Ο
Χριστός, κάποτε, περνώντας ανάμεσα από την Σαμάρεια και τη Γαλιλαία,
συναντά δέκα λεπρούς. Φρικτή η αρρώστια. Αθεράπευτη. Και δεν ήταν μόνο η
αίσθηση και ο φόβος ενός επικείμενου θανάτου, που αποτυπώνονταν στις
ψυχές των λεπρών. Ήταν και η απόρριψη από τους συνανθρώπους τους,
δικαιολογημένη για τα μέτρα εκείνης της εποχής, καθώς υπήρχε κίνδυνος
μετάδοσης της αρρώστιας, ωστόσο πρόσθετος σταυρός για την ψυχή των
λεπρών. Ο Χριστός ανταποκρίνεται στην παράκληση των λεπρών για έλεος.
Τους θεραπεύει. Τους δίνει την ευκαιρία να ξαναζήσουν ανάμεσα στους
ανθρώπους υγιείς. Και το κάνει αυτό χωρίς καμία προϋπόθεση. Χωρίς να
τους ζητήσει κάτι. Κι εκείνοι διαπιστώνουν έκπληκτοι το θαύμα.
Επιδεικνύουν τους εαυτούς τους στους ιερείς τους, οι οποίοι ήταν
αρμόδιοι να διαπιστώσουν την όποια θεραπεία και οι εννέα εξ αυτών
σπεύδουν να μοιραστούν τη χαρά τους με τους δικούς τους ανθρώπους. Να
εισέλθουν και πάλι στη ζωή του κόσμου. Να γίνουν φυσιολογικοί. Μόνο ένας
σκέπτεται να επιστρέψει πρώτα και να ευχαριστήσει Αυτόν που θεράπευσε
και τον ίδιο και τους συντρόφους του. Κι αυτός Σαμαρείτης. «Αλλογενής».
Ξένος του Χριστού. Και ο Κύριος διατυπώνει ξεκάθαρα το παράπονό Του:
«ουχί οι δέκα εκκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα πού; ουκ ευρέθησαν
υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω Θεώ ει μη ο αλλογενής ούτος;» (Λουκ. 17,
17-18).
Έκανε το θαύμα για να ακούσει «ευχαριστώ»;
Δεν είναι μειωτικό για έναν Θεό που Τον γνωρίζουμε άρχοντα αληθινό, να υπερβαίνει την ανθρώπινη μικρότητα και ανάγκη, να έχει έρθει για να θυσιαστεί για την σωτηρία μας από την μία και από την άλλη να παραπονιέται γιατί κάποιοι που θεράπευσε δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη ή το ξέχασαν να δοξολογήσουν το Θεό για το μεγάλο καλό που τους δόθηκε;
Μήπως τελικά και ο Θεός λειτουργεί με τα δικά μας μέτρα, σε μια σχέση συναλλαγής μαζί μας;
Τα ερωτήματα έχουν ενδιαφέρον. Είναι διατυπωμένα από την δική μας όψη των πραγμάτων, ενίοτε και μέσα από την εσφαλμένη αντίληψη που έχουμε για το Θεό, ότι Εκείνος είναι ένας Δωρεοδότης ο Οποίος πάντοτε δίνει, χωρίς να λέει ΟΧΙ και χωρίς να περιμένει καμία ανταπόδοση από την πλευρά των ανθρώπων. Επομένως, μπορούμε ελεύθερα να ζητάμε και να συνεχίζουμε τη ζωή μας, μέχρις ότου έρθει η ώρα να ξαναζητήσουμε, χωρίς να σκεπτόμαστε ότι σε μία σχέση υπάρχουν πάντοτε δύο μέρη. Έχοντας προσανατολίσει τη ζωή μας σε μία εντελώς εγωκεντρική προοπτική, με μέτρο και κριτήριο το άτομό μας, δεν μπορούμε να μπούμε στη θέση του άλλου. Τον μυθοποιούμε στα μάτια μας, ότι εκείνος είναι τέλειος, ότι δεν χρειάζεται τίποτε, στο κάτω - κάτω της γραφής είναι Θεός, είναι Ισχυρός, είναι η αποστολή Του αυτή, και το ίδιο πιστεύουμε και για όσους Τον ακολουθούν, όπως επίσης και για όλους όσους στην κοινωνία έχουν την αποστολή της διακονίας ή όσους στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δείχνουν πιο δυναμικοί και ισχυροί. Ο Χριστός δείχνει ότι αυτή η στάση ζωής είναι εσφαλμένη. Στη δική Του περίπτωση βέβαια δεν υπάρχει η ανάγκη για ευγνωμοσύνη, όμως ο Χριστός δεν μιλά μόνο για το Θεό με τον λόγο και τα έργα Του, αλλά και για τον άνθρωπο. Είναι Θεάνθρωπος και μας δείχνει τον δρόμο που καλείται να ακολουθήσει ο καθένας, για να φτάσει στο Θεό, όπως επίσης και ποια είναι η στάση ζωής που καλούμαστε να ακολουθήσουμε σε σχέση με τους συνανθρώπους μας.
