Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Κασσανδρείας καί Πολυγύρου κ. Νικόδημε, ἄξιε οἰακοστρόφε τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ἐπαρχίας, Σεβαστή Γερόντισσα, σεβαστοί πατέρες, ὁσιότατες μοναχές, εὐλαβεῖς προσκυνητές.
Τά Ἅγιο Πνεῦμα τῇ συνεργία τῶν ἄλλων δύο προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, μέ τρόπο μυστικό καί ἄρρητο ζωογονεῖ καί λαμπρύνει τίς ψυχές τῶν φιλότιμων ἀγωνιστῶν. Ἱεροκρυφίως καθαρίζει ἐμπαθεῖς καταστάσεις. Ἐμπνέει τήν ὁλοκάρδια μετάνοια. Γεννᾶ τή φιλαδελφία καί τήν ἔνθεη ἀγάπην. Διώχνει τό φθόνο. Στρέφει τό νοῦ καί τήν καρδιά μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Δωρεοδότη Κύριο. Καί τό ἔργο αὐτό ἀπεργάζεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν βρίσκει χῶρο ἀναπαύσεως στήν καρδιά τοῦ χριστιανοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ στή θεία ἐπίσκεψη.
Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού συγκροτεῖ τήν Ἐκκλησία καί ἐκχέεται πλουσίως στούς πιστούς, συνήγαγε κι ὅλους ἐμᾶς στήν ἀποψινή πάνδημη σύναξη. Συνήγαγε πλῆθος πολύ, κλήρου καί λαοῦ, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, παιδιῶν καί ἡλικιωμενων εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς συνήγαγε εἰς προσκύνησιν τοῦ χαριτόβρυτου τάφου τοῦ ὁμοιοπαθοῦς μέ ἐμᾶς ὁσίου. Ὁ ὁποῖος, ὅμως, συνεργώντας στή χάρη τοῦ Πνεύματος ἀνέδειξε τίς θεῖες δωρεές. Τίς θεῖες δωρεές μέ τίς ὁποῖες τόν πλούτισε ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ βαπτίσματος, πού δέχθηκε ἀπό τόν ὅσιο Ἀρσένιο. Ὅταν ὑπάρχουν γερές πνευματικές ρίζες ἀναπτύσσονται ἄριστοι καρποί.
Καί μᾶς καλεῖ ἐνώπιον τοῦ τάφου του ὁ Ὅσιος, νά ἀποβάλλουμε τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, νά καθρεπτιστοῦμε μπροστά του. Μέ ἐπίγνωση νά ἐγκολπωθοῦμε τό σωτήριο μήνυμα τῆς πραγματικῆς μετάνοιας καί νά στραφοῦμε στόν Χριστό.
Διότι οἱ ἅγιοι, σέ ὅσα ὑψηλά μέτρα ἀρετῆς κι ἄν ἔχουν φθάσει, δέν εἶναι αὐτόφωτοι. Φωτίζονται ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου. Καί τόν γνωρίζουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἁγιότητα εἶναι κατεξοχήν γνώρισμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, προστάτης καί ὁδηγός τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, ἱεραρχεῖ τά πράγματα. Γράφει γιά τό Συναξαριστή, ὁ ὁποῖος περιέχει βίους ἁγίων, ὅτι, «πολύφωτος ἐστίν οὐρανός, ὁ ὁποῖος ὡς μέγαν μέν Φωστήρα καί λαμπρότατον ἥλιον ἔχει τόν Δεσπότην Χριστόν· ὡς Σελήνην δέ ἀργυροειδῆ καί πλησιφαῆ ἔχει τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον· ὡς Ἀστέρας δέ ἀπλανεῖς καί ἀνεκλείπτους περιέχει ὅλους τούς χορούς τῶν ἁγίων ἁπάντων. Ὅθεν φωτιζει, θερμαίνει, ζωοποιεῖ καί διεγείρει πρός γονιμότητα τῶν ἀρετῶν, ὅλην τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, καί πᾶσαν τήν ὑφήλιον Κτίσιν».
