Ασπρόμαυρη
φωτογραφία του Παπουλάκου, η οποία σύμφωνα με τον Κο ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟ Α.,
τέως προέδρου της Ένωσης Αρμπουνέων - Καλαβρύτων στην Αθήνα «Ο Άγιος
Αθανάσιος», είναι η μοναδική που σώζεται. Βρέθηκε τυχαία από ένα μέλος
της Ένωσης σε ένα κουρείο στην Αθήνα, όπου ο ιδιοκτήτης του καταστήματος
την κατείχε ως κειμήλιο από τους γονείς του. Στο κάτω μέρος της
φωτογραφίας διακρίνονται μετά δυσκολίας η λέξη «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟC» και η
χρονολογία «ΑΩΝ» (=1850). Τα χαρακτηριστικά του προσώπου που εικονίζεται
ταιριάζουν καταπληκτικά στις περιγραφές του Παπουλάκου και άλλωστε δεν
υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί η γνησιότητά της. (Βρίσκεται στου
ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Α. Α., Ο Αληθινός Παπουλάκος, Αθήνα 1984, σ. 3).
Το
πρόσωπο με το οποίο θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία έζησε και
έδρασε στην εποχή της αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα. Η
ύπαρξη ενός ελληνικού κράτους ήταν μία αναγκαία ιστορική πραγματικότητα.
Η δημόσια διοίκηση προσπαθούσε να οργανωθεί κατά τα πρότυπα των λοιπών
δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Ο λαός που κατοικούσε στον τότε ελλαδικό χώρο
έπρεπε να δεχθεί μία νέα υπό διαμόρφωση εξουσία. Το κράτος παρεμβατικού
τύπου σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής των πολιτών, δεν ήταν κάτι
συνηθισμένο στους κατοίκους της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξάλλου,
ο αγώνας του 1821 για ελευθερία είχε επιδράσει στις ψυχές των ανθρώπων,
καθόσον δεν ήταν αγώνας ελευθερίας μόνο σωμάτων, αλλά και ψυχών. Στα
πλαίσια αυτά, ο Παπουλάκος, μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, με την
ζωή του και τον αγώνα του εξέφραζε μία αντίδραση του γαλουχημένου στην
Ορθόδοξη παράδοση λαού, έναντι των αλλοιώσεών από το ισχυρό κοσμικό
πνεύμα του διαφωτισμού, που με την υλική του λάμψη, άρχισε να εισέρχεται
και να επιβάλλεται από το νεοσύστατο κράτος, θαμπώνοντας και
ανατρέποντας συθέμελα στις ψυχές των ανθρώπων τις πατροπαράδοτες αξίες.
Τα χρόνια του Παπουλάκου ως λαϊκού.
Ο μοναχός Χριστόφορος, κατά κόσμο Χρήστος ή Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, γεννήθηκε στο μικρό ορεινό χωριό Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων, γύρω στα 1780 με 90 . Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του.... δεν υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία, καθώς ζούσε μία απλή συνηθισμένη ζωή ενός χωρικού, η οποία με τίποτα δεν προμήνυε αυτά που θα επακολουθούσαν. Από τις σωζόμενες επιστολές του, φαίνεται ότι ήξερε πολύ λίγα γράμματα, ίσως να είχε φοιτήσει στις πρώτες τάξεις δημοτικού σχολείου ή είχε διδαχτεί από κάποιον μοναχό ή ιερέα, λόγω της ανάγκης ανάγνωσης των εκκλησιαστικών βιβλίων. Η κλίση και η αγάπη του στην Ορθόδοξη λατρεία ήταν έκδηλη από την μικρή του ηλικία. Άναβε τα καντήλια σε εγκαταλειμμένες Εκκλησίες, μελετούσε με αφοσίωση τα συναξάρια και γενικώς βίωνε, απλοϊκά, τον πατροπαράδοτο Ορθόδοξο τρόπο ζωής.
