Του Σπύρου Νεραϊδιώτη*
Τον άκουσα, δεν τον είδα που ήταν
ανάμεσα στους λιγοστούς προσκυνητές, που ανηφόριζαν το μικρό μονοπάτι
που πάει προς την Αγία Κυριακή. Το ξωκλήσι που στο παρελθόν ήταν
μοναστήρι, το οποίο χρονολογείται από τον 7ο αιώνα και βρίσκεται στη
Νεράιδα των Τζουμέρκων. Κοντοστάθηκα για λίγο να αφουγκραστώ τη φωνή
του, νιώθοντας συγχρόνως το αεράκι να με χαϊδεύει και να μου δροσίζει το
πρόσωπο. Μου φάνηκε γνώριμη η φωνή, χαρακτηριστική, δωρική, με τα
τζουμερκιώτικα ιδιώματα και την προφορά. Την είχα ματακούσει πολλές
φορές αυτή τη φωνή, από μικρό παιδί και μου ‘μεινε μες στην ψυχή μου,
χαραγμένη και ανεξίτηλη. Ένα ελαφρύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε τότε στα χείλη
μου. Αυτός είναι! είπα μέσα μου. Ναι αυτός, ο λεβεντόπαπας! Ο παπα –
Θωμάς! Ανέβαινε με βήμα αργό την ανηφοριά ακουμπισμένος στο μπαστούνι
του, παρά τα ενενήντα χρόνια που κουβαλάει στη ράχη του. Πηγαίνει στην
Αγία που γιορτάζει, να προσκυνήσει στη Χάρη της. Εκείνη τη στιγμή μες
στο μυαλό μου αστραπιαία, άρχισαν να ξετυλίγονται σαν κινηματογραφική
ταινία, εικόνες από τα παλιά. Τότε που ο παπα – Θωμάς ήταν για πολλά
χρόνια εφημέριος στη Νεράιδα, τη νύμφη των ανατολικών Τζουμέρκων. Τον
αγαπούσε ολόκληρο το χωριό και τον σέβονταν. Παπάς που με το δικό του
αυθεντικό τρόπο έβαλε τη δική του σφραγίδα στην τοπική κοινωνία της
ορεινής πατρίδας. Στον ιερό χώρο της εκκλησίας θαρρείς πως ήταν ένας
ιερωμένος με μορφή αγίου. Αλλά έξω απ’ αυτή έπαιρνε ένα εντελώς
διαφορετικό ύφος. Γίνονταν ένας επαναστάτης, απόγονος του Παπαφλέσσα και
του Αθανάσιου Διάκου. Άρχοντας πραγματικός, σκληρός με την αδικία,
αυστηρός με τον εαυτό του, συμπαραστάτης των αδυνάτων και κατατρεγμένων,
ακούραστος εργάτης στην υπηρεσία του ποιμνίου του, ατίθασος με τους
υψηλά ιστάμενους στο πολιτικό και εκκλησιαστικό στερέωμα, ευαίσθητος σαν
άνθρωπος, που στο άκουσμα της μελωδίας του «Χριστός Ανέστη» τον είδα να
δακρύζει.
Παπάς με προσφορά στην πνευματική
υπόσταση της εκκλησίας και στην κοινωνική ζωή της μικρής μας πατρίδας. Ο
ακρογωνιαίος λίθος, κυρίως τους χειμερινούς μήνες, που αντιμετώπιζε
κάθε πρόβλημα των λιγοστών κατοίκων. Εκείνα τα χρόνια, όταν έπεφτε πολύ
χιόνι, γύρναγε από σπίτι σε σπίτι στο χωριό και φώναζε: «χωριανοί, είστε
καλά;». Ανάσταση έβγαζε περιμένοντας να έρθει και ο τελευταίος,
ρωτώντας «είμαστε όλοι εδώ;». Μερακλής
άνθρωπος ο παπα – Θωμάς. Στο πανηγύρι χόρευε τον Παλαμιώτη.
