Ένα
ζευγάρι ανέβηκαν κάποιο απόγευμα στο Μοναστήρι και μπήκαν στο κελί του
Γέροντα. Σε μια στιγμή, ο γέροντας γύρισε και απευθύνθηκε στη γυναίκα:
-Τι κάνει ετούτος εδώ; Είπε κι έδειξε τον σύζυγο.
-Καλά είναι, Γέροντα.
-Καλά, ε; Ναι, αλλά εκείνα τα βόδια που έχει ζεμένα τον πάνε όπου θέλουνε.
Ποια βόδια, Γέροντα; Ρώτησε ο άνδρας.
-Δεν κατάλαβες; Καλά, άστο. Θα στο πω άλλη φορά.
Και την επόμενη φορά που τον επισκέφτηκαν, ενώ ο άνθρωπος το είχε ξεχάσει, άκουσε τον Γέροντα που ξαναρώτησε:
-Τι έγινε με τα βόδια;
-Ποια βόδια, Γέροντα;
Δεν κατάλαβα, του είπε εκείνος ξαφνιασμένος πάλι.
-Δεν κατάλαβες, ε;
Τα μάτια! Τα έχεις και τα δύο, κοιτάζεις από δω κι από εκεί και σε πάνε όπου θέλουνε. Τα μάτια και τις αισθήσεις να τα μαζεύουμε!
Ο άλλος δαγκώθηκε.
Ο Γέροντας τον είχε δει με το διορατικό του χάρισμα που καθόταν με τις παρέες του στις καφετέριες και χαζολογούσαν, συζητώντας για όποιον περνούσε από μπροστά τους κουτσομπολεύοντας.
-Τι κάνει ετούτος εδώ; Είπε κι έδειξε τον σύζυγο.
-Καλά είναι, Γέροντα.
-Καλά, ε; Ναι, αλλά εκείνα τα βόδια που έχει ζεμένα τον πάνε όπου θέλουνε.
Ποια βόδια, Γέροντα; Ρώτησε ο άνδρας.
-Δεν κατάλαβες; Καλά, άστο. Θα στο πω άλλη φορά.
Και την επόμενη φορά που τον επισκέφτηκαν, ενώ ο άνθρωπος το είχε ξεχάσει, άκουσε τον Γέροντα που ξαναρώτησε:
-Τι έγινε με τα βόδια;
-Ποια βόδια, Γέροντα;
Δεν κατάλαβα, του είπε εκείνος ξαφνιασμένος πάλι.
-Δεν κατάλαβες, ε;
Τα μάτια! Τα έχεις και τα δύο, κοιτάζεις από δω κι από εκεί και σε πάνε όπου θέλουνε. Τα μάτια και τις αισθήσεις να τα μαζεύουμε!
Ο άλλος δαγκώθηκε.
Ο Γέροντας τον είχε δει με το διορατικό του χάρισμα που καθόταν με τις παρέες του στις καφετέριες και χαζολογούσαν, συζητώντας για όποιον περνούσε από μπροστά τους κουτσομπολεύοντας.
Δημοσίευση σχολίου