Μετερχόταν το επάγγελμα του κρεοπώλη, έσφαζε ζώα και εμπορευόταν κρέατα στα γύρω χωριά του δήμου Κλειτορίας, μαζί με τα τρία αδέλφια του. Από το επάγγελμά του προσπόριζε αρκετά, ώστε να έχει μία ευπρεπής, για τα δύσκολα δεδομένα της εποχής, ζωή . Σε προχωρημένη, πλέον, ηλικία αρρώστησε βαριά, πιθανώς από τυφοειδή πυρετό και έμεινε αναίσθητος επί τρεις ημέρες. Η ανάρρωση του ήταν ξαφνική, αλλά το γεγονός αυτό, τον συγκλόνισε με αποτέλεσμα εξίσου αιφνιδιαστικά να παραδώσει την περιουσία του στα αδέλφια του και να εγκαταλείψει τα εγκόσμια.
Τα πρώτα χρόνια του ως μοναχός
Έγινε μοναχός σε αρκετά μεγάλη ηλικία και ονομάστηκε Χριστόφορος. Το πιο πιθανό είναι να εκάρη στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, μετόχι της Αγίας Λαύρας ή κατά άλλους στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου , όπου και μόνασε για μικρό χρονικό διάστημα. Αμέσως μετά άρχισε να επαιτεί, περιφερόμενος στα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων. Λόγω του ασκητικού τρόπου ζωής του, περίσσευαν οι ελεημοσύνες που συγκέντρωνε σε είδη και χρήματα, για αυτό τα έδιδε στους πτωχούς, παρακαλώντας τους να μην διαδίδουν τις χειρονομίες του. Το 1847 εγκατέλειψε τον πλάνητα βίο και εγκαταστάθηκε σε ένα κτήμα του, σε υπερκείμενο στο χωριό του όρος, όπου έχτισε μία καλύβα και ξεκίνησε να ανεγείρει μικρό Μονύδριο - ασκητήριο, προς τιμή της κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το ίδιο έτος και προκειμένου ολοκληρώσει το οικοδόμημα του ασκηταριού του άρχισε να περιοδεύει και να κηρύττει στα χωριά της Αχαΐας και κατόπιν της Αρκαδίας.
Η προδοσία και η σύλληψη
Ότι δεν κατάφεραν τα όπλα και η στρατιωτική επιβολή το κατάφεραν «τα παντοδύναμα χρήματα» . Ένας από τους περισσότερο πιστούς ακόλουθους του Παπουλάκου, ο Παπαβασίλαρος, από το χωριό Λαγκάδια του δήμου Λεύκτρου, υπέκυψε στο πάθος της πλεονεξίας και δέχτηκε προσφορά έξι χιλιάδων δραχμών για να τον καταδώσει. Το κρησφύγετό του στον Ταΰγετο ήταν άγνωστο και η σύλληψή του σε μέρη που τον προστάτευαν οι χωρικοί εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι, κατόπιν διαπραγματεύσεων που έγιναν από τον έπαρχο και τον υπομοίραρχο της χωροφυλακής Οιτύλου, εξ ονόματος του νομάρχου και του γενικού αρχηγού των στρατιωτικών δυνάμεων, Γενναίου Κολοκοτρώνη, ο πλεονέκτης ιερέας συμφώνησε να τον παραδώσει με ειδικό σχέδιο που καταστρώθηκε προς τούτο. Παρέλαβε ένα χωροφύλακα, μεταμφιεσμένο σε Λάκωνα και μετέβησαν στην Μονή Βοϊδονίτσης, όπου κρυβόταν. Ο ανύποπτος Παπουλάκος, εντωμεταξύ, επειδή έβλεπε τον κλοιό να σφίγγει ασφυκτικά, σκέφτηκε να αποδράσει στην Κρήτη. Όταν είδε τον Παπαβασίλαρο του ζήτησε να μεταβή στον δήμο Κολοκυνθίου, όπου έμπιστοι άνθρωποί του να ετοιμάσουν φρουρά για να διαφύγει με ασφάλεια. Παρήγγειλε, επίσης να λάβει από τον επίσκοπο Ασήνης έγγραφο που να παρακινεί τους κατοίκους για να τον συνδράμουν στην διαφυγή του. Ο Παπαβασίλαρος ανήγγειλε την αποστολή του στον έπαρχο και στον υπομοίραρχο. Αυτοί αμέσως του έδωσαν έξι χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σε Λάκωνες και τον εφοδίασαν με πλαστό έγγραφο δήθεν του επισκόπου Ασήνης, που τον παρακινούσε να συνεχίσει τις διδαχές του και να κηρύξει στο χωριό Κολοκύνθιον.
