Ο Γέρων Αρτέμιος ο Νεοσκητιώτης – Μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού

Ἄλλος ἀστὴρ παμφαέστατος εἰς τὸν χορὸν τῶν ἁγίων πατέρων καὶ πάσης ἀγαθῆς μνείας ἄξιος εἶναι ὁ μακάριος γέρων Ἀρτέμιος, ἐκ τῆς καλύβης τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων πεπροικισμένος μετὰ νηπτικῆς ἀθωότητος καὶ συνεχιστὴς τῆς ἀκριβοῦς πατερικῆς παραδόσεως. Μαζὶ μὲ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του εἶχε καὶ πολλὴν ὑπομονήν, ἰδίως εἰς τὸν ἕνα ἐκ τῶν δύο του ὑποτακτικῶν, ὁ ὁποῖος ἠμέλει τῶν μοναχικῶν του καθηκόντων καὶ τὸν ἐστενοχώρει μὲ τὰ θελήματά του καὶ τὰς ἀπροσεξίας του. Πολλὰ ἐξετίμα ὁ ἀείμνηστος τὴν ἐγκράτειαν καὶ μετήρχετο αὐτὴν μέχρι τοῦ βαθυτάτου του γήρατος καὶ ἐξετέλει μετὰ ἀκριβείας τὰ κοπιαστικώτερά του καθήκοντα, πάρ’ ὅλην τὴν ἐγκατάλειψιν τῶν σωματικῶν του δυνάμεων. Ὡς ἐνεθυμοῦντο οἱ πατέρες, ἠγρύπνει καὶ προσηύχετο κατὰ μόνας πολλά, καὶ πάντοτε ἐνήστευε ἕως τῆς ἐνάτης. Ὅταν μετέβαινεν εἰς τὸ ὄρος διὰ ξύλα καὶ ἐπέστρεφεν ἀργά, κατάκοπος ἀπὸ τὴν δίψαν καὶ τὸν ἱδρώτα, δὲν ἐλάμβανε τίποτε διὰ νὰ ἀνακουφισθῆ, οὔτε ἄλλην παρηγορίαν ἐδέχετο πρὶν ἀναγνώση ὅλον τὸν τύπον τῆς ἀκολουθίας του, κατὰ τὸ διὰ βίου καθημερινόν του πρόγραμμα.



Ἀπὸ τοὺς δύο μαθητάς του, ὁ μεγαλύτερος ἔφυγεν εἰς τὴν Σκήτιν τῆς Ἁγίας Ἄννης· ἡ δὲ αἰτία τῆς φυγῆς ἦτο μᾶλλον ἡ δυστροπία τοῦ νεωτέρου παραδελφοῦ. Αὐτὸς ὁ π. Ἀντώνιος, ὅπως ὠνομάζετο, ἤρχετο κατὰ καιροὺς καὶ ἔβλεπε τὸν γέροντά του. Κάποτε ὅμως ποὺ ἦλθε δὲν εὗρε τὸν νεώτερον Γαβριὴλ εἰς τὴν καλύβην καὶ ἠρώτησε τὸν γέροντα, ποῦ εἶχε ὑπάγει. «Λείπει, παιδί μου, τοῦ εἶπεν εἰς τὴν Συκιάν, ἀπέναντι εἰς τὴν Σιθωνία εἶναι, καὶ σὲ παρακαλῶ μὴ φύγης ἐσὺ ἀπὸ πλησίον μου, διὰ νὰ βοηθήσης εἰς τὴν ταφήν μου, διότι αὔριον θὰ ἀποθάνω. Δὲν ἠθέλησα νὰ εἶναι ὁ Γαβριὴλ εἰς τὸν θάνατόν μου καὶ ηὐχήθην περὶ τούτου καὶ πιστεύω ὅτι δὲν θὰ εἶναι». Αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ σχολιασθοῦν δυσμενῶς ὡς κακότης τοῦ γέροντος. Δὲν ἔχει οὕτως ἡ ὑπόθεσις, διότι οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι πάντοτε κινοῦνται ἀπὸ πληροφορίαν τῆς Θείας Χάριτος, ποῖος εἶναι ἄξιος ἢ μὴ νὰ κληρονομήση τὴν εὐλογίαν διότι ἡ Θεία Χάρις τὰ πάντα σαφῶς καὶ δικαίως ρυθμίζει, ὅπως καὶ εἰς τὸν Ἠσαῦ δὲν ἐπέτρεψε νὰ λάβη τὴν εὐλογίαν ὡς ἀνάξιον. Ἐν τῷ μεταξὺ ἀδιαθέτησεν ὁ γέρων καὶ εἰδοποίησε τοὺς πατέρας τῆς Σκήτεως νὰ ἔλθουν πλησίον του. Ἐζήτησε συγχώρησιν καὶ ἔδωκε καὶ αὐτὸς καὶ τοὺς ἀπέλυσε, κρατήσας πλησίον του μόνον τὸν μαθητήν του Ἀντώνιον.



