Του π. Ανανία Κουστένη (από το Σαββατιάτικο ένθετο της Δημοκρατίας για την Ορθοδοξία)
Ο άγιος Γέροντας Πορφύριος είναι μια πολύ πολύ μεγάλη αγκαλιά. Έσπασε το φράγμα της φιλαυτίας αλλά και της Ορθοδοξίας, θα λέγαμε -είναι τολμηρό αυτό- κι έγινε μια αγκαλιά για την Οικουμένη ολόκληρη.
Εγώ, τουλάχιστον, όταν πήγα στην αφεντιά του το 1980, Πρωτομαγιά, με μια μεγάλη δυσκολία στη ζωή μου, έτσι το εισέπραξα.
Ο άγιος Γέροντας Πορφύριος είναι μια πολύ πολύ μεγάλη αγκαλιά. Έσπασε το φράγμα της φιλαυτίας αλλά και της Ορθοδοξίας, θα λέγαμε -είναι τολμηρό αυτό- κι έγινε μια αγκαλιά για την Οικουμένη ολόκληρη.
Εγώ, τουλάχιστον, όταν πήγα στην αφεντιά του το 1980, Πρωτομαγιά, με μια μεγάλη δυσκολία στη ζωή μου, έτσι το εισέπραξα.
Είχε κόσμο πολύ. Καί περιμέναμε. Ήτανε πασχάλιος περίοδος, Πεντηκοσταρίου. Καί περιμέναμε να βγεί ο Γέροντας. Είχε προβλήματα, δεν μπορούσε. Σε κάποια στιγμή βγαίνει. (Ήταν στο παλιό καλυβάκι, δεν είχε φτιάξει ακόμη το μοναστήρι.) Δεν φορούσε ούτε ράσο. Είχε μια πατατούκα, την είχε ρίξει επάνω του. Βγαίνει και περιμέναμε όλοι, χριστιανοί και μη, περιμέναμε να πεί ο Γέροντας «Χριστός Ανέστη»! Δεν είπε «Χριστός Ανέστη». Είπε: «Καλημέρα σας!» Τι ωραία! Γιατί αργότερα μας έλεγε: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν. Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία». Είπε, λοιπόν, αυτά ο Γέροντας και κάτσαμε κεί πέρα και λέει: «Ο παπάς να ρθεί μέσα». Θα ᾽ταν 100-150 άτομα, γιατί ήταν και αργία και ο καθένας πήγαινε να πεί τα βάσανά του, όπως κι εγώ. Το δικό μου φαίνεται ήταν μεγαλύτερο απ᾽ όλων στη φάση αυτή και με κάλεσε μέσα και κάτσαμε. Εγώ δεν μίλαγα, άκουγα, καθόμουν.
«Ε», μου λέει, «βρε, γι᾽ αυτό στενοχωριέσαι; Αυτό δεν ήτανε κακό, μωρέ παιδάκι. Σε ξερίζωσε από κεί ο Θεός για να σε φυτέψει αλλού. Αλλά σε ξερίζωσε λίγο άγαρμπα. Γιατί αλλιώς θα σού στοίχιζε το ξερίζωμα περισσότερο». Άκου τι μου είπε. Εγώ λέω: «Πού τα ξέρει Αυτός αυτά;» Δεν μου είχε τύχει άλλη φορά. Είπε κι άλλα διάφορα, που δεν λέγονται εδώ, και με παρηγόρησε ου μετρίως. Σε λίγο μου έφυγαν όλα όσα είχα. Κινδύνευα να τρελαθώ. Ηρέμησα. Αισθάνθηκα μετά ότι είναι δικός μου αυτός. Σαν να τον ήξερα χρόνια και πήγαινα πρώτη φορά. Καί μετά έφυγα. Καί μ᾽ ακοθούθησε, με συνόδευσε μέχρι κάτω, ευχόμενος, σταυρώνοντας. Καί νόμισα πως πήγα στον Παράδεισο. Εγώ αυτό εισέπραξα, και στη συνέχεια που πήγαινα στον Γέροντα αυτό εισέπραττα από Εκείνον. Τώρα τι είναι Εκείνος δεν ξέρω. Είναι ένα θαύμα. Είναι η αγάπη του Θεού χειροπιαστή. Είναι η εν ανθρώποις ευδοκία. Είναι ένας δεύτερος Χριστός, είναι ένα μεγαλείο. Τέτοιοι άνθρωποι γεννιώνται μετά παρέλευση αιώνων. Είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στη Γη όλη ο Γέροντας Πορφύριος. Εγώ αυτό εισέπραξα, αυτό λέω.
Καί με ᾽παιρνε και τηλέφωνο εκείνος. Χωρίς να ξέρει το τηλέφωνό μου, μ᾽ έπαιρνε τηλέφωνο. Είναι θαύμα αυτό. Έπαιρνε και μιλούσε και συμβούλευε. Καί μετά είχα κι άλλες δυσκολίες, κι άλλες… Ήτανε από κοντά.
