπιλογὴ δική μας!