Σε μια συζήτηση με μαθητές άκουσα για μια ακόμη φορά τις γνωστές επιφυλάξεις-κατηγορίες-προβληματισμούς για την Εκκλησία. Τα
οικονομικά σκάνδαλα, η περιουσία, τα χρυσά στα άμφια και τα στολίδια
των επισκόπων, η γλώσσα, αναπαραγωγές στερεοτύπων των μεγάλων, της
τηλεόρασης και των ΜΜΕ, όλα ως δικαιολογίες γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί
να αγγίξει τη νέα γενιά. Ατολμία και
αδιαφορία για να ψάξουν τα παιδιά ποια είναι η Εκκλησία και τι εκφράζει,
ποιος είναι ο λόγος του Χριστού και γιατί αυτός ο λόγος ήταν, είναι και
θα είναι επίκαιρος.
Η
πρώτη μου αντίδραση αυθόρμητα με κάνει να θέλω να πω ότι δεν φταίνε τα
παιδιά. Φταίμε εμείς οι παπάδες που δεν είμαστε αυτό που θα έπρεπε,
φταίνε οι γονείς που μεταφέρουν τις προκαταλήψεις τους, την αδιαφορία
τους για τις αξίες με τις οποίες θα έπρεπε να μεγαλώνουν τα παιδιά τους,
ακόμη και για την απουσία τους από τη ζωή τους, που κάνει τα παιδιά να
μην συζητούν στα σπίτια τους για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Φταίει η
τηλεόραση, που παίζει τα παιχνίδια της κάνοντας τα παιδιά να μην έχουν
προσωπική άποψη, αλλά όντας ευκολόπιστα, να σαρώνουν τα πάντα για να
δικαιολογήσουν την αδιαφορία τους. Φταίει το σχολείο, οι θεολόγοι που
δίνουν γνώσεις, αλλά όχι ζεστασιά, που δεν ζούνε οι ίδιοι τη ζωή της
Εκκλησίας με χαρά, για να βγάλουν αυτή τη χαρά στη ζωή των μαθητών τους.
Όλοι φταίνε, εκτός από τα παιδιά.
Καθώς προχωρούσε η συζήτηση, μία σκέψη τριβέλιζε το μυαλό μου. Ως πότε θα αθωώνουμε, θα λειτουργούμε προστατευτικά έναντι των παιδιών, θα δικαιολογούμε, θα ωθούμε τα παιδιά να συνεχίζουν να παραμένουν στην μακαριότητά τους; Γιατί όλο αυτό το «κατηγορώ», σε πολλές περιπτώσεις δικαιολογημένο, δεν επαρκεί, για να ερμηνεύσουμε ένα φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει πλέον την εποχή μας. Έχουμε εκχωρήσει τις ευθύνες μας στους άλλους και συνεχίζουμε αμέριμνοι τα προγράμματά μας, τις ζωές μας, δικαιολογούμε τον εαυτό μας για τα λάθη, τις αποτυχίες, τις αμαρτίες μας, ακόμη και έναντι του Θεού είμαστε «εντάξει», δεν φταίμε σε τίποτα. Κι Εκείνος είναι «υποχρεωμένος» να αποδεχθεί τις δικαιολογίες μας, γιατί ο Θεός είναι αγάπη.
Ο Αββάς Αλώνιος, στο Γεροντικό, λέει: «Αν δεν πη ο άνθρωπος στην καρδιά του, εγώ μονάχος και ο Θεός είμαστε στον κόσμο, δεν θα βρη ανάπαυση». Δεν θα κρατήσω την ερμηνεία του θείου έρωτα. Θα το δω στην προοπτική τη δική μας. Αν δεν αναλάβουμε την ευθύνη να πάρουμε απόφαση τι είναι για μας ο Θεός, τι ο εαυτός μας, τι ο κόσμος, δεν θα βρούμε ανάπαυση. Αν για όλα πάντα θα φταίνε οι άλλοι (και όντως φταίνε σε πολλά), τότε θα παραμένουμε «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», αποχαυνωμένοι και ευχαριστημένοι που έχουμε δικαιολογία για να συνεχίζουμε να ζούμε όπως ζούμε και να ονειρευόμαστε ότι θα επανέλθει το υπό κατάρρευσιν υπερκαταναλωτικό όνειρό μας.
Είπα στα παιδιά, όταν με ρώτησαν, γιατί είμαι στην Εκκλησία, γιατί είμαι Ορθόδοξος σήμερα, ότι στην Εκκλησία βρήκα τον μοναδικό εκείνο χώρο και τρόπο στον οποίο η αγάπη, όχι για έναν αλλά για όλους, για το Θεό και τον άνθρωπο, δεν είναι αδυναμία. Μόνο στην Εκκλησία σου αναγνωρίζεται το δικαίωμα και η χαρά να αγαπάς. Με τα λάθη και τις αδυναμίες σου, τις πτώσεις και τις αναστάσεις σου. Σε κανέναν χώρο εγώ, τουλάχιστον, δεν συνάντηση την αντίληψη ότι να αγαπάς δεν είναι ντροπή, ότι ο δρόμος σου είναι «με το σταυρό στο χέρι» και επιτέλους αυτό δεν είναι κακό.
