Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι μία μικρογραφία τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νὰ παρακολουθεῖ, κανεὶς τὰ νοήματα τῶν ὕμνων τῶν ἡμερῶν εἶναι ἀρκετό, γιὰ νὰ δεῖ τὴν πορεία τοῦ ἀγώνα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάνει μπροστά του. Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέχρι τὸ τέλος, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μία πολὺ πλούσια πνευματικὴ περίοδος τὸ Τριώδιο, ποὺ λόγω τῶν ἰδιαίτερων συνθηκῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου πλέον, ζώντας μέσα στὶς ποικίλες ὑποχρεώσεις ποὺ ἔχει ὁ καθένας δὲν εἶναι εὔκολο ἀπόλυτα νὰ παρακολουθεῖ κανεὶς ὅλες τὶς πνευματικὲς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει ἡ περίοδος αὐτή. Ἡ πορεία τοῦ Τριωδίου χωρίζεται σὲ τρεῖς περιόδους. Ἡ μία πρὶν τὴν ἔναρξη τῶν νηστειῶν, ἡ ἄλλη εἶναι ἡ περίοδος τῶν ἁγίων νηστειῶν καὶ μετὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ...
Κυρίου καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ περίοδος πρὶν τὴ νηστεία εἶναι μία προπαρασκευαστικὴ περίοδος, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει πῶς μποροῦμε ν’ ἀγωνιστοῦμε καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς τρόπος ποὺ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ μπεῖ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Ἡ βάση ὅλης τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ τὸ φρόνημα τῆς μετάνοιας. Ἡ μετάνοια γεννᾶται ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Ἡ πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ἐκεῖ ὁ Κύριος ξεκάθαρα μᾶς δείχνει ἕναν ἄνθρωπο γεμάτο ἁμαρτία, τελείως ἀνήθικο, ὁ ὁποῖος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δικαιώνεται. Ταυτόχρονα μᾶς δείχνει καὶ ἕναν ἠθικὸ ἄνθρωπο, εὐσεβή καὶ «θρῆσκο», ὁ ὁποῖος τηρεῖ ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ δικαιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατακρίνεται, γιατί δὲν βρῆκε τὸ κλειδὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτὸ τὸ κλειδὶ εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ταπείνωσης. Αὐτὰ πᾶνε μαζί.
Ἔτσι δὲν μπορεῖ κανένας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ταπείνωση νὰ ἔχει μετάνοια, ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Μόνο ὁ ταπεινὸς μετανοεῖ πραγματικά, γιατί μετάνοια σημαίνει συντριβὴ τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴ τὴ συντριβὴ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν σώσει. Ἡ μετάνοια εἶναι ὀδύνη, πόνος.
Ἔτσι ὅμως μπορεῖς νὰ ἀναμορφωθεῖς. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ
κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση
εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ποτὲ τὴν ἀναμαρτησία. Μόνο ὁ
Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος ἦταν ἀναμάρτητος καὶ κατὰ χάριν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος,
ἡ ὁποία ἔλαβε αὐτὸ τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἕνα
ὅραμα ὅτι κάποτε θὰ γίνουμε ἀναμάρτητοι, γιατί εἶναι ἀδύνατο. Ἀφοῦ
λοιπὸν ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα δεδομένο ἀναπόφευκτο, πρακτικὰ γιὰ ἐμᾶς,
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θὰ μπορέσει νὰ μᾶς παραστήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι
τὰ ἔργα μας καὶ ἡ ἀρετή μας ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ μετάνοιά μας. Ἔτσι
καταρρίπτουμε τὸν μύθο ὅτι θὰ γίνουμε μόνο ἠθικοὶ καὶ ἐνάρετοι, γιατί
ὅσο ἠθικοὶ καὶ ἂν εἴμαστε, σίγουρα ἔχουμε καὶ ἁμαρτίες.
Ἔτσι, τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν οἰκοδομήσουμε πάνω στὸ ὅτι θὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀλλὰ στὸ γεγονὸς τῆς μετάνοιας. Μαθαίνουμε νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ στεκόμαστε σωστὰ μπροστὰ στὸν Θεὸ μέσα σ’ ἕνα πνεῦμα μετάνοιας.
