ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ : Λουκ. ιδ΄ 16-24)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ : ΚΘ΄ Κυριακῆς: Κολασ. γ΄ 4-11
1. «ΔΕΙΠΝΟΝ ΜΕΓΑ»
Στὴν Παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριός μας ὀνομάζει τὴν οὐράνια Βασιλεία του «δεῖπνον μέγα», στὸ ὁποῖο καλεῖ ὅλους μας νὰ προσέλθουμε. Γιατί ὅμως ἆραγε τὴν ὀνομάζει ἔτσι; Τὴν ὀνομάζει δεῖπνο, διότι στὴ Βασιλεία του ὁ Θεὸς θὰ μᾶς παραθέτῃ πνευματικὴ καὶ ὑπερφυσικὴ τράπεζα μὲ τὰ θεῖα καὶ αἰώνια ἀγαθά του.
Μιὰ τράπεζα ἀτελεύτητη στὸν Οὐρανό, ὅπου ὁ Ἴδιος θὰ μᾶς προσφέρῃ ἀπὸ τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὀνομάζει τὸ δεῖπνο αὐτὸ μέγα! Διότι τὸ πανηγύρι αὐτὸ θὰ εἶναι μεγαλοπρεπέστατο, ἐφ’ ὅσον τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ μᾶς προσφέρῃ εἶναι ἀσύλληπτης ἀξίας. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ὅ,τι ἀνώτερο μπορεῖ νὰ σκεφθῇ ἢ νὰ ἐπιθυμήσῃ κανείς: ἡ μετοχή μας στὸ φῶς καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, στὴν ἁγιότητα καὶ μακαριότητά του, ἡ ἀνέκφραστος ἡδονὴ ποὺ θὰ αἰσθανώμαστε καθὼς θὰ ἀτενίζουμε τὴν ἀπερίγραπτη ὡραιότητα τοῦ θείου προσώπου του. Ὅλα τὰ πλούτη τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀνεξερεύνητοι καὶ ἀνεξάντλητοι θησαυροί του, ποὺ θὰ μᾶς παρατίθενται, θὰ χορταίνουν τὴν ψυχή μας καὶ θὰ μᾶς γεμίζουν μὲ ἀνείπωτη εὐφροσύνη. Στὸ οὐράνιο ὅμως αὐτὸ δεῖπνο ὁ Κύριός μας θὰ μᾶς προσφέρῃ καὶ κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο, τὸ «καινὸν ποτήριον», τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό του, τὴν θεία Κοινωνία μ’ ἕναν ὅμως διαφορετικὸ τρόπο, «καινόν», ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ φαντασθοῦμε οὔτε νὰ ἐννοήσουμε. Καὶ θὰ μᾶς τὸ προσφέρῃ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκοδεσπότης τοῦ δείπνου, ὁ Ὁποῖος καὶ θὰ εὐφραίνεται μαζί μας καὶ θὰ μᾶς διακονῇ. Ποιός; Ὁ Μέγας, ὁ Ὕψιστος, ὁ Αἰώνιος, ἐμᾶς τοὺς μικροὺς καὶ ἐλαχίστους. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιπλέον μεγάλο, τὸ μεγαλύτερο ποὺ ὑπῆρξε ποτέ, διότι εἶναι πανηγύρι οἰκουμενικό, πανηγύρι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι καλεσμένοι σ’ ατὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐποχῶν. Διότι ὁ Θεὸς ὅλους θέλει νὰ μᾶς εἰσαγάγῃ στὴν Βασιλεία του μὲ τὸ ἀνεξιχνίαστο ἔλεός του καὶ τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῆς θείας του ἀγαθότητος. Ἀλλὰ τὸ πανηγύρι αὐτὸ θὰ εἶναι καὶ αἰώνιο, δεῖπνο ποὺ θὰ ἔχῃ ἀρχὴ ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχῃ τέλος. Ἄχ, καὶ νὰ μπορούσαμε νὰ καταλάβουμε ἔστω καὶ λίγο πῶς θὰ εἶναι τὸ οὐράνιο αὐτὸ πανηγύρι, πῶς θὰ ζοῦμε ἐκεῖ, τί θὰ ἀπολαμβάνουμε, τί θὰ βλέπουμε, τί θὰ αἰσθανώμαστε! Πῶς θὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὶς θεῖες καὶ ἀγγελικὲς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πολὺ δὲ περισσότερο πῶς θὰ ἀτενίζουμε τὸ ἄπειρο κάλλος τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς θὰ συνομιλοῦμε μαζί του! Κι αὐτὸ ἀτελεύτητα, ἀκόρεστα, αἰώνια. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὑπερφυὲς καὶ ἀσύλληπτο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ νὰ τὸ σκεπτώμαστε. Νὰ τὸ ποθοῦμε καὶ νὰ τὸ περιμένουμε.