Τα χρόνια του Παπουλάκου ως λαϊκού.
Ο μοναχός Χριστόφορος, κατά κόσμο Χρήστος ή Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, γεννήθηκε στο μικρό ορεινό χωριό Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων, γύρω στα 1780 με 90 . Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του.... δεν υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία, καθώς ζούσε μία απλή συνηθισμένη ζωή ενός χωρικού, η οποία με τίποτα δεν προμήνυε αυτά που θα επακολουθούσαν. Από τις σωζόμενες επιστολές του, φαίνεται ότι ήξερε πολύ λίγα γράμματα, ίσως να είχε φοιτήσει στις πρώτες τάξεις δημοτικού σχολείου ή είχε διδαχτεί από κάποιον μοναχό ή ιερέα, λόγω της ανάγκης ανάγνωσης των εκκλησιαστικών βιβλίων. Η κλίση και η αγάπη του στην Ορθόδοξη λατρεία ήταν έκδηλη από την μικρή του ηλικία. Άναβε τα καντήλια σε εγκαταλειμμένες Εκκλησίες, μελετούσε με αφοσίωση τα συναξάρια και γενικώς βίωνε, απλοϊκά, τον πατροπαράδοτο Ορθόδοξο τρόπο ζωής.
Μετερχόταν το επάγγελμα του κρεοπώλη, έσφαζε ζώα και εμπορευόταν κρέατα στα γύρω χωριά του δήμου Κλειτορίας, μαζί με τα τρία αδέλφια του. Από το επάγγελμά του προσπόριζε αρκετά, ώστε να έχει μία ευπρεπής, για τα δύσκολα δεδομένα της εποχής, ζωή . Σε προχωρημένη, πλέον, ηλικία αρρώστησε βαριά, πιθανώς από τυφοειδή πυρετό και έμεινε αναίσθητος επί τρεις ημέρες. Η ανάρρωση του ήταν ξαφνική, αλλά το γεγονός αυτό, τον συγκλόνισε με αποτέλεσμα εξίσου αιφνιδιαστικά να παραδώσει την περιουσία του στα αδέλφια του και να εγκαταλείψει τα εγκόσμια.
Τα πρώτα χρόνια του ως μοναχός
Έγινε μοναχός σε αρκετά μεγάλη ηλικία και ονομάστηκε Χριστόφορος. Το πιο πιθανό είναι να εκάρη στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, μετόχι της Αγίας Λαύρας ή κατά άλλους στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου , όπου και μόνασε για μικρό χρονικό διάστημα. Αμέσως μετά άρχισε να επαιτεί, περιφερόμενος στα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων. Λόγω του ασκητικού τρόπου ζωής του, περίσσευαν οι ελεημοσύνες που συγκέντρωνε σε είδη και χρήματα, για αυτό τα έδιδε στους πτωχούς, παρακαλώντας τους να μην διαδίδουν τις χειρονομίες του. Το 1847 εγκατέλειψε τον πλάνητα βίο και εγκαταστάθηκε σε ένα κτήμα του, σε υπερκείμενο στο χωριό του όρος, όπου έχτισε μία καλύβα και ξεκίνησε να ανεγείρει μικρό Μονύδριο - ασκητήριο, προς τιμή της κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το ίδιο έτος και προκειμένου ολοκληρώσει το οικοδόμημα του ασκηταριού του άρχισε να περιοδεύει και να κηρύττει στα χωριά της Αχαΐας και κατόπιν της Αρκαδίας.
