«Κατοικία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ὑπομονή, ἐπειδή μέσα σ᾿ αὐτήν
ζεῖ ἐξασφαλισμένη, καί τροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ταπείνωση, ἐπειδή μ᾿ αὐτήν
τρέφεται», λέει ὁ ὅσιος Ἠλίας ὁ Ἔκδικος1.
Ὅταν ἀκριβῶς τρέφεται ἡ ψυχή μέ τήν ἁγία τροφή τῆς ταπεινώσεως, μπορεῖ νά
παραμένει στήν ἁγία κατοικία τῆς ὑπομονῆς. Ὅταν ἡ τροφή αὐτή εἶναι ἀνεπαρκής,
τότε ἡ ψυχή βγαίνει ἀπό τό σπίτι τῆς ὑπομονῆς. Καί τότε σάν ἀνεμοστρόβιλος ἡ
ταραχή τήν ἁρπάζει, τήν παρασύρει καί τή ζαλίζει. Μέσα της ξεσηκώνονται σάν
κύματα διάφοροι ἐμπαθεῖς λογισμοί καί ἐμπαθή αἰσθήματα, πνίγοντάς την στά βάθη
σκοτεινῶν καί ἁμαρτωλῶν φαντασιῶν, λόγων καί πράξεων. Ἔτσι ἡ ψυχή καταντᾶ σέ
κατάσταση ἀδυναμίας, σκοτισμοῦ καί ἀκηδίας, πέφτοντας συχνά στό βάραθρο τῆς
θανάσιμης ἀπελπισίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς διαλύσεως.
Τότε πρέπει νά προμηθευτεῖς τήν ἀπαραίτητη τροφή.
Ἀπόκτησε καί πολλαπλασίασε μέσα σου ταπεινές σκέψεις καί ταπεινά αἰσθήματα. Τή
μορφή τῆς ταπεινώσεως πού μᾶς προετοιμάζει γιά νά κάνουμε ὑπομονή στίς θλίψεις,
προτοῦ αὐτές ἔρθουν, ἀλλά καί πού μᾶς κάνει ἱκανούς νά σηκώσουμε μέ ἀμείωτη ὑπομονή
τίς θλίψεις, ὅταν αὐτές ἔρθουν, οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ὀνομάζουν αὐτομεμψία.
Αὐτομεμψία εἶναι ἡ ἐνοχοποίηση καί κατάκριση τοῦ ἑαυτοῦ
μας γιά τήν ἁμαρτωλότητά του, μιά κατάσταση κοινή σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γιά
τήν οἰκείωση τῆς αὐτομεμψίας ὠφέλιμο εἶναι νά θυμόμαστε καί νά ἀναλογιζόμαστε
ἕνα-ἕνα τά ἁμαρτήματά μας, ἐκτός ἀπό τά σαρκικά, πού τή λεπτομερή ἐπαναφορά
τους στή μνήμη μας πρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες2, ὡς ἐπιζήμια, ἐπειδή
αὐτή μπορεῖ νά ξαναφουντώσει μέσα μας τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτωλῆς ἡδονῆς.
Ἡ αὐτομεμψία εἶναι μοναχική ἐργασία, ἐργασία νοερή, πού
ἐναντιώνεται καί ἀντιδρᾶ στή νοσηρή τάση τῆς πεσμένης φύσεως τῶν ἀνθρώπων
–ὅλων, ἀκόμα κι ἐκείνων πού κατάφωρα ἁμαρτάνουν– νά παρουσιάζονται σάν δίκαιοι
καί μέ κάθε ἀπατηλό τρόπο νά ὑπερασπίζουν τήν ἀθωότητά τους. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι
ἄσκηση βίας στή φύση μας, ὅπως καί ἡ προσευχή καί οἱ ἄλλες μοναχικές ἀσκήσεις·
γιατί «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τή βία κερδίζεται, καί τήν κατακτοῦν αὐτοί πού
ἀσκοῦν βία στόν ἑαυτό τους»3.
Στήν αρχή ἡ αὐτομεμψία εἶναι μηχανική, γίνεται δηλαδή μέ
τή γλώσσα ἤ μέ τόν νοῦ, χωρίς ἀντίστοιχη συναίσθηση τῆς καρδιᾶς ἤ καί ἀντίθετα
σ᾿ αὐτήν. Σιγά-σιγά, ὅμως, ἡ καρδιά ἀρχίζει νά συναισθάνεται τά λόγια ἤ τούς
λογισμούς τῆς αὐτομεμψίας. Καί τελικά ἡ αὐτομεμψία θά φτάσει νά ξεχύνεται
αὐθόρμητα ἀπό τήν ψυχή μαζί μέ τό πένθος. Ὅταν γίνει αὐτό, ὁ ἀγωνιστής θεωρεῖ
ἀσήμαντα ἤ δέν βλέπει καθόλου τά ἐλαττώματα καί τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων· εἶναι
εἰρηνικός μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί σέ ὅλες τίς συνθῆκες· συγκεντρώνει τούς
λογισμούς του, πού ὥς τότε ἦταν σκορπισμένοι ἐδῶ κι ἐκεῖ, στό ἔργο τῆς
μετάνοιας· ἀποκτᾶ προσεκτική καί κατανυκτική προσευχή· γεμίζει ἀπό πνευματικό
θάρρος καί ὁπλίζεται μέ τήν ἀκαταμάχητη δύναμη τῆς ὑπομονῆς.
Ταπεινές σκέψεις αὐτομεμψίας βρίσκονται ἄφθονες σ᾿ ὅλα τά
προσευχητάρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Οἱ μοναχοί, πάντως, καθημερινά ἀσκοῦνται
στήν αὐτομεμψία. Μέσω αὐτῆς ἀγωνίζονται νά συνειδητοποιήσουν τήν ἁμαρτωλότητά
τους, μολονότι ἡ φθαρμένη ἀνθρώπινη φύση δέν θέλει νά παραδεχθεῖ καί νά
οἰκειωθεῖ αὐτή τήν ἀλήθεια. Γιά ὅλους τούς μοναχούς εἶναι ὠφέλιμη ἡ αὐτομεμψία,
τόσο γιά τούς ἀρχάριους ὅσο καί γιά τούς προχωρημένους, τόσο γιά τούς
κοινοβιάτες ὅσο καί γιά τούς ἡσυχαστές. Γιά τούς τελευταίους, τό πιό ἐπικίνδυνο
πάθος, τό πάθος πού μπορεῖ νά καταστρέψει ὅλη τήν πνευματική τους ἐργασία,
εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη4.
Ἔτσι, ἀπεναντίας, ἡ πιό βασική ἀρετή πάνω στήν ὁποία θεμελιώνονται καί
στηρίζονται ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές τους, εἶναι ἡ αὐτομεμψία. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖνος ὁ
ἡσυχαστής ἀββάς τοῦ ὄρους τῆς Νιτρίας εἶπε ὅτι παντοτινό μέλημά του ἦταν νά
κατηγορεῖ καί νά κατακρίνει τόν ἑαυτό του5.
