Βγαίνοντας
από το σπίτι, με καλημέρισε το γιασεμί -με το πάθος της τρελής ευωδιάς-
και μ' έκανε να χαμογελάσω "ναι σε μύρισα" του είπα, χάιδεψα τους
ανθούς και μονολόγησα " η Ελλάδα που αντιστέκεται".
Στους δρόμους, στα γραφεία, στα σχολεία, στις ειδήσεις, στο διαδίκτυο, παντού η πατρίδα μου πεθαίνει. Το βλέπεις, το ζεις, κουβαλάς τις τελευταίες της αναπνοές επάνω σου.
Απρίλης σχεδόν τελειωμένος και συ ψάχνεις την άνοιξη, για να ελπίσεις ότι όλα είναι ένα κακό όνειρο....
Μόνο το γιασεμί φωναχτά και σιωπηλά τα κομποσκοίνια που ξέρεις, στα οποία κρέμεσαι και όλο το....Σόϊ του ουρανού. Τίποτε άλλο.
Δεν υπάρχει τίποτε εδώ για να ακουμπήσεις.
Τα λόγια τους τενεκέδες του μπακάλη που βροντάνε, τα έργα τους θανατικές εκτελέσεις, τα πρόσωπά τους εναλλακτικές μορφές του Ιούδα.
Έμαθα πως σε ένα σχολείο, η διευθύντρια "διέταξε" πάρτι για τους μαθητές την Παρασκευή, πριν το Σάββατο του Λαζάρου, πριν το Μεγαλοβδόμαδο και είπα "δεν είναι αυτή η πατρίδα μου".
Μύρισε το μυαλό μου λιβάνι ανακατεμένο με αμμωνία κουλουριών, ανακινήθηκε η "Τελευταία βαπτιστική" του Παπαδιαμάντη και ντράπηκα για τα σχολειά, για τους δασκάλους, για το "σύστημα", για μένα που δεν έχω φωνάξει αρκετά, δεν έχω προσευχηθεί με την τρέλα του γιασεμιού μου, δεν έχω αντισταθεί περισσότερο.
Διάβασα τα νέα για απολύσεις, για τους δεσποτάδες στη Συρία που ακόμη δεν απελευθερώθηκαν, για τους προοδευτικάριους που κατέβασαν την ελληνική σημαία, για την μιζέρια και για την φτώχεια, για τον πρωθυπουργό που συνεχίζει το τραλαλά της "ανάπτυξης", χάιδεψα το μοναδικό μου ευρώ στην τσάντα και είπα "δεν είναι αυτή η πατρίδα μου".
Τα απογεύματα στους εσπερινούς βρίσκω λίγη πατρίδα, στον θρίαμβο του εγγονού μου "έφερε λαμπάδα και άσπρα παπούτσια ο νονός", στα τηλεφωνήματα της φιλενάδας μου που ονειρεύτηκε απόψε την Αγία Αναστασία την Ρωμαία, στις ελιές της νηστείας, στου μωρού μας το πρώτο χαμόγελο, στα νερά που χύνει η μάνα μου πλένοντας τα παντζούρια "για το Πάσχα", στα βιβλιαράκια "Μεγάλη Εβδομάς" που θα τα δούμε, σε λίγο, στα χέρια των πιστών, στα διαβάσματά μου "ΠατροΚοσμάς", πριν λίγες μέρες, και τώρα "Γερόντισσα Μακρίνα".
Α, τα διαβάσματα....Καταφύγιο!
Κλείνεις την πόρτα, χαμηλώνεις το φως, Κάποιος είναι εδώ και το νιώθεις...Άνοιξαν τα σύνορα (όπως ανέκαθεν, ολονυχτίς), έρχονται οι Φυγάδες, οι Πρόσφυγες, οι Αδικεμένοι, οι Φίλοι! Καλώς ήρθατε!
Τσάγια βράζουν να ζεσταθούν οι Ευλογημένοι από το δρόμο, παξιμάδια -νομίζεις- βγαίνουν δίπλα στις σελίδες του βιβλίου, γυρνάς σελίδα πέφτει κομποσκοίνι (όμοια σαν από τσέπη απρόσεκτου ασκητή), γυρνάς σελίδα κοντοστέκεσαι "φύσηξε;", προχωράς "δόξα Σοι Κύριε".
Όλο αυτό είναι πατρίδα! Η μόνη πατρίδα!
Γιατί εγώ γεννήθηκα σε τούτη την πατρίδα και το θυμάμαι καλά πως δεν ήταν έτσι, όπως την λένε και όπως την κατάντησαν.
Αλλιώς ήταν...όπως όταν ανοίγουν, τα βράδια, τα σύνορα (μου).
Αλλιώς ήταν και θα ξαναγίνει!
Κοντά-σιμά....Ανάσταση έρχεται!