Στίς 18 Ιουλίου 1831 ήρθαν στόν όσιο ό Ίβάν Μαξίμοβιτς Κρεντίτσκυ μέ τή σύζυγο του.
«Βρήκαμε τόν στάρετς, διηγείται ό Ίβάν, νά δουλεύη μέ τό δικέλλι στήν πρασιά. Του Βάλαμε εδαφιαία μετάνοια, μας ευλόγησε, έβαλε τό χέρι του στό κεφάλι μου καί άρχισε νά ψάλλη τό απολυτίκιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: "Έν τη γεννήσει τήν παρθενίαν έφύλαξας...".
«Βρήκαμε τόν στάρετς, διηγείται ό Ίβάν, νά δουλεύη μέ τό δικέλλι στήν πρασιά. Του Βάλαμε εδαφιαία μετάνοια, μας ευλόγησε, έβαλε τό χέρι του στό κεφάλι μου καί άρχισε νά ψάλλη τό απολυτίκιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: "Έν τη γεννήσει τήν παρθενίαν έφύλαξας...".
Ύστερα κάθησε κάτω στήν πρασιά καί μας είπε νά κάνουμε τό ίδιο. Έμείς
όμως γονατίσαμε μπροστά του καί ακούγαμε τή διδασκαλία του. Μας μίλησε
γιά τή μέλλουσα ζωή, γιά τή ζωή των αγίων, γιά τή σκέπη, τήν προστασία
καί τή μέριμνα της Θεοτόκου γιά μας τούς αμαρτωλούς. Μας είπε επίσης τί
είναι απαραίτητο νά φροντίζουμε γιά τήν αιωνιότητα.
Ή συζήτησις διήρκεσε μία ώρα. Ή ώρα όμως αυτή δέν μπορεί νά συγκριθή μέ ολόκληρη τήν προηγούμενη ζωή μου. Ένοιωθα στήν καρδιά μου μία ανεξήγητη καί ουράνια γλυκύτητα, πού μόνο ό Θεός γνωρίζει πώς ξεχύθηκε έκεί. Τίποτε πάνω στή γή δέν ήταν όμοιο της. Καί σήμερα ακόμη, όταν τή θυμάμαι, πλημμυρίζουν τά μάτια μου άπό δάκρυα κατανύξεως καί ευφραίνεται όλη ή ύπαρξίς μου. Μέχρι τότε, παρ' όλο πού δέν ήμουν άπιστος, ή πίστις μου όμως δέν ήταν θερμή. Στά πνευματικά ήμουν αδιάφορος. Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ έκανε γιά πρώτη φορά νά νοιώσω τόν παντοδύναμο Κύριο, τήν ανεξάντλητη εύσπλαγχνία καί τελειότητα Του.
"Ως τότε ή ψυχή μου ήταν ψυχρή καί μου άρεσε νά λογοπαίζω μέ άθεα λόγια. Γι' αυτό ό Κύριος είχε επιτρέψει νά μέ κυρίευση τό ρυπαρό πνεύμα της βλασφημίας. Μέ πολιορκούσαν υβριστικοί λογισμοί επί τρία χρόνια, ιδιαιτέρως τήν ώρα της προσευχής μέσα στόν ναό, καί περισσότερο όταν προσευχόμουν στήν Ύπεραγία Θεοτόκο. Σκεπτόμουν πάνω στήν άπόγνωσή μου ότι κανένα γήινο κολαστήριο δεν έφθανε για νά μέ τιμωρήση. Μόνο τά βασανιστήρια στόν άδη μπορούσαν νά μέ τιμωρήσουν αντάξια γιά τή Βλασφημία μου.
Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ ηρέμησε. "Μή φοβάσαι, μου είπε, αυτή τή νοερά ταραχή. Πρόκειται γιά φθονερή ενέργεια του έχθρού. Όσους βλάσφημους καί ρυπαρούς λογισμούς κι άν παρεμβάλει ό πειρασμός, εσύ νά συνεχίζης άφοβα τήν προσευχή σου". Άπό τότε άρχισε σιγά σιγά νά ύποχωρή αυτός ό πειρασμός, καί σ' ένα μήνα εξαφανίσθηκε».
Ή συζήτησις διήρκεσε μία ώρα. Ή ώρα όμως αυτή δέν μπορεί νά συγκριθή μέ ολόκληρη τήν προηγούμενη ζωή μου. Ένοιωθα στήν καρδιά μου μία ανεξήγητη καί ουράνια γλυκύτητα, πού μόνο ό Θεός γνωρίζει πώς ξεχύθηκε έκεί. Τίποτε πάνω στή γή δέν ήταν όμοιο της. Καί σήμερα ακόμη, όταν τή θυμάμαι, πλημμυρίζουν τά μάτια μου άπό δάκρυα κατανύξεως καί ευφραίνεται όλη ή ύπαρξίς μου. Μέχρι τότε, παρ' όλο πού δέν ήμουν άπιστος, ή πίστις μου όμως δέν ήταν θερμή. Στά πνευματικά ήμουν αδιάφορος. Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ έκανε γιά πρώτη φορά νά νοιώσω τόν παντοδύναμο Κύριο, τήν ανεξάντλητη εύσπλαγχνία καί τελειότητα Του.
"Ως τότε ή ψυχή μου ήταν ψυχρή καί μου άρεσε νά λογοπαίζω μέ άθεα λόγια. Γι' αυτό ό Κύριος είχε επιτρέψει νά μέ κυρίευση τό ρυπαρό πνεύμα της βλασφημίας. Μέ πολιορκούσαν υβριστικοί λογισμοί επί τρία χρόνια, ιδιαιτέρως τήν ώρα της προσευχής μέσα στόν ναό, καί περισσότερο όταν προσευχόμουν στήν Ύπεραγία Θεοτόκο. Σκεπτόμουν πάνω στήν άπόγνωσή μου ότι κανένα γήινο κολαστήριο δεν έφθανε για νά μέ τιμωρήση. Μόνο τά βασανιστήρια στόν άδη μπορούσαν νά μέ τιμωρήσουν αντάξια γιά τή Βλασφημία μου.
Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ ηρέμησε. "Μή φοβάσαι, μου είπε, αυτή τή νοερά ταραχή. Πρόκειται γιά φθονερή ενέργεια του έχθρού. Όσους βλάσφημους καί ρυπαρούς λογισμούς κι άν παρεμβάλει ό πειρασμός, εσύ νά συνεχίζης άφοβα τήν προσευχή σου". Άπό τότε άρχισε σιγά σιγά νά ύποχωρή αυτός ό πειρασμός, καί σ' ένα μήνα εξαφανίσθηκε».
Δημοσίευση σχολίου