Ἡ αὐτομεμψία, στήν πληρότητα καί τήν καθαρότητά της,
ξεριζώνει ὁλοκληρωτικά ἀπό τήν καρδιά τήν κακία, τήν κατάκριση καί τήν
ὑποκρισία. Αὐτές δἐν παύουν νά ζοῦν στήν καρδιά, ὅσο βρίσκει τόπο μέσα της ἡ
αὐτοδικαίωση. Ὁ ὅσιος Ποιμήν ὁ Μέγας λέει πώς ἡ ἀποφυγή τῆς κακολογίας εἶναι
δυνατή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος σέ κάθε περίπτωση θεωρεῖ ἀξιοτίμητο τόν πλησίον καί
ἀξιοκατάκριτο τόν ἑαυτό του6.
Καί ὁ Σωτήρας μας ἀποκαλεῖ ὑποκριτή ἐκεῖνον πού κατακρίνει τόν πλησίον7.
Μέ τήν αὐτομεμψία ὁ ἡσυχαστής, βλέποντας τούς ἄλλους σάν
ἁγίους καί ἀγγέλους καί τόν ἑαυτό του σάν τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, βυθίζεται
στήν ἄβυσσο τῆς διαρκοῦς κατανύξεως.
Ἐξαίρετα παραδείγματα βρίσκουμε στούς θρηνητικούς λόγους
τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα καί στόν 80ό λόγο τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, πού
ἀπευθύνεται γενικά στούς ἡσυχαστές, ἔβαλε σ᾿ αὐτόν τόν λόγο τήν ἑξῆς ἐπικεφαλίδα:
«Ἡμερήσιο ὑπόμνημα, ἀπόλυτα ἀναγκαῖο καί χρήσιμο γι᾿ αὐτόν πού ἡσυχάζει στό
κελλί του καί προσέχει μόνον τόν ἑαυτό του».
Λέει, λοιπόν:
«Κάποιος ἀδελφός ἔγραψε τά ἀκόλουθα καί τά τοποθέτησε
μπροστά του, γιά νά τά θυμᾶται πάντα:
» “Ντροπιασμένε ἄνθρωπε, ξόδεψες τή ζωή σου ἀνόητα, καί
σοῦ ἀξίζει κάθε τιμωρία. Προφυλάξου τουλάχιστον αὐτή τήν ἡμέρα, τήν τελευταία
ἀπό τίς ἡμέρες σου, πού τίς πέρασες μάταια, ἄδειες ἀπό καλά καί πλούσιες σέ
κακά. Μή ρωτήσεις γιά τόν κόσμο καί τήν κατάστασή του μήτε γιά τούς μοναχούς
καί τίς ὑποθέσεις τους ἤ ἀκόμα καί τό μέγεθος τῆς ἀσκητικῆς τους ἐργασίας· γιά
τίποτε ἀπ᾿ αὐτά μή νοιαστεῖς. Βγῆκες ἀπό τόν κόσμο μέ μυστήριο καί θεωρήθηκες
νεκρός γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Νά μή ζήσεις πιά, λοιπόν, γιά τόν κόσμο οὔτε γιά
τά πράγματα τοῦ κόσμου, γιά νά βρεῖς ἀνάπαυση καί νά ζήσεις ἑνωμένος μέ τόν
Χριστό.
» Γίνε ἕτοιμος νά δεχθεῖς ἀπ᾿ ὅλους κάθε ἐξευτελισμό,
κάθε βρισιά, κάθε χλευασμό, κάθε κατηγορία. Καί ὅλα αὐτά νά τά δέχεσαι μέ χαρά,
μέ τή σκέψη ὅτι πράγματικά τά ἀξίζεις. Σήκωσε μέ ὑπομονή καί κάθε πόνο, κάθε
θλίψη,κάθε κίνδυνο πού προέρχεται ἀπό τούς δαίμονες, τῶν ὁποίων πρόθυμα ἔκανες
τό θέλημα. Μέ γενναιότητα ἀντιμετώπισε, ἐπίσης, κάθε ἀνάγκη, κάθε δύσκολη
περίσταση, κάθε πίκρα. Κάνε ὑπομονή, ἔχοντας πεποίθηση στόν Θεό, καί ὅταν στερεῖσαι
τίς ἀναγκαῖες τροφές τοῦ σώματος, πού σέ λίγο θά μεταβληθοῦν σέ κοπριά.
»”Καί ὅλα τοῦτα νά τά δέχεσαι ἀγόγγυστα, μέ ἐλπίδα στόν
Θεό, μήν περιμένοντας λύτρωση ἀπό ἀλλοῦ, μήν περιμένοντας παρηγοριά ἀπό ἄλλον. Ἀπόθεσε
τίς ἔγνοιες σου στόν Κύριο καί κατάκρινε τόν ἑαυτό σου ὡς αἴτιο ὅλων τῶν
πειρασμῶν σου. Ἀπό τίποτα νά μήν σκανδαλιστεῖς καί κανέναν ἀπ᾿ ὅσους σέ λυποῦν
νά μήν κατηγορήσεις. Γιατί ἔφαγες ἀπό τούς καρπούς τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου
καί ἀπέκτησες διάφορα πάθη. Δέξου, λοιπόν, μέ χαρά τίς πίκρες, γιά νά
ταρακουνηθεῖς λίγο καί ὕστερα νά γλυκαθεῖς.
»”Ἀλίμονο σ᾿ ἐσένα καί στή βρωμερή δόξα σου! Ἄφησες τόν
ἑαυτό σου, λές καί δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτος, ἐνῶ εἶναι γεμάτος ἀπό κάθε
ἁμαρτία, καί κατέκρινες ἄλλους μέ τά λόγια ἤ τούς λογισμούς. Σέ ἱκανοποιεῖ,
ναί, σέ ἱκανοποιεῖ αὐτή ἡ τροφή, τροφή γιά γουρούνια, μέ τήν ὁποία τρέφεσαι ὥς
τώρα. Τί σχέση ἔχεις ἐσύ μέ τούς ἀνθρώπους, βρωμιάρη; Δέν ντρέππεσαι νά
συναναστρέφεσαι μ᾿ αὐτούς, ἀφοῦ ἔδειξες τόσο ἄλογη διαγωγή; Ἄν τά προσέξεις
αὐτά καί τά κρατήσεις ὅλα, ἴσως νά σωθεῖς μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά,
θά καταλήξεις στόν σκοτεινό τόπο καί στά σκηνώματα τῶν δαιμόνων, τῶν ὁποίων τό
θέλημα ἔκανες ἀσύστολα. Νά, σέ προειδοποίησα γιά ὅλα αὐτά. Ἄν ὁ Θεός ἐνεργήσει
δίκαια καί σοῦ ἀνταποδώσει τίς προσβολές καί τίς μομφές, τίς ὁποῖες σκέφτηκες ἤ
καί ξεστόμισες ἐναντίον Του μέχρι σήμερα, ὁ κόσμος ὅλος θά ἀσχοληθεῖ μ᾿ ἐσένα.