Δεν ξέρω αν κάποιοι από τους μαθητές προβληματίστηκαν. Μάλλον ξέρω ότι σε κάποιον νέο διάλογο πάλι για τις περιουσίες και τα σκάνδαλα θα μιλάμε. Πόσες μερίδες φαγητό δίνει η Εκκλησία, πόσα ιδρύματα λειτουργεί, πόσα κουδούνια ηχούν στις στολές των δεσποτάδων και πόσο αξίζουν τα δεσποτικά εγκόλπια, ότι η γλώσσα δεν επιτρέπει στο νέο να λειτουργηθεί, να συναντήσει δηλαδή τον συνάνθρωπό του στο σώμα του Χριστού και να τον αγαπήσει, ανταποκρινόμενος στην αγάπη του Χριστού. Ωστόσο, έκλεισα τη συζήτηση με τους μαθητές λέγοντάς τους ότι αξίζει να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη της ζωής τους, να έχουν ιδία εικόνα για ό,τι απορρίπτουν και ότι μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, αν τολμήσουν, θα βρούνε ανθρώπους για να μοιραστούν μαζί τους τον προβληματισμό τους.
Και σε κάποιον δεκαπεντάχρονο που επανέλαβε ότι έχουμε αποτύχει όλοι οι μεγάλοι και ότι ήθελε να του πω έναν λόγο για να τον πείσω να έρθει στην Εκκλησία, απάντησα ότι εγώ δεν βρίσκω για λογαριασμό του κανέναν λόγο ούτε τον θέλω στην Εκκλησία. Αν όμως εκείνος βρει, η χαρά μου θα ήταν πολύ μεγάλη και η πόρτα της Εκκλησίας ανοιχτή για κείνον.
Κυριακή της Ορθοδοξίας. Δόγματα, εικόνες, αιρετικοί, αναθέματα, συνοδικά, περηφάνια που είμαστε Ορθόδοξοι, επιθέσεις σε όλους τους άλλους, η Ορθοδοξία κινδυνεύει...
Σ’ αυτήν την καταιγίδα ο λόγος του Αββά ηχεί στην ψυχή μου: «Αν δεν πη ο άνθρωπος στην καρδιά του, εγώ μονάχος και ο Θεός είμαστε στον κόσμο, δεν θα βρη ανάπαυση».
Εύχου, Αββά, να τον πω, να τον ζήσω τον λόγο σου, να μετρήσω την Ορθοδοξία μου στο πρίσμα αυτού του λόγου, να βρω ανάπαυση και μετά να συναντώ τους όποιους άλλους. Με ευθύνη για τη ζωή μου. Αγαπώντας, αλλά όχι υπερπροστατεύοντας και αθωώνοντας.
Και πρωτίστως, κοινωνώντας το Χριστό, στην συνάντηση του σώματος, στη λειτουργία και την προσευχή, στο μοίρασμα, στον κόκκο της μετάνοιας που θα ήθελα να κάνει την καρδιά μου να καρπίσει.
Καθώς προχωρούσε η συζήτηση, μία σκέψη τριβέλιζε το μυαλό μου. Ως πότε θα αθωώνουμε, θα λειτουργούμε προστατευτικά έναντι των παιδιών, θα δικαιολογούμε, θα ωθούμε τα παιδιά να συνεχίζουν να παραμένουν στην μακαριότητά τους; Γιατί όλο αυτό το «κατηγορώ», σε πολλές περιπτώσεις δικαιολογημένο, δεν επαρκεί, για να ερμηνεύσουμε ένα φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει πλέον την εποχή μας. Έχουμε εκχωρήσει τις ευθύνες μας στους άλλους και συνεχίζουμε αμέριμνοι τα προγράμματά μας, τις ζωές μας, δικαιολογούμε τον εαυτό μας για τα λάθη, τις αποτυχίες, τις αμαρτίες μας, ακόμη και έναντι του Θεού είμαστε «εντάξει», δεν φταίμε σε τίποτα. Κι Εκείνος είναι «υποχρεωμένος» να αποδεχθεί τις δικαιολογίες μας, γιατί ο Θεός είναι αγάπη.