Η προδοσία και η σύλληψη
Ότι δεν κατάφεραν τα όπλα και η στρατιωτική επιβολή το κατάφεραν «τα παντοδύναμα χρήματα» . Ένας από τους περισσότερο πιστούς ακόλουθους του Παπουλάκου, ο Παπαβασίλαρος, από το χωριό Λαγκάδια του δήμου Λεύκτρου, υπέκυψε στο πάθος της πλεονεξίας και δέχτηκε προσφορά έξι χιλιάδων δραχμών για να τον καταδώσει. Το κρησφύγετό του στον Ταΰγετο ήταν άγνωστο και η σύλληψή του σε μέρη που τον προστάτευαν οι χωρικοί εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι, κατόπιν διαπραγματεύσεων που έγιναν από τον έπαρχο και τον υπομοίραρχο της χωροφυλακής Οιτύλου, εξ ονόματος του νομάρχου και του γενικού αρχηγού των στρατιωτικών δυνάμεων, Γενναίου Κολοκοτρώνη, ο πλεονέκτης ιερέας συμφώνησε να τον παραδώσει με ειδικό σχέδιο που καταστρώθηκε προς τούτο. Παρέλαβε ένα χωροφύλακα, μεταμφιεσμένο σε Λάκωνα και μετέβησαν στην Μονή Βοϊδονίτσης, όπου κρυβόταν. Ο ανύποπτος Παπουλάκος, εντωμεταξύ, επειδή έβλεπε τον κλοιό να σφίγγει ασφυκτικά, σκέφτηκε να αποδράσει στην Κρήτη. Όταν είδε τον Παπαβασίλαρο του ζήτησε να μεταβή στον δήμο Κολοκυνθίου, όπου έμπιστοι άνθρωποί του να ετοιμάσουν φρουρά για να διαφύγει με ασφάλεια. Παρήγγειλε, επίσης να λάβει από τον επίσκοπο Ασήνης έγγραφο που να παρακινεί τους κατοίκους για να τον συνδράμουν στην διαφυγή του. Ο Παπαβασίλαρος ανήγγειλε την αποστολή του στον έπαρχο και στον υπομοίραρχο. Αυτοί αμέσως του έδωσαν έξι χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σε Λάκωνες και τον εφοδίασαν με πλαστό έγγραφο δήθεν του επισκόπου Ασήνης, που τον παρακινούσε να συνεχίσει τις διδαχές του και να κηρύξει στο χωριό Κολοκύνθιον.
Το τέχνασμα πέτυχε και ο Παπουλάκος πεισθείς, ακολούθησε την «φρουρά» του Παπαβασίλαρου. Την 23 Ιουνίου 1952 αναχώρησε από την Μονή Βοϊδονίτσης. Την επομένη, 24 Ιουνίου, φτάνοντας στην Μονή του Τζέγκου, του δήμου Οιτύλου, τον συνέλαβαν χωρίς να προβάλει καμία αντίσταση. Από τα παράλια της Καρδαμύλης τον επιβίβασαν στην γολέττα «Ματθίλδη» και από εκεί στο ατμόπλοιο «Οθων», όπου παρέμενε έγκλειστος. Μεταφέρθηκε στο Γύθειο και αργότερα, την 27 Ιουνίου 1852, το ατμόπλοιο προσόρμισε στον Πειραιά. Έτσι έλαβε τέλος η έντονη κηρυκτική δράση του Παπουλάκου, η οποία είχε ως συνέπεια όλα τα προαναφερθέντα σημαντικά για την εποχή γεγονότα που ο τότε τύπος τα τιτλοφόρησε ως τα «Χριστοφορικά».
Η θλίψη διαδέχτηκε το άγγελμα της συλλήψεώς του, η παρουσία όμως των ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων και οι μαζικές συλλήψεις που είχαν γίνει, εμπόδιζαν τις εκδηλώσεις συμπαθείας. Το μένος των Μανιατών για την σύλληψη στράφηκε εναντίον του καταδότη ιερέα, ο οποίος φοβούμενος για την ζωή του, έφυγε στην Αθήνα για να παραλάβει την αμοιβή του. Προτάθηκε δε, να γίνει στρατιωτικός ιερέας για να απομακρυνθεί μόνιμα από την εξημμένη εναντίον του περιοχή. Μεταφέρθηκε στις Σπέτσες, αλλά όταν μαθεύτηκε ότι έφτασε το πλοίο που τον μετέφερε, συγκεντρώθηκε πλήθος με άγριες διαθέσεις. Σώθηκε από στρατιωτική φρουρά. Τελικά λίγο αργότερα φονεύτηκε από ένα νέο, ο οποίος σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, εκδικείτο την οικογενειακή του τιμή, διότι ο Παπαβασίλαρος είχε βιάσει την αδελφή του. Οι εφημερίδες έγραψαν, επίσης, ότι ο πατέρας του ιερέα, μόλις έμαθε τον θάνατο του υιού του, άμειψε σπαρτιάτικα με δύο τάλιρα τον κομιστή της ευχάριστης είδησης.