Διορθώσου, λοιπόν, ἀπ᾿ αὐτή τή στιγμή καί σήκωσε ὑπομονετικά τίς πικρές
ἀνταμοιβές πού σέ πλησιάζουν”.
»Ὅλα αὐτά τά θύμιζε στόν ἑαυτό του ὁ ἀδελφός κάθε μέρα,
ὥστε, ὅταν θά τόν ἔβρισκε πειρασμός ἤ θλίψη, νά μπορέσει νά κάνει ὑπομονή,
εὐχαριστώντας τόν Θεό, κι ἔτσι νά ὠφεληθεῖ.
»Μακάρι νά ὑπομείνουμε κι ἐμεῖς τίς μελλοντικές μας
θλίψεις, εὐχαριστώντας τόν φιλάνθρωπο Θεό, γιά νά ὠφεληθοῦμε μέ τή χάρη Του»8.
Ἡ αὐτομεμψία ἔχει μιά χαρακτηριστική, μυστική καί
ἐξαιρετικά ὠφέλιμη ἰδιότητα: Ξαναφέρνει στή μνήμη μας καί τά ἁμαρτήματα ἐκεῖνα
τά ὁποῖα εἴχαμε ἐντελῶς λησμονήσει ἤ στά ὁποῖα δέν εἴχαμε δώσει καμιά προσοχή.
Ὅσο ἀσκεῖται κανείς στήν αὐτομεμψία, τόσο ἀποκτᾶ τή
συνήθεια νά κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του. Καί ἐκεῖνος πού ἔκανε ὁριστικό του κτῆμα
αὐτή τή συνήθεια, ὅταν βρεθεῖ ἀντιμέτωπος μέ ὁποιαδήποτε συμφορά, τή δέχεται
ἀβίαστα σάν δίκαιη ἀνταμοιβή γιά τίς ἁμαρτίες του. Ἡ συνήθεια τῆς αὐτομεμψίας,
βλέπετε, ἐνεργεῖ αὐτόματα μέσα του σέ κάθε κακό πού τόν βρίσκει.
«Ἡ αἰτία κάθε ταραχῆς», λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος, «ἄν
καλοεξετάσουμε τήν ὑπόθεση, εἶναι ἡ ἔλλειψη, αὐτόμεμψίας. Γι᾿ αὐτό νιώθουμε
τόση κατάθλιψη, γι᾿ αὐτό δέν βρίσκουμε ποτέ ἀνάπαυση. Ἔτσι, δέν εἶναι παράξενο
τό ὅτι ἀκοῦμε ἀπ᾿ ὅλους τούς ἁγίους νά λένε: “Δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἐκτός
ἀπ᾿ αὐτόν”9. Βλέπουμε,
ἄλλωστε, ὅτι κανένας ἀπ᾿ ὅσους ἀκολούθησαν ἄλλο δρόμο δέν βρῆκε ἀνάπαυση. Καί
περιμένουμε ἐμεῖς νά βροῦμε ἀνάπαυση ἤ νά κρατηθοῦμε στόν σωστό δρόμο, μή
θέλοντας ποτέ νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας; Πράγματι, ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄνθρωπος
πετύχει πολλά πνευματικά κατορθώματα, δέν πορευθεῖ ὅμως μέσα στόν δρόμο τῆς
αὐτομεμψίας, ποτέ δέν θά πάψει νά στενοχωρεῖ καί νά στενοχωριέται καί νά χάνει
ὅλους τούς κόπους του. Ἀπεναντίας, ποιά χαρά καί ποιάν ἀνάπαυση δέν ἔχει, ὅπου
κι ἄν βρεθεῖ, ἐκεῖνος πού μέμφεται τόν ἑαυτό του, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββάς
Ποιμήν10; Γιατί, ὅ,τι
κι ἄν τοῦ συμβεῖ, ζημιά ἤ ἀτίμωση ἤ ὁποιαδήποτε στενοχώρια, ποτέ δέν ταράζεται,
θεωρώντας προκαταβολικά τόν ἑαυτό του ἄξιο κάθε κακοῦ. Ὑπάρχει μεγαλύτερη
ἀνάπαυση ἀπ᾿ αὐτήν;
»Ἀλλά μπορεῖ νά πεῖ κάποιος: “. Ἄν μέ στενοχωρεῖ ἕνας
ἀδελφός κι ἐγώ, ψάχνοντας μέσα μου, βρίσκω ὅτι δέν τοῦ ἔδωσα καμιάν ἀφορμή, πῶς
μπορῶ νά κατηγορήσω τόν ἑαυτό μου;”. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς, ἄν ἐξετάσει κανείς
τόν ἑαυτό του μέ φόβο Θεοῦ, ὁπωσδήποτε θά βρεῖ ὅτι ἔδωσε ἀφορμή εἴτε μέ πράξη
εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ κάποια κίνηση. Μά κι ἄν ἀκόμα βλέπει, ὅπως λέει, ὅτι ὁ
ἴδιος δέν ἔδωσε καμίαν ἀπολύτως ἀφορμή στή συγκεκριμένη περίπτωση, ἴσως νά τόν
στενοχώρησε κάποιαν ἄλλη φορά, εἴτε γιά τό ἴδιο θέμα εἴτε γιά κάποιο ἄλλο, ἤ
ἴσως νά στενοχώρησε κάποιον ἄλλον ἀδελφό, καί ἔπρεπε νά ὑποφέρει γι᾿ αὐτό ἤ,
ὅπως πολλές φορές συμβαίνει, καί γιά κάποιαν ἄλλη ἁμαρτία. Ἔτσι, ἄν κανείς,
ὅπως εἶπα, ἐξετάσει τή συνείδησή του μέ ἀκρίβεια, θά βρεῖ ὁπωσδήποτε ὅτι εἶναι
ἔνοχος»11.
Τί θαυμαστό! Ἐνῶ ἀρχίζουμε νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας
μηχανικά καί μέ τήν ἄσκηση βίας, φτάνουμε τελικά σέ τόσο πειστική καί τόσο
δραστική αὐτομεμψία, πού μέ τή βοήθειά της ὑπομένουμε ὄχι μόνο τίς συνηθισμένες
θλίψεις ἀλλά καί τίς μεγαλύτερες συμφορές. Οἱ δοκιμασίες δέν ἔχουν
ἀντικειμενικό βάρος γι᾿ αὐτόν πού ἀγωνίζεται ἀποτελεσματικά· τίς αἰσθάνεται ὅλο
καί ἐλαφρότερες, ἀνάλογα μέ τήν προκοπή του. Γιατί ὅσο προοδεύει ἡ ψυχή, τόσο
παίρνει δύναμη καί μπορεῖ νά βαστάζει ὅσα τή βρίσκουν12. Ἡ δύναμη αὐτή εἶναι
ἀκριβῶς ἡ ὑπομονή, πού ριζώνει βαθιά στήν καρδιά μέ τή βοήθεια τῆς ταπεινώσεως.