Ο Αββάς Αλώνιος, στο Γεροντικό, λέει: «Αν δεν πη ο άνθρωπος στην καρδιά του, εγώ μονάχος και ο Θεός είμαστε στον κόσμο, δεν θα βρη ανάπαυση». Δεν θα κρατήσω την ερμηνεία του θείου έρωτα. Θα το δω στην προοπτική τη δική μας. Αν δεν αναλάβουμε την ευθύνη να πάρουμε απόφαση τι είναι για μας ο Θεός, τι ο εαυτός μας, τι ο κόσμος, δεν θα βρούμε ανάπαυση. Αν για όλα πάντα θα φταίνε οι άλλοι (και όντως φταίνε σε πολλά), τότε θα παραμένουμε «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», αποχαυνωμένοι και ευχαριστημένοι που έχουμε δικαιολογία για να συνεχίζουμε να ζούμε όπως ζούμε και να ονειρευόμαστε ότι θα επανέλθει το υπό κατάρρευσιν υπερκαταναλωτικό όνειρό μας.
Είπα στα παιδιά, όταν με ρώτησαν, γιατί είμαι στην Εκκλησία, γιατί είμαι Ορθόδοξος σήμερα, ότι στην Εκκλησία βρήκα τον μοναδικό εκείνο χώρο και τρόπο στον οποίο η αγάπη, όχι για έναν αλλά για όλους, για το Θεό και τον άνθρωπο, δεν είναι αδυναμία. Μόνο στην Εκκλησία σου αναγνωρίζεται το δικαίωμα και η χαρά να αγαπάς. Με τα λάθη και τις αδυναμίες σου, τις πτώσεις και τις αναστάσεις σου. Σε κανέναν χώρο εγώ, τουλάχιστον, δεν συνάντηση την αντίληψη ότι να αγαπάς δεν είναι ντροπή, ότι ο δρόμος σου είναι «με το σταυρό στο χέρι» και επιτέλους αυτό δεν είναι κακό.
Δεν ξέρω αν κάποιοι από τους μαθητές προβληματίστηκαν. Μάλλον ξέρω ότι σε κάποιον νέο διάλογο πάλι για τις περιουσίες και τα σκάνδαλα θα μιλάμε. Πόσες μερίδες φαγητό δίνει η Εκκλησία, πόσα ιδρύματα λειτουργεί, πόσα κουδούνια ηχούν στις στολές των δεσποτάδων και πόσο αξίζουν τα δεσποτικά εγκόλπια, ότι η γλώσσα δεν επιτρέπει στο νέο να λειτουργηθεί, να συναντήσει δηλαδή τον συνάνθρωπό του στο σώμα του Χριστού και να τον αγαπήσει, ανταποκρινόμενος στην αγάπη του Χριστού. Ωστόσο, έκλεισα τη συζήτηση με τους μαθητές λέγοντάς τους ότι αξίζει να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη της ζωής τους, να έχουν ιδία εικόνα για ό,τι απορρίπτουν και ότι μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, αν τολμήσουν, θα βρούνε ανθρώπους για να μοιραστούν μαζί τους τον προβληματισμό τους.
Και σε κάποιον δεκαπεντάχρονο που επανέλαβε ότι έχουμε αποτύχει όλοι οι μεγάλοι και ότι ήθελε να του πω έναν λόγο για να τον πείσω να έρθει στην Εκκλησία, απάντησα ότι εγώ δεν βρίσκω για λογαριασμό του κανέναν λόγο ούτε τον θέλω στην Εκκλησία. Αν όμως εκείνος βρει, η χαρά μου θα ήταν πολύ μεγάλη και η πόρτα της Εκκλησίας ανοιχτή για κείνον.
Κυριακή της Ορθοδοξίας. Δόγματα, εικόνες, αιρετικοί, αναθέματα, συνοδικά, περηφάνια που είμαστε Ορθόδοξοι, επιθέσεις σε όλους τους άλλους, η Ορθοδοξία κινδυνεύει...
Σ’ αυτήν την καταιγίδα ο λόγος του Αββά ηχεί στην ψυχή μου: «Αν δεν πη ο άνθρωπος στην καρδιά του, εγώ μονάχος και ο Θεός είμαστε στον κόσμο, δεν θα βρη ανάπαυση».
Εύχου, Αββά, να τον πω, να τον ζήσω τον λόγο σου, να μετρήσω την Ορθοδοξία μου στο πρίσμα αυτού του λόγου, να βρω ανάπαυση και μετά να συναντώ τους όποιους άλλους. Με ευθύνη για τη ζωή μου. Αγαπώντας, αλλά όχι υπερπροστατεύοντας και αθωώνοντας.
Και πρωτίστως, κοινωνώντας το Χριστό, στην συνάντηση του σώματος, στη λειτουργία και την προσευχή, στο μοίρασμα, στον κόκκο της μετάνοιας που θα ήθελα να κάνει την καρδιά μου να καρπίσει.
Δημοσίευση σχολίου