Η δίκη
Στην Αθήνα είτε από περιέργεια είτε από ευλάβεια έγιναν διάφορες αναστατώσεις για να δει ο κόσμος τον Παπουλάκο που φρουρείτο στο ατμόπλοιο. Επειδή είχε καταπονηθεί ο οργανισμός του από τις κακουχίες της συλλήψεώς του, τον εξέτασαν ιατροί, οι οποίοι συνέστησαν να αποβιβαστεί. Μετά από λίγες ημέρες μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου, όπου δόθηκε εντολή να μην επιτρέπεται η επαφή του με κανέναν.
Σε όσους συνελήφθησαν την περίοδο της εξάψεως (συμμετέχοντες στα γεγονότα της «καλογηρικής συνωμοσίας») δόθηκε χάρη με το από 9 Αυγούστου 1852 Βασιλικό Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στις 22 του ιδίου μήνα, ενώ εννέα άτομα οι οποίοι θεωρήθηκαν πρωτεργάτες παραπέμφθηκαν σε δίκη για παραβάσεις σε βαθμό πλημμελήματος. Ο Παπουλάκος δε και ορισμένοι πιστοί ακόλουθοί του, ορίστηκε να δικαστούν για παραβάσεις σε βαθμό κακουργήματος, την 26 Ιουνίου 1853, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών, ως υπαίτιοι στάσεως κατά των καθεστώτων . Παρόλη την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, συνέρρευσαν πλήθη κόσμου στην δίκη. Ο Παπουλάκος στο δικαστήριο εύτολμος και ατάραχος, έδειξε ότι επιθυμούσε να δικαστεί και δήλωσε ότι δεν χρειαζόταν συνήγορο, διότι είχε τον Ιησού Χριστό για να αποδείξει την αθωότητά του . Οι διεθνείς συγκυρίες, με τον Κριμαϊκό πόλεμο επί θύρες, είχε προκαλέσει ανησυχία στην κυβέρνηση για την στάση της Ρωσίας. Έτσι η δίκη, λόγω της υποστήριξης που είχε ο Παπουλάκος από τους διαλυθέντες Φιλορθόδοξους και κατ' επέκταση από το ρωσόφιλο κόμμα, απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δόθηκε αναβολή στην δίκη, εξαιτίας της απουσίας μαρτύρων, για την 16 Σεπτεμβρίου 1853. Τελικώς, κατά τον Αύγουστο 1853, δόθηκε χάρη και όλοι οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν των ποινικών κατηγοριών με Βασιλικό Διάταγμα, επειδή (όπως έλεγε το Διάταγμα) έδειξαν φανερά σημεία μεταμέλειας . Ο Παπουλάκος όμως ιδιαιτέρως παραπέμφθηκε, για τον περαιτέρω πειθαρχικό του έλεγχο, στην Ιερά Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τον μόνιμο περιορισμό του στην Μονή Παναχράντου στην Άνδρο.
Ο εγκλεισμός στην Μονή Παναχράντου και το τέλος
Στην Μονή Παναχράντου διαμορφώθηκε ένα ειδικό μοναχικό κελί, που το φρουρούσε ένας χωροφύλακας. Τις ημέρες μπορούσε να συμμετέχει κανονικά στο πρόγραμμα των ακολουθιών της Μονής και το βράδι εγκλειόταν, φρουρούμενος στο κελί του. Με τον χαρακτήρα του κέρδισε την υπόληψη του ηγουμένου και των μοναχών της Μονής, ενώ η φήμη του έλκυε για πολύ καιρό κόσμο. Επίσης, συνέχισε να κηρύττει στον συγκεντρωμένο κόσμο εντός της Μονής, όταν εύρισκε ευκαιρία. Από τους ανθρώπους που πίστευαν σε αυτόν, διαδιδόταν ότι ακόμα επιτελούσε θαύματα, αλλά το ενδιαφέρον των εφημερίδων και της κοινής γνώμης είχε απορροφηθεί στα δραματικά διεθνή γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου που επηρέαζαν άμεσα την χώρα μας. Κοιμήθηκε το βράδι της 18 προς 19 Ιανουαρίου 1861 , ησύχως και σχεδόν λησμονημένος από τον πολύ τον κόσμο.