Ἡ μετάνοια λοιπὸν γεννᾶται ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος μετανοεῖ καὶ δὲν δικαιολογεῖται. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δικαιολογεῖται κάποιος, δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Ὅταν παρέχει στὸν ἑαυτὸ του ἐλαφρυντικά, μειώνει ταυτόχρονα τὴ φλόγα τῆς μετάνοιας. Γι’ αὐτὸ οἱ πατέρες δὲν δεχόντουσαν καμία δικαιολογία, ὄχι πὼς δὲν ὑπάρχει δικαιολογία ὅταν ἁμαρτάνει κάποιος, ἀφοῦ ὅλοι μας ὅταν ἁμαρτάνουμε ὑποκείμεθα σὲ κάποιο γεγονός. Ὡστόσο, ἂν ἀντιμετωπίσει κανεὶς τὴν ἁμαρτία μὲ πόνο καὶ στέκεται ὅπως οἱ Ἅγιοι χωρὶς δικαιολογία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαθαίνει τὸ ἦθος τοῦ Τελώνου, τότε αὐτὸ εἶναι ἡ βάση τῆς ἐπιτυχίας. Ὅλα τὰ ἀλλὰ μᾶς ὁδηγοῦν πρὸς αὐτὴ τὴν κατάσταση.
Ἡ δεύτερη Κυριακή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, δείχνει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, πὼς ὁ Θεὸς δέχεται τὸν ἐπιστρέφοντα ἄνθρωπο. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἐκδιωχθεῖ ὁ μετανοῶν (ἄνθρωπος). Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἐπιστρέψεις καὶ ὁ Θεὸς νὰ σὲ διώξει.
Ἡ τρίτη Κυριακὴ μὲ τὴ διήγηση τῆς Δευτέρας Παρουσίας μᾶς δείχνει ὅτι ἡ πίστη δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο ἀλλὰ τὸ συγκεκριμένο μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
Τὴν τέταρτη Κυριακή, ὁ Κύριός μᾶς δείχνει τὸν ἀληθινὸ τρόπο τῆς νηστείας καὶ ὅτι πρέπει νὰ μεταθέσουμε τὴν καρδιά μας ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας.
Ἀκολουθεῖ ἡ πρώτη ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν μὲ τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἱστορικὰ ὑπάρχει κάποιος λόγος μὲ τὸ θέμα τῆς εἰκονομαχίας, τὸ ὁποῖο βασάνισε τὴν Ἐκκλησία γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰώνα καὶ μετά, ἀφοῦ δόθηκε ἕνα τέλος ἱστορικὰ καὶ θεολογικά, ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Ὡστόσο, ὅπως καὶ οἱ πατέρες λένε, δὲν εἶναι ἕνα γεγονὸς ἱστορικό. Τὸ γεγονὸς τῆς εἰκονομαχίας παραμένει πάντοτε μπροστά μας. Γιατί ἡ εἰκονομαχία κτυποῦσε τὸ κέντρο τῆς ἴδιας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ἡ ἐξ ὑπαρχῆς αἵρεση ποὺ ἐπαναλαμβάνετο κάθε φορᾶ μὲ ἄλλη μορφή. Ἡ αἵρεση ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε ἀληθῶς ἄνθρωπος. Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε ἀληθῶς ἄνθρωπος, οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἀληθῶς κατὰ χάριν Θεός. Ὅταν ἀρνοῦνταν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ βλέπουν τὶς εἰκόνες καὶ οἱ πατέρες καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπέμεναν σ’ αὐτές, δὲν εἶναι γιατί οἱ μὲν ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φοβοῦνταν πὼς ἦταν εἴδωλα καὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἀσχολοῦνταν καὶ ὑποτιμοῦσαν τὴν κατάσταση. Σίγουρα δὲν ἦταν ἔτσι.
Ἔτσι, τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν οἰκοδομήσουμε πάνω στὸ ὅτι θὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀλλὰ στὸ γεγονὸς τῆς μετάνοιας. Μαθαίνουμε νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ στεκόμαστε σωστὰ μπροστὰ στὸν Θεὸ μέσα σ’ ἕνα πνεῦμα μετάνοιας.
Ἡ μετάνοια λοιπὸν γεννᾶται ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος μετανοεῖ καὶ δὲν δικαιολογεῖται. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δικαιολογεῖται κάποιος, δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Ὅταν παρέχει στὸν ἑαυτὸ του ἐλαφρυντικά, μειώνει ταυτόχρονα τὴ φλόγα τῆς μετάνοιας. Γι’ αὐτὸ οἱ πατέρες δὲν δεχόντουσαν καμία δικαιολογία, ὄχι πὼς δὲν ὑπάρχει δικαιολογία ὅταν ἁμαρτάνει κάποιος, ἀφοῦ ὅλοι μας ὅταν ἁμαρτάνουμε ὑποκείμεθα σὲ κάποιο γεγονός. Ὡστόσο, ἂν ἀντιμετωπίσει κανεὶς τὴν ἁμαρτία μὲ πόνο καὶ στέκεται ὅπως οἱ Ἅγιοι χωρὶς δικαιολογία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαθαίνει τὸ ἦθος τοῦ Τελώνου, τότε αὐτὸ εἶναι ἡ βάση τῆς ἐπιτυχίας. Ὅλα τὰ ἀλλὰ μᾶς ὁδηγοῦν πρὸς αὐτὴ τὴν κατάσταση.