2. Η ΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Σ’ αὐτὸ τὸ οὐράνιο δεῖπνο καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν καθένα μας καθημερινά. Μᾶς καλεῖ ἄλλοτε μέσα ἀπὸ τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς, μὲ ἀνθρώπους ποὺ φέρνει δίπλα μας, μὲ κάποιο οἰκοδομητικὸ ἀνάγνωσμα, μὲ τὴν ἀκρόασι κάποιας ἀφυπνιστικῆς καὶ κατανυκτικῆς ὁμιλίας, μ’ αὐτὴ τὴν Παραβολὴ ποὺ ἀναλύουμε, κι ἄλλοτε μὲ κάποιες ἐσωτερικὲς μυστικὲς φωνὲς ποὺ ἀντηχοῦν στὰ μύχια τῶν καρδιῶν μας.
–Ἐλᾶτε κοντά μου, μᾶς λέγει ὁ Θεός. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Τὰ πάντα ἔχω ἑτοιμάσει γιὰ σᾶς. Ἐλᾶτε. Κανεὶς μὴ λείψῃ. Δεχθῆτε τὴν πρόσκλησι. Πόσο φοβερὸ λοιπὸν καὶ τραγικὸ θὰ εἶναι νὰ μοιάσουμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τῆς Παραβολῆς πού, ἐνῶ ἄκουσαν τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ἄρχισαν νὰ ὑποβάλλουν παραιτήσεις, προ-φασιζόμενοι ὡς ἐμπόδια ἄλλοι οἰκονομι-κὲς ὑποθέσεις, ἄλλοι γεωργικές, ἄλλοι οἰκογενειακές. Ὅλοι ζήτησαν νὰ καταστή-σουν δικαιολογημένη τὴν ἀπουσία τους. Βέβαια νόμιμες ἦσαν οἱ ἀπασχολήσεις τους. Ὅμως δὲν ἄξιζαν περισσότερο ἀπὸ τὴν συμμετοχή τους στὸ βασιλικὸ μέγα δεῖπνο. Κι ὅλες αὐτὲς ἔγιναν αἰτία νὰ χάσουν τελικῶς τὸ οὐράνιο πανηγύρι. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς διδάξῃ πολύ. Ὅταν προσκολληθοῦμε ἀκόμη καὶ σὲ νόμιμες δραστηριότητές μας, τότε αὐτὲς γίνονται σοβαρὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν πνευματική μας ζωὴ καὶ τὴν κληρονομία τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας. Μὴ προσκολλώμαστε λοιπὸν στὰ καθημερινὰ καὶ προσωρινά. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς στὰ μεγάλα καὶ αἰώνια. Μὴ κλείνουμε τ’ αὐτιά μας στὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ, στὴν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς στὴν θεία Λατρεία, στὴν τακτικὴ ἱερὰ Ἐξομολόγησι, σὲ μία πνευματικὴ ὁμιλία. Βέβαια πάντοτε κάποιο ἐμπόδιο θὰ βρίσκεται μπροστά μας γιὰ νὰ ἀπουσιάζουμε: οἱ νέοι γονεῖς τὰ παιδιά τους καὶ τὶς πολλὲς ἐργασίες τους, οἱ μεσήλικες ἄλλες ἀσχολίες τους, οἱ μεγαλύτεροι τὴν φύλαξι τῶν ἐγγο-νῶν καὶ μύριες ἄλλες ὑποχρεώσεις. Ἐὰν ὅμως ἔτσι χάνουμε τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Χριστός, κινδυνεύουμε νὰ σκληρυν-θοῦμε, νὰ ἀγριεύσουμε, νὰ ἀλλοτριωθοῦμε καὶ τελικῶς νὰ χαλάσουμε τὰ πνευματικά μας αἰσθητήρια καὶ νὰ χάσουμε τὸν Χριστὸ γιὰ πάντα. Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ ἱεραρχοῦμε σωστὰ τὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς. Νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν ἀξία τῆς θείας προσκλήσεως. Νὰ συναισθανθοῦμε ποιὸς μᾶς καλεῖ καὶ ποῦ μᾶς καλεῖ! Καὶ νὰ ποῦμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας: Μὲ καλεῖ ὁ Θεὸς σήμερα στὴν ἐκκλησία του, αὔριο στὴ Βασιλεία του! Πῶς μπορῶ νὰ πῶ ὄχι στὸν Θεό; Πῶς μπορῶ νὰ στερηθῶ τὸ οὐράνιο μέγα δεῖπνο τοῦ Παραδείσου;
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Δημοσίευση σχολίου