Η μνήμη του στις μέρες μας
Ετάφη στο κοιμητήριο της Μονής Παναχράντου και από τους πρώτους χρόνους της κοίμησής του έγιναν προσπάθειες για την επίσημη αγιοκατάταξή του, την ανακομιδή των λειψάνων του και την φιλοτέχνηση της εικόνας του, χωρίς όμως αποτέλεσμα για πολλές δεκαετίες. Η «αντιεξουσιαστική» του δράση δημιουργούσε πρόβλημα στην ευρύτερη επίσημη αναγνώρισή του. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να αποκαθίσταται η μνήμη του στην συνείδηση όχι μόνο των απλών πιστών, που ούτως ή άλλως πάντα πίστευαν στην αγιότητά του, αλλά και στην συνείδηση των ανώτατων εκκλησιαστικών Ιεραρχών. Υπάρχουν πλήθος επίσημων αναφορών επισκόπων που αναγνωρίζουν το έργο του, ακόμα και την αγιότητά του . Η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία παρέμειναν στο οστεοφυλάκιο της Μονής Παναχράντου, δεν έγινε με επισημότητα. Ύστερα από επιμονή των κατοίκων του χωριού του Παπουλάκου, ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος, στις 12 Σεπτεμβρίου 1973 φρόντισε να μεταφερθεί η κάρα του στο ναό του Μονυδρίου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στα Άρμπουνα Καλαβρύτων, που είχε κτίσει ο ίδιος. Έκτοτε πλήθος κόσμου προσέρχεται στο ορεινό χωριό και ασπάζεται την κάρα του, η οποία έχει τεθεί σε επίχρυση λειψανοθήκη και λέγεται ότι ευωδιάζει και θαυματουργεί. Έχουν συνταχθεί ιερές ακολουθίες και παρακλητικός κανών προς τιμήν του . Επίσης, έχει ιστορηθεί η εικόνα του και υπάρχει μικρό ιδιωτικό Εκκλησάκι στα Άρμπουνα και παρεκκλήσιο στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφεiμ του Σάρωφ στο Τρίκορφο Φωκίδος, που τιμώνται ανεπισήμως στο όνομά του. Πλήθος είναι και οι σύγχρονες μαρτυρίες, που έχουν παραμείνει από προφορική παράδοση, αναφορικά με τα κηρύγματά του, τις προφητείες του, τα θαύματά του εν ζωή, ακόμα και μετά θάνατον. Τέλος, το όνομά του παραμένει ακόμα προς επίσημη αγιοκατάταξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πολύ σοφά περιμένει να αφουγκραστεί την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησιάς, ξεκαθαρισμένη με το πέρασμα του χρόνου από βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες, ώστε να προβεί ανεπηρέαστα στις δέουσες ενέργειες.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τελικά ένα ερώτημα που παραμένει αιωρούμενο, μετά από αυτήν την εργασία, είναι: ήταν όντως ο Παπουλάκος άγιος ή μήπως ένας απλός κοινωνικός επαναστάτης ή μήπως ακόμα και ένας λαοπλάνος αγύρτης; Οι απλοϊκοί χωρικοί της εποχής, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, πίστεψαν ότι ήταν άγιος. Ο λόγος του, τους συνέπαιρνε, μιλούσε κατ' ουσία την «γλώσσα» που μπορούσαν να καταλάβουν και η ευθύτητα του χαρακτήρα του, σε συνδυασμό με την σεβάσμια φυσιογνωμία του, τους έδινε αυτό που αποζητούσαν στο «ράσο», την ελπίδα της σωτηρίας. Επίσης, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι υπέδειξε «ανυπακοή» απέναντι στην Ιερά Σύνοδο και στην εξουσία του κράτους, παροτρύνοντας προς τούτο και τους πιστούς, με αποτέλεσμα οι χωρικοί να φτάσουν τα όρια της ένοπλης στάσης. Όλα αυτά στην πονηρή και συμφεροντολογική εποχή μας, δημιουργούν σύγχυση και πλήθος αμφιβολιών, αλλά πριν καταλήξουμε στο συμπέρασμά μας, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε τα εσωτερικά υποκειμενικά στοιχεία που τον οδήγησαν σε αυτήν την, φαινομενικά παράδοξη, εξωτερική συμπεριφορά.
