Δύο θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, σε δυο τελείως διαφορετικά πρόσωπα, μας αφηγείται η σημερινή Ευαγγελική περικοπή.
Το ένα ήταν η ανάσταση της κόρης του Ιάειρου και το άλλο η θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός. Δύο άτομα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, τόσο στην κοινωνική θέση, όσο και στον τρόπο προσέγγισης. Απ΄ την μια πλευρά ο Ιάειρος, άνδρας επιφανής, άρχων της συναγωγής, πρόσωπο καταξιωμένο έχοντας την εκτίμηση όλων των συμπολιτών του, και από την άλλη, μια γυναίκα, αιμορροούσα, μια φτωχή άτολμη, απογοητευμένη από κάθε ιατρική βοήθεια. Και ο μεν Ιάειρος ζητά από τον Ιησού να έρθει στο σπίτι του, για να θεραπεύσει την μονάκριβη κόρη του, η δε γυναίκα, δεν τολμά καν να ζητήσει από τον Κύριο να την θεραπεύσει, απλά τον πλησιάζει και ακουμπά την άκρη των ιματίων Του. Και οι δυο όμως διαθέτουν την πίστη ότι ο Χριστός μπορεί να τους δώσει την ίαση και γι αυτό τολμούν ένας να το ζητήσει η άλλη απλώς να αγγίξει, πετυχαίνοντας όμως και οι δύο αυτό που επεδίωκαν.
Μετά την θεραπεία του δαιμονιζόμενου στη χώρα των Γαδαρηνών, που ακούσαμε την προηγούμενη Κυριακή και αφού οι κάτοικοι εκεί βλέποντας το θαύμα παρεκάλεσαν τον Ιησού να φύγει από την περιοχή τους, έρχεται ο Ιησούς στην Καπερναούμ, όπου εκεί τον υποδέχονται οι κάτοικοι με χαρά.
Ανάμεσα σε όλον αυτό τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί και περίμενε τον Ιησού, βρίσκονταν και άνθρωποι οι οποίοι κατείχαν μια εξέχουσα κοινωνική θέση στην πόλη, όπως ο αρχισυνάγωγος Ιάειρος, ο οποίος ζητά από τον Χριστό να θεραπεύσει την μοναχοκόρη του, που ήταν βαριά άρρωστη. Δεν ήταν βέβαια μικρό πράγμα για έναν αρχισυνάγωγο να μιλήσει με τον Χριστό, αφού οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι είχαν απαγορεύσει στο λαό και να Τον πλησιάζει αλλά και να ακούει την διδασκαλία Του. Όμως, σαν πατέρας που χάνει το μοναχοπαίδι του, ο Ιάειρος τολμά και βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος, ακούει τους λόγους του Ιησού και του ζητά να πάει στο σπίτι του, γιατί πιστεύει ότι Εκείνος είναι ο μόνος που μπορεί να το σώσει. Η πίστη του υπερνικά τον φόβο, όπως ακριβώς και η πίστη της γυναίκας, που με την ασθένεια της αιμορραγίας που είχε, βάση των θρησκευτικών αντιλήψεων των Εβραίων, την καθιστούσε «μολυσμένη», έχοντας έτσι να αντιμετωπίσει εκτός από την σωματική ασθένεια και την περιθωριοποίηση που υφίσταται από την κοινωνία. Όμως, όπως βλέπουμε και εδώ αλλά και σε άλλες Ευαγγελικές περικοπές, η διδασκαλία και τα θαύματα που επιτελούσε ο Χριστός, απευθύνονταν σε όλες τις βαθμίδες των ανθρώπων της κοινωνίας.
Πηγαίνοντας, λοιπόν, ο Ιησούς προς την οικία του Ιάειρου, τον πλησιάζει και η γυνή, όχι ζητώντας του με θάρρος να την θεραπεύσει, όπως ο Ιάειρος, αλλά ντρεπόμενη για την ασθένειά της και θεωρώντας τον εαυτό της ακάθαρτο, για να μιλήσει στον Κύριο, απλά άγγιξε την άκρη του χιτώνα του. Σκεπτόμενη μέσα της και λέγοντας με πίστη ότι «καν των ιματίων αυτού άψωμαι, σωθήσομαι», ότι δηλαδή, ακόμα και να ακουμπήσω μόνο την άκρη του χιτώνος του, θα θεραπευθώ. Αυτή την αναγκαιότητα της πίστης, προκειμένου να πραγματοποιηθεί το θαύμα, τονίζει και ο ίδιος ο Χριστός, λέγοντας της «Θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε». Και επιλέγει να της το πει μπροστά σε όλο τον κόσμο, χωρίς να την αφήσει να περάσει απαρατήρητη, και για να ενδυναμώσει την πίστη του Ιάειρου, που τον ειδοποίησαν στο μεταξύ ότι η κόρη του πέθανε και να μην ταλαιπωρεί άλλο τον Χριστό, λέγοντάς του «μη φοβού, μόνο πίστευε και σωθήσεται», αλλά και για να επιδείξει σε όλους την πίστη της γυναικός και να την μιμηθούν.
