Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ
«Υἱέ
μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. Ὃν
γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. Εἰ
παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός• τίς γάρ ἐστιν υἱὸς
ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι
πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί… Ὁ δὲ (Θεὸς παιδεύει ὑμᾶς) ἐπὶ τὸ
συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ. Πᾶσα δὲ παιδεία πρὸς
μὲν τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης, ὕστερον δὲ καρπὸν
εἰρηνικὸν τοῖς δι᾿ αὐτῆς γεγυμνασμένοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης» (Ἑβρ.
12,5-8,10-11)
«Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (῾Ρωμ. 8,18)
Ὅπως
καταλαβαίνετε ἐκ τῶν ἀνωτέρω χωρίων τῆς Κ. Διαθήκης, οἱ ἀσθένειες καὶ
οἱ θλίψεις τῆς παρούσης ζωῆς ἔχουν ἄπειρον μεταφυσικὴν ἀξίαν• διὰ τοῦτο
πρέπει νὰ τὰς δεχώμεθα μὲ εὐχαρίστησιν, ὡς ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ, ὡς
φάρμακα ποὺ θεραπεύουν τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας, ἂν καὶ
οἱ πολλοὶ τὰ θεωροῦν ὡς τιμωρίαν Θεοῦ καὶ μεγάλην συμφοράν, καὶ
ἀγανακτοῦν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ χάνουν τὸν αἰώνιον μισθόν, καὶ ἁμαρτάνουν.
Διὰ
τοῦτο καὶ ὁ Κύριος, γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμίαν ἡμῶν, μᾶς λέγει εἰς τὴν
Κυριακὴν προσευχήν, τὸ «Πάτερ ἡμῶν…», νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν νὰ μὴ
ἐπιτρέψῃ εἰς τὸν σατανᾶν νὰ μᾶς πειράξῃ, διὰ νὰ μὴ ἁμαρτήσωμεν
ἀγανακτοῦντες κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντὶ ὠφελείας κολασθοῦμε.
Γιὰ νὰ
δοῦμε ὅμως πῶς οἱ ἅγιοι ἔβλεπαν αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς τὰ θεωροῦμε συμφορὲς καὶ
χάνομε τὸν μισθόν μας, θὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ πραγματικὴ ἱστορία ποὺ συνέβη
σὲ κάποιον πρόγονόν μου.
Εἰκοσιπέντε ἐτῶν προσεβλήθη ἀπὸ τὴν πλέον φοβερὰν ἀσθένειαν τῶν προηγουμένων γενεῶν, τὴν λέπραν.
Ὅταν
ἀντελήφθη ὅτι ἡ ἀσθένειά του εἶναι ἀθεράπευτη, ἀντὶ νὰ βαρυγγωμήσῃ κατὰ
τοῦ Θεοῦ, προσέφυγε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἔφυγε, χωρὶς νὰ τὸ ἀναφέρῃ σὲ
κανένα ἐκ τῆς οἰκογενείας του, γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Μονὴν
Παντοκράτορος, ὅπου τοῦ ἔδωσαν, λόγῳ λέπρας, ἕνα κελλὶ ἐκτὸς τῆς Μονῆς.
Ἡ οἰκογένειά του ἐνόμισε τὴν ἐξαφάνισίν του ὡς αὐτοκτονία, λόγῳ τῆς ἀσθενείας του.
Ἔπειτα
ἀπὸ εἰκοσιπέντε χρόνια ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισίν του ἐπῆγε ὁ μεγάλος του
ἀδελφὸς μὲ τὸ καράβι του εἰς τὴν Μονὴν Παντοκράτορος νὰ φορτώσῃ ξυλείαν.
Ὁ μοναχὸς ποὺ ἐπέβλεπε τὴν φόρτωσι ἠρώτησε τὸν καπετάνιο•
–Ποιός εἶναι ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς σου;
–Κατάγομαι ἀπὸ τὴν Χίο.
–Ὑπάρχει εἰς τὴν Μονήν μας ἕνας πολὺ εὐσεβὴς μοναχὸς ἀπὸ τὴν Χίο.
–Καὶ ἀπὸ ποιό μέρος τῆς Χίου εἶναι ὁ μοναχός;
Ἔκπληκτος ὁ καπετάνιος, ἀκούει ὅτι ὁ μοναχὸς κατάγεται ἀπὸ τὸ χωριό του!
