Εψαχνα να βρω κάτι για να κρατήσουμε από το καλοκαίρι. Κάτι ζεστό, με ψυχή, για συντροφιά στα κρύα και άκαρδα που επανέρχονται δριμύτερα καταπώς φαίνεται από το φθινόπωρο. Τύχη αγαθή μ’ έριξε πάνω στο βιβλίο «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου» του αείμνηστου Φώτη Κόντογλου. Και να μην τον έχετε ακουστά, έχετε δει έργα ή επιρροές του σε όποια εκκλησία μπήκατε. Από τους κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους της πατρίδας μας στον 20ό αιώνα. Ζωγράφος που έδωσε νέα ώθηση στην αγιογραφία, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, της φύσης και της παράδοσής μας, προικισμένος συγγραφέας, με διαχρονικό, δυνατό λόγο και γνώση, μα πάνω από όλα με μεγάλη καρδιά.
Ερχεται από έναν κόσμο που οι άνθρωποι «Ητανε απλοί κι αγράμματοι, ταπεινοί κι απερηφάνευτοι, μα είχαν απάνω τους πολλή μεγαλοπρέπεια και κάποιο βάρος, δείχνοντας πως ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα σοβαρό και σεβάσμιο, κι όχι όπως είναι τώρα που ρεζιλεύτηκε και κατάντησε ξεπεσμένο, μ’ όλες τις τυμπανοκρουσίες και τις ζόρικες πόζες που παίρνει».
Κι όταν του έλεγαν, «Μα δεν καταλάβατε ότι ο πολιτισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τέτοιες φιλοδοξίες και ότι η ζωή μας πρέπει να είναι ένας διαρκής ανταγωνισμός;», τους απαντούσε: «Με τέτοια ασκιά φουσκωμένα από περηφάνια φορτώνουνε το καράβι της ζωής τους αυτοί οι τετραπέρατοι ανόητοι, που δεν έχουνε καιρό να δούνε την ουσία της ζωής, ως πού να πάνε να τ’ αράξουνε αδειανό στο μαρμαρένιο μουράγιο του τάφου. Γι’ αυτό, οι τέτοιοι, καταγινόμενοι μ’ αυτά τα τριμμένα και τα συνηθισμένα, δεν έχουνε ποτές απάνω τους καμιάν έμορφη και παράξενη μανία, που να τους ξεχωρίζει από τους άλλους και που να δίνει χαρακτήρα στη ζωή τους, παρά είναι κρύοι, άνοστοι, προσποιημένοι, χωρίς καμιά μυρουδιά, σαν τα ψεύτικα λουλούδια που είπαμε». Και καταλήγουν «…να μην πάρουνε ποτές τους χαμπάρι πως υπάρχει ο ίδιος ο εαυτός τους, που τρέμουνε ν’ απομείνουνε μαζί του, ας είναι και για λίγες στιγμές».
«Αβραμιαίος» άνθρωπος ο ίδιος, αντιλαμβανόταν «πως τέτοιοι πρωτινοί άνθρωποι υπήρχανε πάντα εδώ στην Ανατολή, και τότες που άλλαξε η θρησκεία και γινήκανε χριστιανοί, απομείνανε οι ίδιοι, γιατί η καινούργια θρησκεία ήτανε ποιητική και απλή σαν την παλιά και βάλε περισσότερο». Γι’ αυτό και η ελπίδα του είναι ζωντανή: «Για τέτοιους παραστρατημένους αμαρτωλούς, που άθελά τους πιάνονται στα δίχτυα του Σατανά, ο Χριστός έδειχνε μεγάλη επιείκεια, μεγάλη συμπόνια, ξεχωρίζοντάς τους από τους άλλους που θεληματικά κάνουνε την αμαρτία, και που χαίρονται σαν την κάνουνε. (…) Το περίσσευμα της καρδίας κοιτάζει ο Χριστός που φανερώνει την βαθύτερη ουσία του κάθε ανθρώπου… Ο Χριστός αγαπά τον άνθρωπο που έχει καλή καρδιά, και σιχαίνεται τη μοχθηρία».
Την ξέρει τη μοίρα του γένους μας: «Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας! (Με τα ρυάκια από τα δάκρυά σου καλλιέργησες την άγονη έρημο)». Γι’ αυτό και «Με το τίποτα ζούσανε και τίποτα δεν τους έλειπε. Τις εστίν ο πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος».
Μας θυμίζει: «Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας». Γι’ αυτό και κάθε κύμα μπορεί να μας πει: «Ακατάλυτη ελληνική φύτρα! Ποτές δε θα ξεραθείς, ποτές δε θα πεθάνεις! Από το γέρικο και τιμιώτατο κορμί σου πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια, που γεύοντάς τα και τ’ αγρίμια ημερεύουνε! Σε κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο κόσμος, μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια, ως που δεν αργείς να φέρεις άλλον δράκο στον κόσμο, κι αποσβωλόνουνται».
Δημοσίευση σχολίου