Ἡ ἀταλάντευτη πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐνισχύει τήν
ὑπομονή καί ἑδραιώνει στήν ψυχή τήν αὐτομεμψία. «Ἕνα ζευγάρι σπουργίτια δέν
πουλιέται γιά ἕνα μόνο ἀσσάριο;», εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές Του. «Καί ὅμως,
οὔτε ἕνα ἀπ᾿ αὐτά δέν πέφτει στή γῆ χωρίς νά τό θέλει ὁ Πατέρας σας. Ὅσο γιά
σᾶς, ὁ Θεός ἔχει μετρημένες ἀκόμα καί τίς τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ σας. Μή
φοβηθεῖτε, λοιπόν!»13.
Μ᾿ αὐτά τά λόγια ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἔδειξε τήν ἄγρυπνη φροντίδα τοῦ Θεοῦ
–γιατί μόνο ὁ παντοκράτορας καί παντοδύναμος Θεός μπορεῖ νά ἔχει τέτοια
φροντίδα– γιά τούς δούλους καί τούς ὑπηρέτες Του. Ἡ φροντίδα αὐτή τοῦ Θεοῦ μᾶς
ἔχει λυτρώσει ἀπό κάθε μικρόψυχη μέριμνα καί κάθε φόβο γιά τόν ἑαυτό μας, φόβο
πού ἐμπνέει ἡ ἀπιστία. «Ταπεινῶστε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας κάτω ἀπό τή δύναμη
τοῦ Θεοῦ, γιά νά σᾶς ἐξυψώσει τήν ὥρα τῆς Κρίσεως. Ἀφῆστε ὅλες σας τίς
φροντίδες σ᾿ Αὐτόν, γιατί Αὐτός φροντίζει γιά σᾶς»14.
Ὅταν μᾶς βρίσκουν θλίψεις, ὁ Θεός τό βλέπει. Αὐτό
συμβαίνει ὄχι μόνο μέ παραχώρησή Του, ἀλλά καί μέσα στά πλαίσια τῆς παναγίας
πρόνοιάς Του γιά μᾶς. Ἐπιτρέπει νά ταλαιπωρηθοῦμε λίγο γιά τίς ἁμαρτίες μας
ἐδῶ, προκειμένου νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν αἰώνια ταλαιπωρία. Συχνά συμβαίνει νά
παραμένει ἄγνωστη στούς ἀνθρώπους μιά κρυφή καί βαριά ἁμαρτία μας. Ἔτσι δέν
τιμωρούμαστε, σκεπασμένοι ἀπό τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Τόν ἴδιο καιρό ἤ μετά
τήν παρέλευση κάποιου χρονικοῦ διαστήματος μπορεῖ νά ὑποφέρουμε, φαινομενικά
ἀναίτια καί ἄδικα, λόγω μιᾶς συκοφαντίας ἤ ὑποφέρουμε γιά κάποια κρυφή ἁμαρτία
μας. Ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός, πού σκέπασε αὐτή τήν ἁμαρτία, μᾶς παρέχει τή
δυνατότητα νά στεφανωθοῦμε μέ τό στεφάνι τῶν μαρτύρων, ὑπομένοντας τή
συκοφαντία, καί συνάμα νά καθαριστοῦμε ἀπό τό κρυφό ἁμάρτημα μ᾿ αὐτή τήν
τιμωρία. Ἄς δοξάσουμε, λοιπόν, τήν παναγία πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἄς ταπεινωθοῦμε
μπροστά Του.
Διδακτικό παράδειγμα αὐτοκατακρίσεως καί αὐτομεψίας
ἑνωμένης μέ τή δοξολογία τῶν δικαίων καί φιλανθρώπων κρίσεων τοῦ Θεοῦ μᾶς
ἔδωσαν οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες, ὅταν ἦταν ριγμένοι μέσα στό καμίνι τῆς Βαβυλώνας.
«Δοξασμένος εἶσαι Κύριε, Θεέ τῶν προγόνων μας», ἔλεγαν, «καί σ᾿ Ἐσένα πρέπουν
ὕμνοι· δοξασμένο τό ὄνομα Σου σ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες. Γιατί εἶσαι δίκαιος σέ ὅλα
ὅσα μᾶς ἔκανες. Τά ἔργα Σου ὅλα εἶναι ἀληθινά. Οἱ δρόμοι Σου εἶναι ἴσιοι. Οἱ
κρίσεις Σου ὅλες εἶναι δίκαιες. Ἀλάθητες ἦταν οἱ ἀποφάσεις Σου γιά ὅλες τίς
θλίψεις πού ἔστειλες σ᾿ ἐμᾶς καί στήν Ἱερουσαλήμ, τήν ἁγία πόλη τῶν προγόνων
μας. Μέ ἀκρίβεια καί δικαιοσύνη ἀποφάσισες νά μᾶς στείλεις ὅλα αὐτά τά δεινά
ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Γιατί ἁμαρτήσαμε, ἀθετήσαμε τόν νόμο Σου καί φύγαμε
μακριά Σου. Σέ ὅλα ἁμαρτήσαμε!…»15.
Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ρίχθηκαν στό ἀναμμένο καμίνι γιά τήν πίστη τους στόν
ἀληθινό Θεό, ἀλλά δέν καίγονταν. Καθώς, λοιπόν, ἦταν μέσα στό καμίνι σάν σέ
δροσερό παλάτι, ἀναγνώριζαν καί ὁμολογοῦσαν πώς εἶχαν ἁμαρτήσει μαζί μέ τούς
ὁμογενεῖς τους Ἱουδαίους, οἱ ὁποῖοι πράγματι εἶχαν ἀποστατήσει ἀπό τόν Θεό. Ἀπό
ἀγάπη, παραδέχονταν πώς ἦταν τάχα συμμέτοχοι στά ἁμαρτήματα ἐκείνων. Καί ἀπό
ταπείνωση, ἐνῶ ἦταν ἅγιοι καί δίκαιοι, δέν ἤθελαν νά ξεχωρίσουν τόν ἑαυτό τους
ἀπό τούς ἀδελφούς τους, πού ἦταν ὑποδουλωμένοι στήν ἁμαρτία. Σ᾿ αὐτή, λοιπόν,
τήν ψυχική κατάσταση τῆς αὐτοκατακρίσεως, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης πρός τόν
πλησίον καί τῆς δικαιώσεως τῶν κρίσεων τοῦ Θεοῦ, προσεύχονταν γιά τή σωτηρία
τους.