Τον Θεό τον ψηλαφούμε μέσω των αγίων. Μας Τον μεταδίδουν, μας Τον κοινοποιούν. Μας κάνουν να Τον αισθανθούμε και να Τον ψηλαφήσουμε, ει δυνατόν. Γίνεται αυτό. Αφού βρήκα κι εγώ το μέλι, έγλειφα τα δάκτυλά μου. Πήγαινα στον Γέροντα. Πάρα πολλά έδωσε, και βοήθησε κι εμένα και αμέτρητους. Καί παρακαλούσε πάντοτε κι έλεγε: «Να αγαπάτε, να συγχωράτε. Να εξομολογείσθε καθαρά και να τα λέτε όλα. Να τα λέτε όλα, γιατί τότε φεύγει το κακό από πάνω σας. Καί να προσεύχεσθε. Να προσεύχεσθε απλά. Να μιλάτε στον Θεό απλά. Όπως μιλάτε στον πατέρα σας, στη μάνα σας, στον φίλο σας, στον άνθρωπό σας. Καταλαβαίνει ο Θεός».
Καί κάποια άλλη φορά που πήγα εκεί -γλίτωσα από άλλη δυσκολία, ελύθη κάποιο πρόβλημα-, του λέω: «Έγινε με την ευχή Σας». «Όχι, βρε. Με τη δική σου ευχή». «Γιατί;» του λέω. «Μ᾽ αυτά που τραβάς, σε ακούει ο Θεός». «Καί γιατί τα τραβάω;» «Έτσι, για να γίνεις καλύτερος. Εγώ, όταν δεν είμαι καλά και μου λένε “Γέροντα, Σας ευχόμεθα να γίνετε καλά”, τους απαντώ: “Όχι καλά να γίνω, να γίνω καλός”».
Καί συμβούλευε πάντα να αγαπάμε και πάντα να συγχωράμε. Καί πάντα, αν μπορούμε, να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο. «Τίποτα, βρε, να μην κάνετε, να διαβάζετε το Ευαγγέλιο. Ει δυνατόν όρθιοι. Αυτό είναι και λατρεία και νηστεία και προσευχή και άσκηση και όλα τα καλά».
Είχε μάθει τα Ευαγγέλια απ᾽ έξω. Καί μια φορά μου έλεγε πως μιλούσε ο Ιησούς. Καί μου παρίστανε ακριβώς τον Ιησού. «Πού το ξέρεις, Γέροντα;» «Μπορώ να πάω κεί πέρα εγώ και να ρθω». Πως; Δεν ξέρω. Δεν υπόκεινται στον χωρόχρονο αυτοί. Κι όταν ζούσε αυτό. Τώρα μάλλον.
«Όταν θα φύγω», έλεγε, «θα απαλλαγώ από το σώμα και τις αρρώστιες -είχε πολλές αρρώστιες, ως γνωστόν- και θα ᾽μαι πανελεύθερος, θα πηγαίνω παντού, θα βοηθάω όλους. Δεν θ᾽ αφήνω κανέναν, γιατί τους ανθρώπους τους αγαπώ, γιατί αγαπώ τον Ιησού μου Χριστό». Τα είχε κάνει ένα αυτά τα δυό. Οι δύο εντολές της αγάπης προς τον Θεό και προς τον άνθρωπο.
Ήταν αγάπη ο Γέροντας, ο άγιος Πορφύριος, ο βασιλέας της αγάπης. Έγινε αγάπη, έγινε στοργή, έγινε κατανόηση. Ήτανε αστενόχωρη η αγάπη του. Κι απλωνότανε παντού. Σε όλους και σε όλα. Σε Ορθόδοξους, σε ετερόδοξους, σε ετερόθρησκους. Μπορεί να μη συμφωνούσε με τις αμαρτίες και τις αιρέσεις, αλλά συναντιόταν η ψυχή του με την ψυχή τους, όπως και ο Αθάνατος Χριστός. Αγαπούσε τους αμαρτωλούς και τους τελώνες. Δεν συμφωνούσε με τα έργα τους, αλλά αγαπούσε την ψυχούλα τους.
Άσε που δεν άφηνε να λέμε γι᾽ Αυτόν. Όχι. «Τι πας εσύ και λες για μένα ότι είμαι καλός; Να μη μιλάς. Να μη μιλάς. Αφού δεν είμαι καλός». Ήταν ταπεινός κι είχε αγάπη. Αυτό ήταν ο Γέροντας. Ο,τι άλλο να πω δεν ξέρω.
Ο,τι εισέπραξα από τον Γέροντα οφείλω να το πω. Καί να ευχαριστήσω τον Θεό που με έφερε στον δρόμο του Γέροντα και στη ζωή του, και να ευχαριστήσω κι Εκείνον, ο οποίος δεν εγκατέλειψε κανέναν, ούτε κι εμένα τον ελάχιστο και αμαρτωλό. Κι αν σήμερα ζω και είμαι στην Εκκλησία και “κάνω” πέντε πράγματα, αυτά τα οφείλω στον άγιο Πορφύριο.