–Ἀδύνατον! λέει, νὰ κατάγεται μοναχὸς ἀπὸ τὸ χωριό μου καὶ νὰ μὴ γνωρίζω ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐξεπλάγη
δὲ ἀκόμα περισσότερον ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ μοναχὸς ἔχει τὸ ἴδιο ἐπώνυμο μὲ
τὸ δικό του. Ἀπὸ τὴν συνέχεια τῆς συζητήσεως ἔμαθε τέλος, ὅτι ὁ λεπρὸς
μοναχὸς εἶναι ὁ πρὸ εἰκοσιπέντε ἐτῶν ἐξαφανισθεὶς ἀδελφός του.
Μετὰ
τὴν ἀναγνώρισιν αὐτὴν συνέχισαν τὴν ἐπικοινωνίαν των δι᾿ ἀλληλογραφίας.
Εἰς τὴν πρώτην των ἀλληλογραφίαν ἔγραφε ὁ μοναχὸς εἰς τὸν ἀδελφό του, ὁ
ὁποῖος φαίνεται ὅτι τὸν ἐρωτοῦσε πῶς αἰσθάνεται μὲ τὴν ἀσθένειάν του:
«Τί νὰ σοῦ γράψω, ἀδελφέ, καὶ πλοίαρχε Μιχάλη,
χαρὰν πολλὴν αἰσθάνομαι, χαρὰν πολὺ μεγάλη,
ποὺ δὲν τὴν ἔχουν βασιλεῖς, ροῦσοι καὶ ἀγγλογάλλοι…
Λίρες νὰ μὲ φορτώσουνε, ὅσες καὶ νὰ σηκώσω,
νὰ δώσω τὴν ἀσθένειαν, δὲν θὰ τοὺς τήνε δώσω.
Γι᾽ αὐτὸ δοξάζω τὸν Θεὸν μ᾿ ὅλην μου τὴν καρδία,
γιατὶ κάτι ἐκατάλαβα, κάτ᾿ εἶδα στὰ βιβλία.
Δόξα στὸν Ἰησοῦν Χριστόν, δόξα στὴν Παναγίαν,
οὔτε πολλὴν ἀσθένειαν, οὔτε πολλὴν ὑγείαν.
Τὸ τί μισθὸν θὰ λάβουνε ὅσοι ἔχουν ἀσθενεία,
ἂν ἤξερες, ἤθελες πά᾽ μέσ᾿ στὰ Νοσοκομεῖα.
Νὰ πῶ καλὴν ἀντάμωσιν; καὶ ποῦ ν᾿ ἀνταμωθοῦμε;
ἐλπίζω στὸν παράδεισο ὅλοι μας νὰ βρεθοῦμε.
Ἔτσι
ἔβλεπαν οἱ ἅγιοι τὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀσθένειες, ὡς ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ
καὶ ὄχι σὰν συμφορὰ καὶ τιμωρία. Καὶ ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες ὑπέμεναν τὰ
φοβερὰ - φρικτὰ ἐκεῖνα μαρτύρια καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸν ποὺ τοὺς
ἐτίμησε καὶ τοὺς ἀξίωσε νὰ χύσουν τὸ αἷμα των γιὰ τὴν δόξαν Του, ἔτσι
πρέπει καὶ ὅσοι ὑποφέρουν ἀπὸ θλίψεις ἢ ἀσθένειες νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν
σκεπτόμενοι ὅτι «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν
δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (῾Ρωμ. 8,18). Ἄν, πάλι, ὅλα αὐτὰ
προέρχωνται ἀπὸ δική μας ὑπαιτιότητα, πάλι πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν
Θεὸν ποὺ μᾶς ἀξιώνει μὲ ὀλίγην ταλαιπωρίαν ἢ πόνον νὰ ἐξαγοράσωμε τὶς
ἁμαρτίες μας καὶ νὰ φύγωμε ἐξαγνισμένοι καὶ καθαροὶ γιὰ τὴν ἄλλη ζωή.
ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς
καθηγούμενος ἱ. μονῆς Ἁγ. Παρασκευῆς
Μηλοχωρίου - Ἑορδαίας
1-11-2013 τῶν ἁγ. Ἀναργύρων
ΠΗΓΗ