Ἔτσι κι ἐμεῖς ἄς δοξολογοῦμε τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἄς
ὁμολογοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας κάθε φορά πού μᾶς βρίσκει κάποια συμφορά,
προσωπική ἤ κοινή. Καί στηριγμένοι σ᾿ αὐτά τά δυό θεμέλια, τή δοξολογία καί τήν
αὐτομεμψία, ἄς ἱκετεύουμε τόν Κύριο νά μᾶς ἐλεήσει.
Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στούς δούλους
τοῦ Θεοῦ, πού βαδίζουν στόν δρόμο τῶν ἐντολῶν Του, στέλνονται μεγάλες θλίψεις,
γιά νά τούς βοηθήσουν στόν ἀγώνα τους. Ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό
ἀληθινό κλῆμα, καί ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ ἀμπελουργός. Κάθε κληματόβεργά μου πού
κάνει καρπό, τήν κλαδεύει, γιά νά καρποφορήσει περισσότερο»16. Αὐτό τό κλάδεμα
γίνεται μέ τίς θλίψεις, πού ὀνομάζονται παραχωρήσεις ἤ κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿
αὐτές ἔψαλλε ὁ ἅγιος Δαβίδ: «Οἱ κρίσεις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀληθινές καί ἀποδεικνύονται
δίκαιες μέσα στούς αἰῶνες»17.
Ἄς μάθω καί ἄς πιστέψω πώς ὅλες οἱ δοκιμασίες μου ἔρχονται σύμφωνα μέ τήν
πρόνοια καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μου! Τότε θά καταλάβω πώς «οἱ κρίσεις Του θά μέ
βοηθήσουν»18 νά Τόν εὐαρεστήσω.
Ἕνα παράδειγμα γιά τό πῶς οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ βοηθοῦν
τούς δούλους Του ἐκείνους πού θέλουν νά Τόν εὐαρεστήσουν, βρίσκουμε στό
συναξάρι τοῦ ὁσίου Ξενωφῶντος. Ὁ ὅσιος Ξενοφῶν ἦταν πλούσιος ἄρχοντας καί ζοῦσε
τόν 6ο αἰώνα στήν Κωνσταντινούπολη μαζί μέ τή γυναίκα του Μαρία καί τούς δυό
γιούς του Ἀρκάδιο καί Ἰωάννη. Παρά τά πλούτη τους καί τά παιδιά τους, ἦταν πολύ
εὐσεβεῖς. Τήν ἐποχή ἐκείνη, βλέπετε, λόγω τῆς κοινῆς εὐσέβειας τῶν χριστιανῶν,
μποροῦσε κανείς νά ζήσει θεάρεστα ἀκόμα καί μέσα στόν κόσμο, κάτι πού σήμερα
πολύ δύσκολα μπορεῖ νά πραγματοποιήσει ἄν δέν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο. Ὅταν
ὁ Ἀρκάδιος καί ὁ Ἰωάννης ἔφτασαν σέ κατάλληλη ἡλικία, ὁ Ξενοφῶν τούς ἔστειλε
γιά σπουδές στή Βηρυττό τῆς Συρίας, ὅπου ὑπῆρχε τότε περίφημη Νομική Σχολή.
Κάποτε οἱ δύο νέοι ἦρθαν στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά δοῦν τόν πατέρα τους, πού
εἶχε ἀρρωστήσει σοβαρά. Τό πλοῖο, πού τούς ἔφερνε ὕστερα πίσω στή Βηρυττό,
ναυάγησε λόγω σφοδρῆς θαλασσοταραχῆς λίγο πρίν φτάσει στόν προορισμό του.
Πιασμένοι ἀπό σανίδες καί παρασυρμένοι ἀπό τά κύματα ὁ Ἀρκάδιος καί ὁ Ἰωάννης
βγῆκαν στίς ἀκτές τῆς Παλαιστίνης, σέ διαφορετικούς τόπους. Καί οἱ δύο, λές καί
ἦταν συνεννοημένοι, συνειδητοποιώντας μετά τό ναυάγιο ὅλη τή ματαιότητα τῆς
ζωῆς αὐτῆς, ἀποφάσισαν νά γίνουν μοναχοί καί ἐγκαταβίωσαν σέ διαφορετικά
μοναστήρια. Δέν συναντήθηκαν παρά ἀφοῦ πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα. Στό
μεταξύ, ὁ Ξενοφῶν καί ἡ Μαρία πληροφορήθηκαν ὅτι τό πλοῖο, μέ τό ὁποῖο
ταξίδευαν τά παιδιά τους, ναυάγησε καί ὅτι ὅλοι οἱ ἐπιβάτες χάθηκαν. Οἱ
φιλόθεοι γονεῖς δέχτηκαν τήν πικρή εἴδηση ἀγόγγυστα καί καρτερικά, ἔχοντας
ἐμπιστοσύνη στή φιλάνθρωπη κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀπό ὁλονύκτια προσευχή, εἶδαν
σέ ὅραμα τόν Ἀρκάδιο καί τόν Ἰωάννη λαμπροστεφανωμένους καί δέν ἄργησαν νά
ἀντιληφθοῦν, μέ θεία ἔμπνευση, πώς εἶχαν γίνει μοναχοί. Γνωρίζοντας, μάλιστα,
ὅτι τό πλοῖο εἶχε ναυαγήσει στά ἀνοιχτά τῆς Παλαιστίνης, ὅπου βρίσκονταν
πολυάριθμα μοναστήρια, κίνησαν γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ, πράγματι, βρῆκαν
τούς δυό γιούς τους ντυμένους μέ τό μοναχικό σχῆμα. Ὁ Ξενοφῶν καί ἡ Μαρία δέν
ξαναγύρισαν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, μ᾿ ἕναν πληρεξούσιο,
πούλησαν ὅλη τους τήν περιουσία, καί τά χρήματα, πού πῆραν ὡς ἀντίτιμο, τά
μοίρασαν στούς φτωχούς. Ὕστερα, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τῶν παιδιῶν τους,
ἔγιναν κι ἐκεῖνοι μοναχοί. Ὅλοι τους ἔφτασαν σέ μεγάλα πνευματικά μέτρα καί
τιμήθηκαν ἀπό τόν Κύριο μέ θεῖα χαρίσματα, ὅπως τό ἰαματικό καί τό προορατικό19. Δέν θά ἀξιώνονταν,
ὅμως, νά φτάσουν στά μέτρα αὐτά, ἄν ἔμεναν στόν κόσμο, παρ᾿ ὅλη τους τήν
εὐσέβεια. Ὁ Θεός, προγνωρίζοντας τήν πνευματική προκοπή τους, τούς κάλεσε μέ
τίς ἀνεξερεύνητες κρίσεις Του στήν ἀγγελική ζωή.
Ὁ δρόμος τῶν κρίσεων τοῦ Θεοῦ εἶναι γεμάτος θλίψεις, ὅπως
βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος: «Ὅποιον ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόν παιδεύει, καί μαστιγώνει
καθένα πού παραδέχεται γιά παιδί του»20.