Τὸ βράδυ ἔμεινε μόνος του ὁ γέρων εἰς τὸ δωμάτιόν του καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἀντώνιον: «Μεῖνε καὶ σὺ στὸ δικό σου δωμάτιον καὶ ὅταν σὲ χρειασθῶ θὰ σὲ φωνάξω». Κατὰ τὸ μεσονύκτιον ἤκουσε ὁ μαθητὴς κτύπον εἰς τὴν θύραν του καὶ μία φωνὴν νὰ τοῦ λέγη: «Πήγαινε σύντομα στὸν γέροντα, διότι δὲν θὰ τὸν προλάβης». Ἔσπευσεν ἀμέσως καὶ εὗρε τὸν γέροντα μόλις τελειωθέντα. Τὴν ἑπομένην συνήχθησαν πάλιν οἱ πατέρες τῆς Σκήτεως διὰ τὴν κηδείαν καὶ ἀνησύχησαν διὰ τὴν ἀπουσίαν τοῦ μαθητοῦ του Γαβριήλ, καὶ παρετήρουν μετ’ ἀγωνίας τὴν θάλασσαν, μήπως καὶ φανῆ νὰ ἔρχεται ἀπὸ ἀπέναντι διὰ νὰ καθυστερήσουν ὀλίγον τὴν ταφήν. Ὄντως ἐφάνη πλοιάριον ἐρχόμενον κατ’ εὐθείαν εἰς τὴν Σκήτιν καὶ διεπίστωσαν ὅτι ἦτο αὐτὸ μὲ τὸν π. Γαβριήλ. Μόλις ὅμως ἐπλησίασε καὶ διεκρίνετο καλῶς, εἰς ὀλίγον δὲ θὰ ἔφθανεν εἰς τὸν ἀρσανὰν τῆς Σκήτεως, ἠγέρθη ἐνάντιος σφοδρὸς ἄνεμος καὶ ἠνάγκασε τὴν βάρκα νὰ γυρίση πάλιν ὀπίσω εἰς τὸ χωρίον. Τότε ὁ π. Ἀντώνιος εἶπεν εἰς τοὺς πατέρας τί τοῦ εἶπεν ὁ γέρων πρὶν κοιμηθῆ, ὅτι δὲν θὰ εἶναι ὁ π. Γαβριὴλ εἰς τὴν κηδείαν του, καὶ ἐθαύμασαν τὴν πρόγνωσιν τοῦ γέροντος καὶ τὴν μοίραν τῶν παρηκόων καὶ ἀπειθῶν, οἱ ὁποῖοι ὑστεροῦν τὸν ἑαυτόν των ἀπὸ τὴν εὐλογίαν τῶν Γερόντων καὶ τὸν μισθὸν τῆς ὑπακοῆς.



ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΦΕΛΙΜΑ

ΓΕΡΟΝΤΕΣ

ΘΑΥΜΑΤΑ

 
Copyright © ΕΛΛΑΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Designed by OddThemes | Distributed By Blogger Templates20