Ἡ δεύτερη Κυριακή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, δείχνει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, πὼς ὁ Θεὸς δέχεται τὸν ἐπιστρέφοντα ἄνθρωπο. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἐκδιωχθεῖ ὁ μετανοῶν (ἄνθρωπος). Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἐπιστρέψεις καὶ ὁ Θεὸς νὰ σὲ διώξει.
Ἡ τρίτη Κυριακὴ μὲ τὴ διήγηση τῆς Δευτέρας Παρουσίας μᾶς δείχνει ὅτι ἡ πίστη δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο ἀλλὰ τὸ συγκεκριμένο μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
Τὴν τέταρτη Κυριακή, ὁ Κύριός μᾶς δείχνει τὸν ἀληθινὸ τρόπο τῆς νηστείας καὶ ὅτι πρέπει νὰ μεταθέσουμε τὴν καρδιά μας ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας.
Ἀκολουθεῖ ἡ πρώτη ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν μὲ τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἱστορικὰ ὑπάρχει κάποιος λόγος μὲ τὸ θέμα τῆς εἰκονομαχίας, τὸ ὁποῖο βασάνισε τὴν Ἐκκλησία γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰώνα καὶ μετά, ἀφοῦ δόθηκε ἕνα τέλος ἱστορικὰ καὶ θεολογικά, ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Ὡστόσο, ὅπως καὶ οἱ πατέρες λένε, δὲν εἶναι ἕνα γεγονὸς ἱστορικό. Τὸ γεγονὸς τῆς εἰκονομαχίας παραμένει πάντοτε μπροστά μας. Γιατί ἡ εἰκονομαχία κτυποῦσε τὸ κέντρο τῆς ἴδιας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ἡ ἐξ ὑπαρχῆς αἵρεση ποὺ ἐπαναλαμβάνετο κάθε φορᾶ μὲ ἄλλη μορφή. Ἡ αἵρεση ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε ἀληθῶς ἄνθρωπος. Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε ἀληθῶς ἄνθρωπος, οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἀληθῶς κατὰ χάριν Θεός. Ὅταν ἀρνοῦνταν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ βλέπουν τὶς εἰκόνες καὶ οἱ πατέρες καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπέμεναν σ’ αὐτές, δὲν εἶναι γιατί οἱ μὲν ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φοβοῦνταν πὼς ἦταν εἴδωλα καὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἀσχολοῦνταν καὶ ὑποτιμοῦσαν τὴν κατάσταση. Σίγουρα δὲν ἦταν ἔτσι.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν λατρεύουμε τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία ὡς ἰδέες, ἀλλὰ ἔχουμε νὰ ἀναπτύξουμε μία σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ παραμένει μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἐμεῖς εἴδαμε. Δὲν εἴδαμε τὸν Πατέρα ποτέ. Ἀλλὰ εἴδαμε τὸν Θεὸ Λόγο καὶ βλέποντας τὸν Θεὸ Λόγο εἴδαμε τὸν Πατέρα. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατέρα καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιατί εἴμαστε εἰκόνες του καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα.
Ἔτσι, μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχουμε ἕνα πρόσωπο, τότε ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸ πρόσωπο αὐτὸ δὲν εἶναι στάση πίστεως. Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ πεῖς στὸν Χριστὸ ὅτι τὸν πιστεύεις. Στὶς ἰδεολογίες καὶ σὲ συστήματα ἰδεῶν, σὲ κοσμοθεωρίες καὶ κομματικὲς ἰδεολογίες, μπορεῖς νὰ πεῖς ὅτι πιστεύεις. Ὅμως μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ γίνεται εἶναι ὅτι, ναί, πατᾶς πάνω στὸ σκαλοπάτι τῆς πίστεως ὅμως δὲν μένεις ἐκεῖ, ἀλλὰ ἀνεβαίνεις στὴν ἀγάπη. Μέσα στὴν Ἐκκλησία καλεῖσαι νὰ ἀναπτύξεις μία σχέση ἀγάπης μὲ τὸν Χριστό, χρειάζεται καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο σκαλοπάτι.