Ἀλλά τά ἀποτελέσματα τῶν κρίσεων τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπιθυμητά καί ἀνεκτίμητα.
Ἀπό τούς βίους πολλῶν ἁγίων διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Θεός, γιά
νά βοηθήσει τούς δούλους Του στόν καλό τους ἀγώνα, τούς στέλνει θλίψεις, μέ τίς
ὁποῖες καθαρίζονται καί τελειώνονται. Μόνη της ἡ προσωπική ἄσκηση τοῦ ἀνθρώπου
δέν εἶναι ἀρκετή γιά τήν πνευματική τελείωση, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Συμεών ὁ
Νέος Θεολόγος. «Τό χρυσάφι πού ἔχει σκουριάσει σέ βάθος», γράφει, «δέν εἶναι
δυνατό διαφορετικά νά καθαριστεῖ καί νά ξαναβρεῖ τή φυσική του λαμπρότητα, παρά
μόνο ἄν ριχθεῖ στή φωτιά καί χτυπηθεῖ πολλές φορές μέ σφυριά. Ἔτσι καί ἡ ψυχή
πού διαβρώθηκε ἀπό τή σκουριά τῆς ἁμαρτίας καί ἀχρηστεύθηκε σέ βάθος, δέν
μπορεῖ διαφορετικά νά καθαριστεῖ καί νά ξαναβρεῖ τήν πρότερη ὀμορφιά της, παρά
μόνο ἄν παλέψει μέ πολλούς πειρασμούς καί ρίχθεῖ στό καμίνι τῶν θλίψεων. Αὐτό
φανερώνουν καί τά λόγια τοῦ Κυρίου μας: “Πούλησε τά ὑπάρχοντά σου καί δῶσε τά
χρήματα στούς φτωχούς”21
“καί σήκωσε τόν σταυρό σου”22
“καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις”23.
Ἐδῶ μέ τόν σταυρό ὑποδηλώνονται οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις. Τίποτα, λοιπόν,
δέν θά κερδίσουν μόνο ἀπό τήν περιφρόνηση τῶν χρημάτων καί τῶν πραγμάτων τους
ὄσοι τά ἐγκαταλείψουν καί ἀκολουθήσουν τόν μοναχικό βίο, ἄν δέν ὑπομείνουν ὥς
τό τέλος τούς πειρασμούς, τίς θλίψεις καί τίς λύπες πού ὁ Θεός θά ἐπιτρέψει νά
τούς βροῦν. Γιατί ὁ Χριστός δέν εἶπε “μέ τήν ἐγκατάλειψη τῶν πραγμάτων σας”
ἀλλά “μέ τήν ὑπομονή σας θά σώσετε τίς ψυχές σας”24 .
Εἶναι, βέβαια, φανερό πώς ἡ διανομή τῶν χρημάτων στούς
φτωχούς καί ἡ ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο εἶναι καλές καί ὠφέλιμες, ἀλλά δέν
μποροῦν αὐτές ἀπό μόνες τους, χωρίς τήν ὑπομονή στούς πειρασμούς, νά κάνουν τόν
ἄνθρωπο τέλειο, ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος μοιράζει τά χρήματά του στούς
φτωχούς καί φεύγει, ἀφήνοντας τόν κόσμο καί τά πράγματά του, μέ τήν ἐλπίδα τῆς
θεϊκῆς ἀμοιβῆς, ἔχει πολύ ἱκανοποιημένη τή συνείδησή του καί καμιά φορά ἀπό
κενοδοξία χάνει αὐτή τήν ἀμοιβή. Ὅποιος, ὅμως ἀφοῦ τά μοιράσει ὅλα στούς
φτωχούς, ὑπομένει τίς θλίψεις μέ εὐγνωμοσύνη καί δείχνει ἐγκαρτέρηση στά δεινά,
αὐτός αἰσθάνεται, βέβαια, ὅλη τους τήν πίκρα καί τήν ὀδύνη, ἀλλά καί τώρα ἔχει
τόν λογισμό ἀσφαλή καί στό μέλλον θά ἔχει τήν ἀνταπόδοση μεγάλη. Κι αὐτό, γιατί
μιμεῖται τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ καί προσδοκᾶ μέ ὑπομονή τή βοήθειά Του στίς
ἡμέρες τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων. Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ
ἀφοῦ ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο καί τά ἐγκόσμια, ἄς φροντίσουμε, ὅπως μᾶς παραγγέλλει
ὁ Κύριος καί Θεός καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, νά μποῦμε ἀπό τή στενή πύλη25, πού εἶναι ἡ ἀπάρνηση
καί ἀποφυγή τοῦ σαρκικοῦ μας φρονήματος καί θελήματος. Γιατί χωρίς νά
νεκρώσουμε τή σάρκα καί τίς ἐπιθυμίες της καί τά θελήματά της, δέν εἶναι δυνατό
νά πετύχουμε τήν ἄνεση καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά κακά οὔτε τήν ἐλευθερία πού μᾶς
δίνεται ἀπό τήν παρηγοριά τοῦ ἁγίου Πνεύματος»26.
Γιατί, λοιπόν, ἐμεῖς δεν ἐπιθυμοῦμε νά ὑποφέρουμε
θλίψεις, ἀφοῦ αὐτές τίς παραχωρεῖ ἡ θεία πρόνοια γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας,
σωτηρία στήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς καλεῖ; Ἐπειδή σ᾿ ἐμᾶς κυριαρχοῦν ἡ
ἡδυπάθεια καί ἡ κενοδοξία. Ἡ ἡδυπάθεια μᾶς ἀποτρέπει ἀπό κάθε σωματική
καταπόνηση· καί ἡ κενοδοξία μᾶς ἀναγκάζει νά ὑπολογίζουμε τή γνώμη τῶν
ἀνθρώπων. Αὐτά τά δύο πάθη συντρίβονται μέ τή ζωντανή πίστη. Ἡ ἀπιστία τά
συντηρεῖ καί τά αὐξάνει. Κάποτε ὁ ἀββάς Δωρόθεος εἶπε στόν ὅσιο Ἰωάννη τόν
Προφήτη: «Δειλιάζω μπροστά στήν ντροπή πού μοῦ φέρνουν οἱ προσβολές. Τί νά
κάνω;». Καί ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Τό ὅτι δέν βαστᾶς νά σέ προσβάλουν εἶναι
δεῖγμα ἀπιστίας. Ὁ Ἰησοῦς ἔγινε ἄνθρωπος καί σήκωσε τόσες προσβολές, τόση
περιφρόνηση, ἀδελφέ! Μήπως ἐσύ εἶσαι ἀνώτερος ἀπό τόν Ἰησοῦ; Αὐτό εἶναι ἀπιστία
καί δαιμονική πλάνη. Ὅποιος θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ταπείνωση, ἀπό τή στιγμή πού
λέει “θέλω”, ἄν δέν σηκώσει προσβολές καί περιφρονήσεις, δέν μπορεῖ νά τήν
ἀποκτήσει. Νά, ἔμαθες αὐτό πού ζήτησες. Μήν περιφρονήσεις τά λόγια μου, γιατί
θά εἰσπράξεις τήν περιφρόνηση τοῦ ἑαυτοῦ σου ὡς καρπό τῆς ἴδιας τῆς
συμπεριφορᾶς σου. Ὅσο γιά τήν ντροπή, φέρνε στόν νοῦ σου τήν ντροπή πού θά
αἰσθανθοῦν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι μπροστά στόν Κριτή Κύριο, καί τότε θά
θεωρήσεις τήν πρόσκαιρη ντροπή μηδαμινή»27.
