Ἡ
ἀλήθεια γιά τό Δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος ξεπερνᾶ τίς νοητικές δυνάμεις
τοῦ ἀνθρώπου. (Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἀναφερώμεθα σ᾿
αὐτό, τό ὁποῖο πιστεύουμε.) Δέν μπορεῖ τό πεπερασμένο καί περιορισμένο
μυαλό μας νά χωρέση τό ἄπειρο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅμως Τόν τιμοῦμε, Τόν
προσκυνοῦμε, Τόν λατρεύουμε. εἶναι ὁ Ἕνας Τριαδικός Θεός μας, ὁ
Δημιουργός μας.
Αὐτή ἡ διδασκαλία γιά τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, γιά τό ἀπρόσιτον τῆς
οὐσίας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀδιαίρετο φύσι Του, γιά τά ὑποστατικά ἰδιώματα
τῶν τριῶν Προσώπων, ἀπασχολοῦσαν μέρα – νύχτα ἕναν διάσημο Ἡγούμενο σ᾿
ἕνα μοναστήρι.
Ἔνα βράδυ, λοιπόν, μέ ἔναστρο πεντακάθαρο οὐρανό, ὁ Ἡγούμενος, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τή μελέτη, ἀπό τό στοχασμό καί ἀπό τήν ἔρευνα, πού ἔκανε γύρω ἀπό τά πράγματα, πού ἀφοροῦσαν τά Πρόσωπα τῆς Ἀγίας Τριάδος, βγῆκε ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί περπατοῦσε, ἀπολαμβάνοντας τήν ἡσυχία τῆς νύχτας καί λέγοντας τήν εὐχούλα, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἔνα βράδυ, λοιπόν, μέ ἔναστρο πεντακάθαρο οὐρανό, ὁ Ἡγούμενος, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τή μελέτη, ἀπό τό στοχασμό καί ἀπό τήν ἔρευνα, πού ἔκανε γύρω ἀπό τά πράγματα, πού ἀφοροῦσαν τά Πρόσωπα τῆς Ἀγίας Τριάδος, βγῆκε ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί περπατοῦσε, ἀπολαμβάνοντας τήν ἡσυχία τῆς νύχτας καί λέγοντας τήν εὐχούλα, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Περπατῶντας, ὅμως, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μοναστήρι καί ὕστερα ἀπό μισή ὥρα περίπου συνάντησε ἕνα μαντρί μέ πρόβατα.
«Τί παράξενο! ἔχουμε τόσο κοντά στό μοναστήρι μαντρί μέ πρόβατα καί δέν τό ξέρω;» εἶπε μέσα του. Πρόσεξε ὅμως καί τόν τσοπάνη τοῦ κοπαδιοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε κάτι περίεργο: σήκωνε τό χέρι του πρός τόν οὐρανό, δείχνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί ὕστερα ἔσκυβε καί κάτι σκάλιζε κάτω στό χῶμα. Αὐτό τό ἔβλεπε νά τό κάνη συνέχεια καί γιά ἀρκετή ὥρα. Πλησίασε ὁ Ἡγούμενος περίεργος καί τόν ρώτησε:
«Τί παράξενο! ἔχουμε τόσο κοντά στό μοναστήρι μαντρί μέ πρόβατα καί δέν τό ξέρω;» εἶπε μέσα του. Πρόσεξε ὅμως καί τόν τσοπάνη τοῦ κοπαδιοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε κάτι περίεργο: σήκωνε τό χέρι του πρός τόν οὐρανό, δείχνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί ὕστερα ἔσκυβε καί κάτι σκάλιζε κάτω στό χῶμα. Αὐτό τό ἔβλεπε νά τό κάνη συνέχεια καί γιά ἀρκετή ὥρα. Πλησίασε ὁ Ἡγούμενος περίεργος καί τόν ρώτησε:
– Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί κάνεις ἐδῶ, μέσ᾿ στή νύχτα;
–
Ἄ, λέγει, πάτερ μου, μετράω τ᾿ ἄστρα! Καί γράφω κάτω στό χῶμα πόσα
μέτρησα. Ὕστερα σηκώνω ξανά τό χέρι μου καί πάλι μετράω: ἕνα, δύο, τρία,
τέσσερα… Μετράω ἑκατό – διακόσια καί τά ξαναγράφω. Καί στό τέλος θά
κάνω πρόσθεσι!
– Εὐλογημένε, τοῦ λέει, μετριοῦνται τά ἄστρα;! Αὐτά εἶναι ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων… Μπορεῖς νά τά μετρήσης τά ἄστρα;
– Μά καί οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, πού ἐσύ μετρᾶς καί ψάχνεις, μετριοῦνται; Χωρᾶνε στό μυαλό, πάτερ μου;
Καί
εὐθύς ἀμέσως καί ὁ τσοπάνης καί τό μαντρί ἐξαφανίστηκαν ἀπό μπροστά
του! Μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί ταπεινωμένος ὁ Ἡγούμενος γύρισε στό
μοναστήρι. «Καλά νά πάθω – ἔλεγε – καλά νά πάθω!»
Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ δέν μετρῶνται, δέν ἐρευνῶνται, δέν ἀνακαλύπτονται μέ τό μυαλό, ἀλλά ἀποκαλύπτονται μέσα στόν καθαρό καί φωτισμένο νοῦ, ἐντός τῆς «κεκαθαρμένης καί τεταπεινωμένης καρδίας». Καί ἄν θέλουμε νά κάνουμε κάποια ἑρμηνεία σέ ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά τήν κάνουμε πάντοτε μέ βάσι τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά αὐθαιρετοῦμε, ὅπως κάνουν οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί.
Ἡ προσκύνησις, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἱερή καί ἁγία κληρονομιά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βάσις καί τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως!
Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ δέν μετρῶνται, δέν ἐρευνῶνται, δέν ἀνακαλύπτονται μέ τό μυαλό, ἀλλά ἀποκαλύπτονται μέσα στόν καθαρό καί φωτισμένο νοῦ, ἐντός τῆς «κεκαθαρμένης καί τεταπεινωμένης καρδίας». Καί ἄν θέλουμε νά κάνουμε κάποια ἑρμηνεία σέ ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά τήν κάνουμε πάντοτε μέ βάσι τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά αὐθαιρετοῦμε, ὅπως κάνουν οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί.
Ἡ προσκύνησις, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἱερή καί ἁγία κληρονομιά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βάσις καί τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως!
Δημοσίευση σχολίου