Τη διαφορά αυτή ακριβώς, ανάμεσα σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο Χριστός θα κάνει το θαύμα και σε αυτούς που δεν το πιστεύουν, την βλέπουμε αμέσως μετά, φτάνοντας στην οικία του Ιάειρου, στους συγγενείς του μικρού κοριτσιού, που γέλασαν, γνωρίζοντας ότι είχε πεθάνει το κορίτσι, όταν τους είπε να μην κλαίνε, γιατί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Ήθελε ο Κύριος να διαπιστωθεί πρώτα ο θάνατος, για να μην δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση αλλά και για να φανεί η πραγματική πίστη του καθενός. Και αφού επιτελεί το θαύμα με ένα μόνο άγγιγμα, δίνει εντολή να της δώσουν να φάει, για να μην φανεί το γεγονός φανταστικό και να μην υπάρχουν αμφιβολίες για την ανάσταση.
Τόσο, λοιπόν, η αιμορροούσα γυναίκα, όσο και ο Ιάειρος, στήριξαν την ελπίδα τους πάνω στην πίστη που είχαν προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ως Θεού. Τι σημαίνει να πιστέψουμε; είναι μια απλή λέξη, αλλά χρειάζεται τόλμη και απαιτείται υπέρβαση του εγώ μας, προκειμένου να γίνει πράξη στη ζωή μας. Χρειάζεται πρώτα πρώτα να συνειδητοποιήσουμε και να δεχτούμε πως πέρα από τους δικούς μας κόπους και προσπάθειες, χρειάζεται και έχει και την μεγαλύτερη σημασία, η παρουσία του Θεού στη ζωή μας, η προστασία του και η ευλογία του. Και μπορεί να είναι η να φαίνεται δύσκολο το να στηρίξουμε την ζωή και την ελπίδα μας στο Θεό, αλλά αν και εμείς τον δούμε, όπως ο Ιάειρος και η γυναίκα, σαν γιατρό και τον πλησιάσουμε με ταπείνωση, πιστή αλλά και τόλμη, για να βρούμε την θεραπεία, θα ακούσουμε και μείς όπως και αυτοί το «η πίστη σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην», Αμήν! π. Ν. Κ
Το ένα ήταν η ανάσταση της κόρης του Ιάειρου και το άλλο η θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός. Δύο άτομα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, τόσο στην κοινωνική θέση, όσο και στον τρόπο προσέγγισης. Απ΄ την μια πλευρά ο Ιάειρος, άνδρας επιφανής, άρχων της συναγωγής, πρόσωπο καταξιωμένο έχοντας την εκτίμηση όλων των συμπολιτών του, και από την άλλη, μια γυναίκα, αιμορροούσα, μια φτωχή άτολμη, απογοητευμένη από κάθε ιατρική βοήθεια. Και ο μεν Ιάειρος ζητά από τον Ιησού να έρθει στο σπίτι του, για να θεραπεύσει την μονάκριβη κόρη του, η δε γυναίκα, δεν τολμά καν να ζητήσει από τον Κύριο να την θεραπεύσει, απλά τον πλησιάζει και ακουμπά την άκρη των ιματίων Του. Και οι δυο όμως διαθέτουν την πίστη ότι ο Χριστός μπορεί να τους δώσει την ίαση και γι αυτό τολμούν ένας να το ζητήσει η άλλη απλώς να αγγίξει, πετυχαίνοντας όμως και οι δύο αυτό που επεδίωκαν.
Μετά την θεραπεία του δαιμονιζόμενου στη χώρα των Γαδαρηνών, που ακούσαμε την προηγούμενη Κυριακή και αφού οι κάτοικοι εκεί βλέποντας το θαύμα παρεκάλεσαν τον Ιησού να φύγει από την περιοχή τους, έρχεται ο Ιησούς στην Καπερναούμ, όπου εκεί τον υποδέχονται οι κάτοικοι με χαρά.