Γενικά, ἡ μνήμη τῆς «πανταχοῦ» παρουσίας καί τῆς
παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ προφυλάσσει τήν καρδιά ἀπό τήν ἀμφιταλάντευση, στήν
ὁποία προσπαθοῦν νά τή ρίξουν οἱ λογισμοί τῆς ἀπιστίας, στηριγμένοι στήν
κενοδοξία καί τήν ἄλογη ἀγάπη πρός τό σῶμα. Ὁ ἅγιος προφήτης Δαβίδ ἔλεγε:
«Μπροστά μου βλέπω πάντοτε τόν Κύριο· στά δεξιά μου στέκεται, γιά νά μήν
ταλαντεύομαι. Γι᾿ αὐτό εὐφραίνεται ἡ καρδιά μου, γι᾿ αὐτό ἀναγαλλιάζει ἡ γλώσσα
μου, γι᾿ αὐτό ἀκόμα καί τό σῶμα μου θά πεθάνει μέ ἐλπίδα»28. Εὐφραίνεται ἡ καρδιά
μου ἀπό τήν ἐνέργεια τῆς πίστεως καί τῆς ταπεινώσεως! Ἀναγαλλιάζει ἡ γλώσσα μου
ἀπό τά λόγια τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς αὐτομεμψίας! Ἀκόμα καί τό σῶμα μου
αἰσθάνεται τή δύναμη τῆς ἀφθαρσίας, καθώς τό διαποτίζουν καί τό συγκλονίζουν τά
αἰσθήματα μιᾶς καρδιᾶς συντριμμένης καί ταπεινωμένης, πού παρηγορήθηκε καί
παρηγορεῖται ἀπό τόν Θεό!
Ἄν κανένας πειρασμός δέν μπορεῖ νά βρεῖ τόν ἄνθρωπο χωρίς
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε τά παράπονα, ἡ βαρυγγώμια, ἡ πίκρα, ἡ αὐτοδικαίωση, ἡ
ἐνοχοποίηση τῶν ἄλλων καί ἡ αἰτίαση τῶν περιστάσεων ἀποτελοῦν κινήσεις τῆς ψυχῆς
πού ἐναντιώνονται στή θεία βούληση. Δείχνουν ἀπόπειρες ἀντιστάσεως καί
ἀντιδράσεως στόν Θεό29.
Ἄς σταθοῦμε μέ φόβο μπροστά στό ἐνδεχόμενο μιᾶς τέτοιας συμφορᾶς! Καί ὅταν
σκεφτόμαστε κάποια θλίψη μας, ἄς μήν ἀφήνουμε τούς λογισμούς νά μένουν γιά πολύ
στόν νοῦ μας. Γιατί, χωρίς νά τό καταλάβουμε, μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσουν ἀπό τήν
κατάσταση τῆς ταπεινοφροσύνης στήν κατάσταση τῆς ἐνσυνείδητης ἤ ὑποσυνείδητης
αὐτοδικαιώσεως, πού ἀπομακρύνε τήν παντοδύναμη προστατευτική χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄς
καταφεύγουμε τό συντομότερο στό ἰσχυρό ὅπλο τῆς αὐτομεμψίας, μήν ἔχοντας
ἐμπιστοσύνη στή δική μας δύναμη, ἤ μᾶλλον ἀδυναμία!
Μαζί μέ τόν Σωτήρα μας Ἰησοῦ σταυρώθηκαν καί δυό ληστές,
ἕνας στ᾿ ἀριστερά Του κι ἕνας στά δεξιά Του. Ὁ πρῶτος Τόν βλασφημοῦσε. Ὁ
δεύτερος, ὅμως, ὁμολόγησε πώς, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν δίκαια καταδικασμένος γιά τά
πολλά του ἐγκλήματα, ο Κύριος ὑπέφερε ἄδικα. Ἡ αὐτομεμψία τοῦ ἄνοιξε ξαφνικά τά
μάτια τῆς καρδιᾶς, καί τότε σ᾿ ἐκεῖνον τόν Ἄνθρωπο, πού ἔπασχε ἄδικα, εἶδε τόν
πανάγιο Θεό, πού πέθαινε γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Οὔτε οἱ σοφοί οὔτε οἱ
πρεσβύτεροι οὔτε οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων ἀναγνώρισαν τόν Θεό στό πρόσωπο τοῦ
Ἰησοῦ, μολονότι κατεῖχαν τόν θεῖο νόμο καί τόν μελετοῦσαν μέ ἐπιμέλεια. Κι ἕνας
σταυρωμένος ληστής ἔγινε θεολόγος! Ὁμολόγησε δημόσια, μπροστά σ᾿ ὅλους ἐκείνους
πού νόμιζαν πώς ἦταν σοφοί καί πού περιγελοῦσαν τόν Κύριο, ὄχι μόνο τήν
ἀθωότητα ἀλλά καί τή θεότητά Του. Τόν ἕνα λησή ἡ βλασφημία, πού εἶναι ἡ πιό
βαριά ἀπ᾿ ὅλες τίς ἁμαρτίες, τόν κατέβασε στόν ἅδη, διπλασιάζοντας του μάλιστα
τά αἰώνια βάσανα. Τόν ἄλλο ληστή ἡ εἰλικρινής αὐτομεμψία τόν ὁδήγησε πρῶτα στήν
ἀληθινή θεογνωσία, στήν ὁμολογία τοῦ Λυτρωτῆ, πού εἶναι δυνατή μόνο στούς
ταπεινούς, κι ἔπειτα στόν παράδεισο. Ὁ ἴδιος σταυρός καί γιά τούς δύο ληστές!
Διαφορετικές, ὡστόσο, οἱ σκέψεις, διαφορετικά τά αἰσθήματα, διαφορετικά τά
λόγια, διαφορετικές καί οἱ συνέπειές τους! Δίκαια οἱ ληστές αὐτοί θά μποροῦσαν
νά θεωρηθοῦν ὡς δύο βασικοί τύποι ὅλων τῶν ἀνθρώπων30.
