Ὁ Γέροντας μοῦ διηγήθηκε:
«Μιὰ φορὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ἕνας χίπης. Ἦταν ντυμένος μὲ κάτι πολύχρωμα, παράξενα ροῦχα, φοροῦσε χαϊμαλιὰ καὶ κοσμήματα καὶ ζητοῦσε νὰ μὲ δεῖ. Οἱ μοναχὲς ἀνησύχησαν, ἦρθαν καὶ μὲ ρώτησαν καὶ τοὺς εἶπα νὰ περάσει. Μόλις κάθισε ἀπέναντί μου εἶδα τὴν ψυχή του. Εἶχε καλὴ ψυχή, ἀλλὰ πληγωμένη καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπαναστατημένη. Τοῦ μίλησα μὲ ἀγάπη κι᾿ ἐκεῖνος συγκινήθηκε. Γέροντα, μοῦ λέει, κανεὶς μέχρι σήμερα δὲν μοῦ μίλησε ἔτσι. Εἶπα τὸ ὀνομά του κι᾿ ἐκεῖνος παραξενεύθηκε, πῶς τὸ γνώριζα. Ἔ, τοῦ λέω, ὁ Θεὸς μοῦ φανέρωσε καὶ τ’ ὄνομά σου καὶ ὅτι ταξίδεψες μέχρι τὴν Ἰνδία καὶ γνώρισες ἐκεῖ τοὺς γκουροὺ καὶ τοὺς ἀκολούθησες. Ἀπόρησε πιὸ πολύ. Τοῦ εἶπα κι᾿ ἄλλα πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, κι᾿ ἔφυγε εὐχαριστημένος.
Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα, νά’σου καὶ καταφθάνει ὁ ἴδιος μὲ μιὰ παρέα χίπιδες. Μπῆκαν ὅλοι μαζὶ στὸ κελλί μου καὶ κάθισαν γύρω μου. Ἦταν μαζί τους καὶ μιὰ κοπέλα. Τοὺς συμπάθησα πολύ. Ἦταν καλὲς ψυχές, ἀλλὰ πληγωμένες. Δὲν τοὺς μίλησα γιὰ τὸ Χριστό, γιατί εἶδα ὅτι δὲν ἦταν ἕτοιμοι ν᾿ ἀκούσουν. Τοὺς μίλησα στὴ γλώσσα τους, γιὰ πράγματα ποὺ τοὺς ἐνδιέφεραν.
Ὅταν τελειώσαμε καὶ σηκώθηκαν νὰ φύγουν, μοῦ εἶπαν: Γέροντα, θέλουμε μιὰ χάρη: Νὰ μᾶς ἐπιτρέψεις νὰ σοῦ φιλήσουμε τὰ πόδια. Ἐγὼ ντράπηκα, ἀλλὰ τί νὰ κάνω, τοὺς ἄφησα. Μετὰ μοῦ ἔδωσαν δῶρο μιὰ κουβέρτα. Θὰ φωνάξω νὰ τὴν φέρουν, νὰ τὴν δεῖς. Εἶναι πολὺ ὡραία. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μὲ ἐπισκέφθηκε ἡ κοπέλα, ἡ χίπισσα, μόνη της. Τὴν ἔλεγαν Μαρία. Εἶδα ὅτι ἡ Μαρία ἦταν πιὸ προχωρημένη στὴν ψυχὴ ἀπὸ τοὺς φίλους της καὶ τῆς πρωτομίλησα γιὰ τὸ Χριστό. Δέχτηκε τὰ λόγια μου. Ἦρθε κι᾿ ἄλλες φορές, ἔχει πάρει καλὸ δρόμο. Εἶπε μάλιστα ἡ Μαρία στοὺς φίλους της: «Βρὲ σεῖς, δὲν φαντάσθηκα ποτέ, ὅτι θὰ γνώριζα τὸν Χριστό, μέσα ἀπὸ μιὰ χίπικη παρέα».
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ περιστατικό. Τὸ διορατικὸ καὶ ποιμαντικὸ χάρισμα τοῦ Γέροντα συνεργάσθηκαν γιὰ νὰ ἑλκύσουν, μὲ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὰ παραστρατημένα, ἀλλὰ ἀξιοσυμπάθητα αὐτὰ παιδιά, ποὺ ἴσως κάποιοι πιετιστὲς θὰ τὰ ἀντιμετώπιζαν μὲ περιφρόνηση. Τὰ παιδιὰ αὐτὰ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Γέρονα κάτι, ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ ντραπῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου: Νὰ φιλήσουν τὰ πόδια του. Κι ἦταν ἡ πρώτη τους ἐπίσκεψη. Ἐγὼ τόσα χρόνια πηγαινοερχόμουν καὶ δὲν εἶχα τὴν ταπείνωση νὰ διανοηθῶ κάτι τέτοιο. Τὰ παιδιά, σὰν τὴν ἁμαρτωλή, ποὺ ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μὲ μύρο καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, φίλησαν τὰ πόδια τοῦ Γέροντα καὶ τοῦ χάρισαν καὶ μιὰ κουβέρτα. Ὁ Γέροντας χαιρόταν τὸ δῶρο του, σὰν παιδί, ὄχι βέβαια γιὰ τὴν ὑλικὴ άξία του, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι πνευματικὸ συμβόλιζε. Θαύμασα τοὺς ἀπίθανους δρόμους ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ θεία χάρη, γιὰ νὰ σώσει ψυχές. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη φιλοῦσα κι᾿ ἐγὼ τὰ πόδια τοῦ Γέροντα, ὅπως ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεββάτι, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτῶ.
Δημοσίευση σχολίου