Ανασκούμπωνε τις δυο άκρες του ράσου στη μέση του και αφήνονταν στο
ρυθμό του τραγουδιού. Μερακλώνονταν, χόρευε και εκφράζονταν. Και στο
Διπλοκάγκελο, μαζί με τους άλλους παπάδες έσερνε το χορό στο πανηγύρι
της Νεράιδας. Χωρίς να το
καταλάβω έφτασα δίπλα του, τον χαιρέτησα εγκάρδια με εκτίμηση και
σεβασμό. Σταμάτησε, κοίταξε άνωθεν σα να ήθελε να ευχαριστήσει το Θεό,
πήρε μια βαθιά ανάσα να ξαποστάσει, βγάζοντας από τα ρουθούνια του
ανακούφιση, λέγοντας με φωνή τρεμάμενη και κουρασμένη. – Δε μπορούσα
παιδί μου να μην έρθω στην Αγία… θα το είχα βάρος στην συνείδησή μου…
Όπως εσύ παιδί μου, έχεις πάθος και αγάπη για το χορό,… άλλο τόσο έχω κι
εγώ για αυτά τα άγια μέρη… Στη Νεράιδα παιδί μου, βρίσκεται η μισή μου
καρδιά, και η άλλη μισή στην Αγία… Μόνο που δεν με ακούνε τα ποδάρια
μου, για… και λίγο η μέση με πονάει, αλλά να… βλέπεις που η Αγία με
αξίωσε να έρθω.Κι εκείνη την
στιγμή πιάνοντας το ίσιωμα, φτάσαμε στο αλώνι. Γιατί το μοναστήρι της
Αγίας Κυριακής παλιότερα είχε στάρια, χίλιες σιούτες γίδες, μελίσσια
πολλά, κηπευτικά και τις μέρες εκείνες οι προσκυνητές, είχαν ένα πιάτο
φαγητό. Αλλά και τον άλλο καιρό που οι πιστοί και οι διαβάτες πέρναγαν
από το μοναστήρι δεν έμειναν νηστικοί, εύρισκαν να φάνε και να
ξημερώσουν εκεί. Ο παπα – Θωμάς
μπήκε μέσα στο χώρο της εκκλησίας, για να τον αντικρύσω λίγο αργότερα
έξω, στην πίσω αυλή του Ναού. Τον είδα να αγναντεύει απάνω ψηλά το
στεφάνι (απότομη βουνοπλαγιά), με δέος. – Να, εκεί μου λέει, με ύφος
επιβλητικό, δείχνοντας με το χέρι του. Ω! του θαύματος! Εκεί είδα το
καντήλι της Αγίας, να φέγγει τα μεσάνυχτα! Γύρισε προς το μέρος μου
συγκινημένος, ακούμπησε στο μπαστούνι του παίρνοντας το ύφος του Πατρο –
Κοσμά, του μεγάλου αυτού Εθναπόστολου, που πέρασε από τα μέρη μας, και
δίδαξε για το Θεό και την Πατρίδα και προφήτεψε τη μεγάλη Επανάσταση του
Γένους. Μετά από ολιγόλεπτη παύση σα να ήθελε να σκεφτεί, άρχισε ο παπα
– Θωμάς με ιδιόμορφο και γλαφυρό ύφος να διηγείται με συγκίνηση αλλά
και θαυμασμό, τα θαύματα της Αγίας Κυριακής. Τον διέκοψε για μια στιγμή ο
ήχος της καμπάνας που χτύπαγε εκείνη την ώρα εσπερινό. Κάνοντας το
σταυρό του αναφώνησε με ευλάβεια: «Αγία Κυριακή μου, μεγάλη η Χάρη σου»
συνεχίζοντας και πάλι τη διήγηση. Μιλούσε ασταμάτητα, επαναλαμβάνοντας
αρκετές φορές τη φράση, «Ω! του θαύματος!». Σταματούσε πότε – πότε για
να ψάλλει χαμηλόφωνα, τα τροπάρια που έψαλλαν την ώρα του εσπερινού.
Γιατί ο παπα – Θωμάς έχει καλή φωνή, καθάρια, γλυκιά, μελωδική, με ρυθμό
δωρικό και χροιά ξύλινη σαν να
χτυπάνε σήμαντρα σε βυζαντινό συλλείτουργο. Και πάλι μετά να συνεχίζει.
Να λέει για τον άνθρωπο, για τις αξίες και τα ιδανικά του, να αναφέρεται
στα χωριά μας, ακόμα και για τους δύσκολους καιρούς που βιώνει η
Πατρίδα και το Έθνος, αλλά και ο πολύπαθος λαός που υποφέρει όλα αυτά τα
δεινά. Είχε μορφή αγίου όταν αναφερόταν στο Χριστό και την Αγία
Κυριακή. Το πρόσωπό του άλλοτε έπαιρνε ύφος βλοσυρό, σαν αυτό του
αγωνιστή αντάρτη της εθνικής αντίστασης, που κόρφωναν οι ράχες του
Αη-Λια και του Κριάκορα, μιλώντας για την σημερινή πολιτική κατάσταση.
Και άλλοτε έπαιρνε γαλήνια όψη, σαν «Φως Ιλαρό», όταν αναφερόταν στον
άνθρωπο, γεμάτος αγάπη. Ακόμα και τη μορφή του Αη-Γιώργη έπαιρνε,
πολιούχου της ποθεινής πατρίδας, σαν να ήθελε να καρφώσει με το βλέμμα
της ψυχής του κατάκαρδα τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, που καραδοκεί
στη γωνία για να κατασπαράξει σαν άγριο θηρίο, να αφανίσει τα
πατροπαράδοτά μας και να ισοπεδώσει τις αξίες μας. Δεν μπορούσα ούτε να
τον διακόψω, ούτε να ρωτήσω, ούτε να συμπληρώσω. Μόνο να ακούω μπορούσα.
Γιατί ο παπα – Θωμάς είναι μια ξεχωριστή, μια αυθεντική προσωπικότητα
και αξία, ένα κεφάλαιο για τον τόπο μας, μη μπορώντας να αντισταθείς στο
λυρισμό της ψυχής του. Σαν κληρικός, αγάπησε την του Χριστού Εκκλησία,
σαν άνθρωπος αγάπησε τον ίδιο τον άνθρωπο, τη φύση, την ορεινή πατρίδα.
Έτσι όπως τον συνάντησα στο χώρο της Αγίας Κυριακής, έχω την αίσθηση πως
είναι μια γλυκύτατη φυσιογνωμία. Τα κάτασπρα μαλλιά και γένια του, οι
βαθουλωτές κόγχες των ματιών του από το βαθύ γήρας, μαρτυρούν σοφία. Η
γαλήνια όψη του προσώπου του και τα ξεθωριασμένα γαλανά μάτια του,
φανερώνουν καλοσύνη και αγάπη. Θαρρώ πως ο παπα – Θωμάς είναι μια
πράγματι βιβλική μορφή. Ευλόγησον ημάς! Άγιε Γέροντα!
*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι Χοροδιδάσκαλος, λαογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός.
http://www.elliniki-gnomi.eu/archives/50014