Η στάση των εννέα λεπρών μαρτυρεί αγνωμοσύνη. Ο Χριστός ζητά από αυτούς όχι να ευχαριστήσουν τον ίδιο, αλλά να δοξάσουν το Θεό για την δωρεά που έλαβαν, γιατί αυτό μαρτυρεί την συναίσθηση της δικής τους αδυναμίας να βρούνε λύση και την ταπεινή αποδοχή της αγάπης του Θεού. Την ίδια στιγμή φάνηκαν απροετοίμαστοι να δείξουν ότι εκτιμούν ό,τι τους δίδεται από Εκείνον. Ότι δεν μεθούν από τη χαρά, χάνοντας τον προσανατολισμό τους, αλλά ξέρουν να κρατούν το μέτρο στη ζωή τους και να έχουν καρδιά που ευχαριστεί. Οι εννέα λεπροί, μέσα από την αγνωμοσύνη τους, δείχνουν ότι η περιπέτεια της υγείας τους, με τα συμπαρομαρτούντα της, δεν τους κατέστησε σοφότερους. Πιθανότατα να πέρασαν τα χρόνια της λέπρας τους οργισμένοι με το Θεό και τους ανθρώπους και να είδαν τη θεραπεία τους ως δικαίωση για τα βάσανα και την υπομονή τους, ως δικαίωμα το οποίο η σκληρότητα του Θεού και των ανθρώπων δεν άφηνε μέχρι τότε να ασκηθεί.
Η ιστορία των δέκα λεπρών θέτει ερωτήματα και στη δική μας ύπαρξη, ιδίως σήμερα.
Πόσο σοφότεροι γινόμαστε στις δοκιμασίες μας.
Πόσο εκτιμούμε ό,τι μας δίδεται από το Θεό και Τον δοξάζουμε.
Πόσο αισθανόμαστε την ανάγκη να δούμε τις σχέσεις μας με τους άλλους και από την δική τους σκοπιά. Τι θα ήθελαν αυτοί από εμάς.
Πόσο έχουμε ήθος ευχαριστιακό και ευγνώμον για τον καθένα που μας προσφέρει.
Πόσο τελικά είμαστε έτοιμοι να αντιπροσφέρουμε αγάπη, είτε με ένα «ευχαριστώ» από την καρδιά μας είτε με κάθε τρόπο που πηγάζει από την καρδιά μας.
Ο ατομοκεντρικός τρόπος ζωής που έχουμε επιλέξει δεν φαίνεται να αφήνει εύκολα περιθώριο για μια τέτοια θεώρηση. Η επιστροφή μας όμως στο Χριστό, όπως του δέκατου λεπρού, η μετάνοια και η προσκύνηση του Κυρίου στη ζωή της Εκκλησίας αποτελούν τον τρόπο που θα συμβάλει στην αλλαγή της συλλογικής μας στάσης έναντι του κόσμου και της ζωής και με τη βοήθεια του Θεού θα μας ξαναδώσει πορεία ευγνωμοσύνης, αλήθειας και αξιοπρέπειας.