Κάθε ἄνθρωπος πού σπατάλησε τή ζωή του ἄλογα, ἀντίθετα
στούς ὁρισμούς τοῦ Θεοῦ, θυσιάζοντας τή σωτηρία του καί τήν αἰώνια μακαριότητά
του, εἶναι ληστής καί φονιάς τοῦ ἑαυτοῦ του. Σ᾿ αὐτόν τόν ληστή, σ᾿ αὐτόν τόν
φονιά στέλνεται ὁ σταυρός τῶν θλίψεων ὡς ἔσχατο μέσο σωτηρίας. Ὁ σαρκωμένος
Κύριος σταυρώθηκε κι Αὐτός δίπλα στόν σταυρωμένο ἄνθρωπο, γιά νά τόν
ἀνακουφίζει ἀπό τούς πόνους καί τόν παρηγορεῖ πνευματικά ὅσο θά βρίσκεται πάνω
στόν σταυρό. Ἄν, ὡστόσο, ἐκεῖνος γογγύζει, παραπονιέται καί ἀγανακτεῖ γιά τίς
θλίψεις του, στερεῖται τή σωτηρία του καί ρίχνεται στόν ἅδη, στά αἰώνια καί
ἄκαρπα βάσανα, γιατί δέν ἀναγνώρισε καί δέν ὁμολόγησε τόν σταυρωμένο δίπλα του
Θεό. Ἀπεναντίας, ἄν παραδεχθεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του, κατηγορώντας τόν ἑαυτό του
καί θεωρώντας τον ἄξιο πρόσκαιρων καί αἰώνιων βασάνων, ἀποκτᾶ σιγά-σιγα μέ τήν
αὐτομεμψία τήν ἐνεργητική καί ζωντανή γνώση τοῦ Λυτρωτῆ. Αὐτή ἡ γνώση εἶναι ἡ
αἰώνια ζωή31.
Σ᾿ ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
καί δοξολογεῖ τόν Κύριο ἀπό τόν σταυρό του, ἀποκαλύπτεται τό μυστήριο τοῦ
Σταυροῦ καί, μαζί μ᾿ αὐτό, τό μυστήριο τῆς λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν
Θεάνθρωπο. Αὐτός εἶναι ὁ καρπός τῆς αὐτομεμψίας. Μπροστά στό παντοδύναμο καί
πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι δυνατό νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἄλλα αἰσθήματα παρά
μόνο ἀπεριόριστη εὐλάβεια καί ἀπεριόριστη ὑποταγή. Ἀπό τά αἰσθήματα αὐτά
γεννιέται ἡ ὑπομονή.
Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Βασιλίας τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς
γῆς, γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦρθε ἀνάμεσά μας μέ ἀναμφισβήτητες
ἀποδείξεις τῆς θεότητάς Του καί μέ ἀπεριόριστη ἐξουσία πάνω σ᾿ ὅλη τήν κτίση,
ὁρατή καί ἀόρατη. Ὡστόσο, ὄχι μόνο δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς
ἐποχῆς Του μέ τή δόξα καί τήν τιμή πού Του ἔπρεπε, ἀλλά καί ἀντιμετωπίστηκε μέ
μίσος, μέ καχυποψία, μέ δολοφονική διάθεση.
Σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς θεανθρώπινης ἐπίγειας παρουσίας
Του Τόν κυνηγοῦσαν ἡ συκοφαντία, ἡ κακολογία, ἡ δολιότητα. Καί τελικά συνελήφθη
σάν κακοῦργος, τήν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς Του, δέθηκε, σύρθηκε βίαια,
ὁδηγήθηκε στό δικαστήριο, ὑπέμεινε ἐμπαιγμούς, ραπίσματα, φτυσίματα,
ταλαιπωρίες, βάσανα καί θάνατο σταυρικό, θάνατο ἀτιμωτικό. «Σάν τό ἀρνί πού
στέκεται ἄφωνο μπροστά σ᾿ αὐτόν πού τό κουρεύει»32, ἔτσι στεκόταν ὁ
Κύριος μπροστά στούς ἄπιστους δικαστές καί ἀπάνθρωπους δολοφόνους Του,
ἀπαντώντας μέ τή θεϊκή Του σιωπή στίς θρασεῖες ἐρωτήσεις, τίς συκοφαντίες καί
τίς βρισιές τους.
Σ᾿ Ἐκεῖνον, τόν ἀναμάρτητο Θεό, δέν ἦταν δυνατό νά
ὑπάρχουν αὐτοκατάκριση καί αὐτομεμψία· τό θεϊκό Του δίκαιο τό κάλυπτε μέ τή
σιωπή. Ἐμεῖς, ὅμως, ἀφοῦ μέ τήν κατάκριση καί τήν αὐτομεμψία ἀπαρνηθοῦμε τά
νόθα, τά πλασματικά δίκαιά μας, θά μπορέσουμε νά γίνουμε μέτοχοι τῆς δικῆς Του
παναγίας καί τέλειας δικαιοσύνης. Στή χαμένη αἰώνια μακαριότητα δέν μπόρεσαν νά
μᾶς ξαναφέρουν οὔτε τό δίκαιο τῆς πεσμένης μας φύσεως οὔτε τό δίκαιο τοῦ
μωσαϊκοῦ νόμου. Μόνο τό δίκαιο τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Σταυροῦ μᾶς βάζει πάλι σ᾿
αὐτή τή μακαριότητα. Δέν ὑπάρχει τελειότητα ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, δέν
φτάνουμε στήν τελειότητα μέ ανθρώπινες ἀρετές.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι πού μᾶς φέρνει στήν
τελειότητα τή χριστιανική.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ πού σφραγίζει αὐτή τήν τελειότητα,
τήν ὁποῖα μᾶς χαρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ ταπείνωση ἀνέβασε τόν Κύριο στόν Σταυρό.
Ἡ ταπείνωση ἀνεβάζει καί τούς μαθητές τοῦ Κυρίου στόν
σταυρό, τήν ἁγία ὑπομονή. Γιά τόν σαρκικό νοῦ εἶναι ἕνα μυστήριο ἀκατανόητο,
ὅπως ἀκατανόητη ἦταν στόν Ἡρώδη, στόν Πόντιο Πιλάτο καί στούς ἀρχιερεῖς τῶν
Ἰουδαίων ἡ σιωπή τοῦ Ἰησοῦ.
Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς ἀποκαλύψει αὐτό τό
μυστήριο, νά μᾶς ἐμπνεύσει τήν αγάπη πρός τόν Σταυρό Του καί νά μᾶς ἀξιώσει νά
ὑπομείνουμε ὅπως πρέπει ὅλες τίς θλίψεις, πού θά παραχωρήσει ἡ πανάγαθη πρόνοιά
Του νά μᾶς βροῦν στόν κατάλληλο καιρό γιά τή σωτηρία καί τήν αἰώνια μακαριότητά
μας. Μᾶς τό ὑποσχέθηκε: «Ὅποιος ὑπομείνει ὥς τό τέλος αὐτός θά σωθεῖ»33.
Πηγή: (Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”, Τόμος Β΄, Ἰ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς), Η άλλη όψη
Δημοσίευση σχολίου