Η Ιερά Σύνοδος (γέννημα και αυτή «ανυπακοής» απέναντι στην μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης) και η κρατική εξουσία της εποχής είναι δεδομένο ότι δεν βάδιζαν σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση. Η δεύτερη είχε υποτάξει την πρώτη στα κοσμικά της συμφέροντα και σε συνδυασμό με τον απαράδεκτο τρόπο που έγιναν οι όντως αναγκαίες θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, δικαιολογούν την αντίδραση του Παπουλάκου, τόσο κοινωνικά όσο και θεολογικά. Επομένως δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή η θολή γενική άποψη που εξάγεται από τα «Ιστορικά Σημειώματα» του Μπάμπη Αννίνου, ότι ήταν ένας επικίνδυνος αγύρτης και η έπαρση υπερηφανείας από την οποία διακατείχετο τον οδηγούσε στο να πλανά με εξαιρετικά ανόητο τρόπο τους ευκολόπιστους και «απολίτιστους» χωρικούς. Ο αγώνας του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν αποκύημα έπαρσης, εφόσον ήταν δίκαιος και περαιτέρω οι «απολίτιστοι» χωρικοί δεν πίστεψαν στον Παπουλάκο ανόητα, χωρίς λογική, αφού τους έδωσε ξανά ένα ευαγγελικό νόημα ζωής, λαμβάνοντας υπόψη ότι είχαν αρχίσει να χάνουν κάθε ελπίδα και πίστη, συνεπεία των αλλεπάλληλων συμφορών που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821.
Επίσης, με τον τρόπο που προχώρησε στην όλη δράση του δεν διαφαίνεται να οργανώθηκε για μία μυστική ανατροπή του καθεστώτος. Παρ' όλες τις σχέσεις του με την Φιλορθόδοξη Εταιρεία, είχε ανεξάρτητη δική του πορεία. Ο στόχος του ήταν οι απλοϊκοί άνθρωποι και οι συνειδήσεις τους. Ο ανεπιτήδευτος λόγος του, η ασκητικότητά του και οι αδιαμφισβήτητες ελεημοσύνες του, του δίνουν ακεραιότητα και ευθύτητα χαρακτήρα. Επιπλέον, από τα κηρύγματά του προκύπτει η μεγάλη ηθική και λατρευτική Ορθόδοξη καλλιέργεια του λαού σε χρόνια δύσκολα. Ίσως να ήταν ατόπημα η «εκστρατεία» του στην Καλαμάτα και η ομαδική δράση ενόπλων ακολούθων του, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο μπορούσε να ελέγξει απόλυτα τους σκληροτράχηλους Μανιάτες και γενικότερα τους λοιπούς χωρικούς που τον ακολουθούσαν και διέδιδαν διάφορες φήμες γύρω από το όνομά του.
Στην Ορθοδοξία οι αμφιβολίες ακολουθούν κάθε δογματική Αλήθεια και σε αυτό έγκειται η ελευθερία του ανθρώπου. Ο Ιησούς Χριστός επιθυμεί την εθελούσια ελεύθερη πίστη του ανθρώπου στην Αλήθεια, την οποία φανερώνει σκιωδώς στην αρχή και αργότερα του δίνει και τις αποδείξεις - αποκαλύψεις που χρειάζεται. Δηλαδή η πίστη πάντα προηγείται των ξεκάθαρων προσωπικών αποδείξεων, ενώ εάν θέλει κάποιος παραμένει στην διαφορετική του άποψη, η οποία τεκμηριώνεται από την σύγχυση των αμφιβολιών του. Ομοίως, ξεκάθαρη επιστημονική απόδειξη είναι αδύνατον να βρεθεί στα περί αγιότητος ζητήματα, αλλά ακόμα και αυτή εάν υπήρχε πάλι θα αμφισβητείτο. Έτσι ανεξαρτήτως, της επισήμου αναγνώρισης του Παπουλάκου ως αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το πρόσωπό του θα συνεχίσει να είναι σημείο αντιλεγόμενο. Εν ολίγοις, συμπεραίνεται ότι το ερώτημα που θέσαμε στην αρχή του επιλόγου δέχεται απάντηση και προσδιορίζεται υποκειμενικά ανάλογα με την προσωπική τοποθέτηση του καθενός στα θέματα πίστεως και την αγάπη του για την Αλήθεια.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ, ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ - ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 1987