Απόδειπνο στο νεκροταφείο. Ο ήλιος ετοιμάζεται για
βουτιά πίσω απ’ το βουνό κι είναι τόσο θελκτικό το φως του την
ώρα τούτη που με προκαλεί να κοιτάξω από το πλαϊνό
μισογερμένο πορτάκι της εκκλησιάς. Φως ιλαρόν πλημμυρίζει
τα μάτια μου, δεήσεις για τους αδερφούς μου χαϊδεύουν τ’ αυτιά
μου. «Υπέρ των εν ασθενείας κατακειμένων…», η θύμηση στον
πατέρα μου και τους πολυάριθμους κατοίκους των νοσοκομείων.
Δάκρυα στην ψυχή μου. «Δι’ ευχών» κι όσο να κοιτάξω λίγο
ψηλότερα στα σύννεφα χάνεται κι η τελευταία κουκίδα του
ηλιάτορα. Μέρα ακόμα και οι λιγοστοί πιστοί σκορπίζουν
γρήγορα. Μόνο η κυρά Αλεξάνδρα, παίρνει τον κάτω δρόμο.
- Που πας γιαγιά; την ρωτάω.
- Εμένα μ’ αρέσει από ‘δω, μου απαντάει. Να περνάω από τον άντρα μου.
- Κι εμένα μ’ αρέσει από ‘δω, συμφωνώ μαζί της. Να θυμάμαι πως θα πεθάνω κι εγώ μία μέρα.
Κατηφορίζει στο κοιμητήριο πίσω από το ναό, φτάνει στο
μνήμα. Το βήμα της σταθερό, τα μάτια της γεμάτα γλύκα κι
ηρεμία. Ούτε ένα δάκρυ. Το παραμικρό τρεμόπαιγμα στη φωνή
της. Μόνο χαϊδεύει και φιλάει την φωτογραφία του
αγαπημένου της στο μαρμάρινο σταυρό. «Να προσέχεις τα
παιδιά», τού λέει κι είν’ η φωνή της σίγουρη πως ο άντρας της
είναι κοντά στο Θεό και πρεσβεύει γι’ αυτούς μετά των αγίων.
Άγιος άνθρωπος ο παππούς, ξεχωριστός. Πολλοί μιλάνε ακόμα γι’
αυτόν, χωρίς να βρίσκουν ακριβώς λόγια για να περιγράψουν τις
αρετές του.
Ύστερα την ρωτάω για την Βαγγελιώ που έφυγε λίγες μέρες
τώρα κι όσοι την αγάπαγαν μνημονεύουν τα χωρατά και την καλή
της την καρδιά. Μου δείχνει το φρέσκο μνήμα κι όπως κάνουμε να
φύγουμε με μπάζει στην κάμαρα με τα λείψανα όλων των
κεκοιμημένων.
- Εσύ ποιούς έχεις εδώ γιαγιά;
- Εδώ είν’ ο πατέρας μου κι η μάνα μου μαζί. Εδώ ο γιος μου,
ο Στέλιος μου. Εδώ ο αδερφός μου. Εδώ είναι η τελευταία
κατοικία, ο Θεός να μας σχωρνάει, ολονών μας. Εδώ θ’
αναπαυτεί η ψυχούλα μας.
Τόσο φυσικά μου τα λέει όλα. Κι όμως μιλάει για το
φοβερότερο γεγονός, την σημαντικότερη στιγμή της ζωής της,
την πιο ακατανόητη και παράλογη, που δεν είναι άλλη από το
ξαφνικό πέρασμα από το κατώφλι του θανάτου και της ζωής.
«Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος…» Σίγασε μέσα της ο
πόνος της χαροκαμένης μικρομάνας τόσα χρόνια τώρα, στέρεψαν
τα δάκρυα απ’ τα σκαμμένα της μάγουλα, μέρεψε κι ο πόνος του
χαμού των γονιών της. Κι η αβάσταχτη θλίψη για την απώλεια του
αγαπημένου της συντρόφου έγινε παρηγοριά κι ελπίδα
αναστάσιμη και για το δικό της τέλος που πλησιάζει.
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις
εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», θα ψελλίσουμε σε λίγες
μέρες. Πόσο περισσότερο θα το πιστέψουμε αυτή τη φορά; Χρόνο
με το χρόνο που ο Άδης μας θυμάται πιο συχνά καταλαβαίνω πιο
καλά τι πάει να πει «τοις εν τοις μνήμασι». Είναι μου φαίνεται οι
μυριάδες στρατιές απολύτως μοναδικών και ανεπανάληπτων
προσωπικοτήτων στην αγκαλιά του Θεού, πλάι στους αγγέλους. Κι
όσο καταλαβαίνω το «τοις εν τοις μνήμασι», άλλο τόσο
μεγαλώνει η ελπίδα μου για την απέραντη αγάπη του ουράνιου
πατέρα μας που περισσότερο από τον καθένα μας αγαπάει και
πονάει το κάθε πλάσμα του ξεχωριστά. Άλλο τόσο μεγαλώνει η
ελπίδα μου για το υπέρλογο γεγονός της Αναστάσεως.
«Άντε παιδί μου, την ευχή μου, την ευχή του Χριστού και της Παναγίας»
Γεια σου κυρά-Αλεξάνδρα! Μαυροφορεμένη όπως μακραίνεις,
με τη μεγάλη σου καρδιά που την λείανε ο πόνος, βάλσαμο
έγινες στη ρουτίνα της καθημερινότητάς μου. Γεύση
αιωνιότητας η μορφή σου σήμερα. Άγγελος Κυρίου το πέρασμά
σου απ το διάβα μου. Άμποτε ν’ ανταμωθούμε με το καλό μία μέρα
και στον Παράδεισο… Αμήν!
Αναστασία Χ”παύλου