Δὲν μπορεῖς νὰ μείνεις ὅμως μόνο σ’ αὐτό. Πρέπει νὰ προχωρήσεις στὸ τέρμα. Ὁ Ἀπόστολος λέει ὅτι θὰ καταργηθεῖ στὸ τέλος καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ πίστη καὶ θὰ μείνει ἡ ἀγάπη. Ἕνας νέος ποὺ ἀναζητᾶ καὶ ψάχνει νὰ δεῖ ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, πρέπει νὰ καταλάβει πώς, ἐὰν συγκρίνει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς ἄλλες ἀλήθειες καὶ τὴ θεωρήσει ὡς μία ἀλήθεια, ὅσο καλὴ διάθεση καὶ ἂν ἔχει, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν μιλᾶ γιὰ μίαν ἀλήθεια, ἀλλὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ἐλευθερία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη, εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ὤ, εἶναι τὸ πᾶν μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἑπομένως, ὅ,τι κάνουμε στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ ἀγῶνες ποὺ κάνουμε εἶναι γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀναπτύξουμε τὴ δική μας σχέση ἀγάπης μὲ τὸν Χριστό. Πῶς γίνεται ὅμως αὐτό; Τὸ πρῶτο πράγμα εἶναι νὰ ἐρευνήσουμε νὰ μάθουμε ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Γι’ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς πολὺ βοηθᾶ ἡ μελέτη. Τόσο πολὺ ποὺ οἱ πατέρες λένε πὼς γιὰ τοὺς ἀρχάριους ἀνθρώπους ἡ μελέτη βοηθᾶ περισσότερο κι ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἢ τουλάχιστον τὸ ἴδιο.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ διαβάζουμε πνευματικὰ βιβλία, βίους τῶν ἁγίων, νὰ δοῦμε πῶς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐρωτεύθηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἀγωνίστηκαν στὴ ζωή τους, ὅπου κι ἂν βρίσκονταν, τὴ ζωὴ τους τὴν βάπτισαν μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πορεία τῆς σχέσης τους μὲ τὸν Θεό. Τότε ἀρχίζει καὶ ἡ διαδικασία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀρχίζει ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Καὶ παραμένουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Αὐτὲς οἱ ἐντολὲς δὲν εἶναι ἐντολὲς ἰδιοτροπίας ἀλλὰ εἶναι φάρμακα. Εἶναι ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς Ἐκκλησίας μας τὴν ὁποία μόλις τηρήσει ὁ ἄνθρωπος, ἔχει ἀποτελέσματα.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, παράγεται ζῆλος ὁ ὁποῖος εἶναι δύναμη, ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἕλξη νὰ μπορέσει νὰ ἀγωνιστεῖ περισσότερο. Μόλις ἀρχίσει ἡ μείωση τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει καὶ ἡ ἐνέργεια νὰ πέφτει μέχρι ποὺ νὰ σβήσει, νὰ σταματήσει δηλαδὴ ὁ πνευματικὸς ἀγώνας. Ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ δίνει δωρεὰν τὴ χάρη Του. Μόλις μπεῖ κάποιος στὴν Ἐκκλησία ὅλα εἶναι εὔκολα. Μελέτη βίων ἁγίων, συμμετοχὴ σὲ διάφορες ἀκολουθίες, τήρηση νηστειῶν, ὅλα γίνονται τόσο εὔκολα. Ἀκολούθως πρέπει νὰ ἀγωνισθεῖ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ λάβει τὴ Χάρη αὐτή.
Ὁ Θεὸς λοιπόν, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ εἶναι ὁ σεσαρκωμένος Θεὸς Λόγος, ἀποτελεῖ τὸ πρότυπο καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς ἀλλὰ καὶ τὸ κέντρο τῆς ἀγάπης μας. Ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἔχουμε μία προσωπικὴ σχέση μαζί Του καὶ σ’ αὐτὴ τὴν πορεία ξαναφτιάχνουμε τὸν συντετριμμένο ἑαυτό μας, ποὺ αὐτὸ ἔχει ὁπωσδήποτε ἕνα ἀποτέλεσμα: νὰ φτιαχτεῖ ξανὰ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔσπασε ὁ διάβολος μέσα ἀπὸ τὴν πτώση. Μέσα στὴν Ἐκκλησία μ’ ὅλη αὐτὴ τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας μας, ποὺ εἶναι συγκεκριμένο καὶ ἔχει συγκεκριμένους καρπούς.
Πηγή:
(Ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ
«Παράκληση - περιοδικὴ Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ», τεῦχος 76.), Εξομολογεῖσθε τῶ Κυρίῳ
Δημοσίευση σχολίου