Ανάμεσα σε όλον αυτό τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί και περίμενε τον Ιησού, βρίσκονταν και άνθρωποι οι οποίοι κατείχαν μια εξέχουσα κοινωνική θέση στην πόλη, όπως ο αρχισυνάγωγος Ιάειρος, ο οποίος ζητά από τον Χριστό να θεραπεύσει την μοναχοκόρη του, που ήταν βαριά άρρωστη. Δεν ήταν βέβαια μικρό πράγμα για έναν αρχισυνάγωγο να μιλήσει με τον Χριστό, αφού οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι είχαν απαγορεύσει στο λαό και να Τον πλησιάζει αλλά και να ακούει την διδασκαλία Του. Όμως, σαν πατέρας που χάνει το μοναχοπαίδι του, ο Ιάειρος τολμά και βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος, ακούει τους λόγους του Ιησού και του ζητά να πάει στο σπίτι του, γιατί πιστεύει ότι Εκείνος είναι ο μόνος που μπορεί να το σώσει. Η πίστη του υπερνικά τον φόβο, όπως ακριβώς και η πίστη της γυναίκας, που με την ασθένεια της αιμορραγίας που είχε, βάση των θρησκευτικών αντιλήψεων των Εβραίων, την καθιστούσε «μολυσμένη», έχοντας έτσι να αντιμετωπίσει εκτός από την σωματική ασθένεια και την περιθωριοποίηση που υφίσταται από την κοινωνία. Όμως, όπως βλέπουμε και εδώ αλλά και σε άλλες Ευαγγελικές περικοπές, η διδασκαλία και τα θαύματα που επιτελούσε ο Χριστός, απευθύνονταν σε όλες τις βαθμίδες των ανθρώπων της κοινωνίας.
Πηγαίνοντας, λοιπόν, ο Ιησούς προς την οικία του Ιάειρου, τον πλησιάζει και η γυνή, όχι ζητώντας του με θάρρος να την θεραπεύσει, όπως ο Ιάειρος, αλλά ντρεπόμενη για την ασθένειά της και θεωρώντας τον εαυτό της ακάθαρτο, για να μιλήσει στον Κύριο, απλά άγγιξε την άκρη του χιτώνα του. Σκεπτόμενη μέσα της και λέγοντας με πίστη ότι «καν των ιματίων αυτού άψωμαι, σωθήσομαι», ότι δηλαδή, ακόμα και να ακουμπήσω μόνο την άκρη του χιτώνος του, θα θεραπευθώ. Αυτή την αναγκαιότητα της πίστης, προκειμένου να πραγματοποιηθεί το θαύμα, τονίζει και ο ίδιος ο Χριστός, λέγοντας της «Θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε». Και επιλέγει να της το πει μπροστά σε όλο τον κόσμο, χωρίς να την αφήσει να περάσει απαρατήρητη, και για να ενδυναμώσει την πίστη του Ιάειρου, που τον ειδοποίησαν στο μεταξύ ότι η κόρη του πέθανε και να μην ταλαιπωρεί άλλο τον Χριστό, λέγοντάς του «μη φοβού, μόνο πίστευε και σωθήσεται», αλλά και για να επιδείξει σε όλους την πίστη της γυναικός και να την μιμηθούν.
Τη διαφορά αυτή ακριβώς, ανάμεσα σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο Χριστός θα κάνει το θαύμα και σε αυτούς που δεν το πιστεύουν, την βλέπουμε αμέσως μετά, φτάνοντας στην οικία του Ιάειρου, στους συγγενείς του μικρού κοριτσιού, που γέλασαν, γνωρίζοντας ότι είχε πεθάνει το κορίτσι, όταν τους είπε να μην κλαίνε, γιατί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Ήθελε ο Κύριος να διαπιστωθεί πρώτα ο θάνατος, για να μην δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση αλλά και για να φανεί η πραγματική πίστη του καθενός. Και αφού επιτελεί το θαύμα με ένα μόνο άγγιγμα, δίνει εντολή να της δώσουν να φάει, για να μην φανεί το γεγονός φανταστικό και να μην υπάρχουν αμφιβολίες για την ανάσταση.
Τόσο, λοιπόν, η αιμορροούσα γυναίκα, όσο και ο Ιάειρος, στήριξαν την ελπίδα τους πάνω στην πίστη που είχαν προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ως Θεού. Τι σημαίνει να πιστέψουμε; είναι μια απλή λέξη, αλλά χρειάζεται τόλμη και απαιτείται υπέρβαση του εγώ μας, προκειμένου να γίνει πράξη στη ζωή μας. Χρειάζεται πρώτα πρώτα να συνειδητοποιήσουμε και να δεχτούμε πως πέρα από τους δικούς μας κόπους και προσπάθειες, χρειάζεται και έχει και την μεγαλύτερη σημασία, η παρουσία του Θεού στη ζωή μας, η προστασία του και η ευλογία του. Και μπορεί να είναι η να φαίνεται δύσκολο το να στηρίξουμε την ζωή και την ελπίδα μας στο Θεό, αλλά αν και εμείς τον δούμε, όπως ο Ιάειρος και η γυναίκα, σαν γιατρό και τον πλησιάσουμε με ταπείνωση, πιστή αλλά και τόλμη, για να βρούμε την θεραπεία, θα ακούσουμε και μείς όπως και αυτοί το «η πίστη σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην», Αμήν! π. Ν. Κ
Δημοσίευση σχολίου