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔλεγε χαριτολογώντας, ὅτι τήν ἡμέρα της μνήμης τους οι ἅγιοι «κερνοῦν πνευματικά κανταΐφια!». Δίδασκε χαρακτηριστικά: «Ἐάν μπορῆς, νά διαβάζης κάθε μέρα τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου πού γιορτάζει, γιά νά συνδέεσαι μέ ὅλους τούς Ἁγίους. Ἡ μελέτη αὐτή καί γενικά τῶν Συναξαρίων, πολύ βοηθάει, γιατί θερμαίνεται ἡ ψυχή καί παρακινεῖται νά μιμηθεῖ τούς Ἁγίους. Ἀφήνει τότε ὁ ἄνθρωπος στήν ἄκρη κάθε εἶδος κακομοιριά καί προχωρεῖ μέ λεβεντιά. Τά Συναξάρια βοηθοῦν στήν ἀνδρεία τήν ψυχική, ἀκόμη καί στό μαρτύριο» (Λόγοι Στ΄, σ. 97). Στό βίο τοῦ ἁγίου Παϊσίου διαβάζουμε, ὅτι ἐκεῖνος μελετοῦσε κρυφά ἀπό ἕνδεκα χρονῶν τούς βίους τῶν ἁγίων (Ἱερ. Ἰσαάκ, Βίος, σ.51). Ὅπως ὁμολογεῖ ἀργότερα ὁ ἴδιος, «τά Συναξάρια εἶναι ἁγιασμένη ἱστορία, γι’ αὐτό πολύ βοηθοῦν- ἰδίως τά παιδιά-, ἀλλά νά μήν τά διαβάζουμε σάν ἱστορίες» (Λόγοι Β΄, σ.101).
Ἄς κρατήσουμε ἀπό ἐδῶ τήν ἔκφραση «ἁγιασμένη ἱστορία», ὄχι ἁπλή ἱστορία. Κι αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού πρέπει νά προσεχθεῖ. Ὁ ὅσιος Παΐσιος εἶχε ἐπίγνωση, ὅτι πολλές φορές ἀπό ἀδιάκριτη εὐλάβεια μπορεῖ νά γράφονται καί λέγονται ὑπερβολές γιά τούς ἁγίους. Συνήθεια πού καταδικάσθηκε στήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, ἕνα γεγονός πού τοῦ συνέβη στό ξενοδοχεῖο στήν Κέρκυρα, ὅπου εἶχε μαζί του τά λείψανα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, τό εἶπε μόνο σέ δύο ἄτομα πνευματικά, «διότι φοβήθηκε μήπως τό μάθουν περισσότεροι καί οἱ γυναῖκες ἀπό ἀδιάκριτη εὐλάβεια μετά πλέξουν παραμύθια» (Ἅγιος Ἀρσένιος Καπαδόκης, σ. 14).
Ἡ μελέτη τοῦ Βίου καί τῶν θεοφώτιστων λόγων του ὁσίου κατευθύνουν τούς πιστούς πρός τήν πηγή τοῦ φωτός, πού εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ θεοφόρος Παΐσιος ἀνήκει στή χορεία τῶν Ὁσίων ἀσκητῶν καί ἀνέδειξε τόν ἑαυτόν του διά τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, «ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας καί εἰκόνα τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ» (Σοφ. Σολ. 7,26). Ἔτσι κατεστάθη, «τῆς σοφίας ὁδηγός καί τῶν σοφῶν διορθωτής». (Σοφ. Σολ. 7,15).
Καί εἶναι ἀληθές, ὅτι ὅλοι οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά γίνουν ἅγιοι. Νά ἀνακαλύψουν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας.
Ὅλοι λαμβάνουν τά θεῖα δωρήματα, ὀλίγοι ὅμως τά ἀναδεικνύουν καί τά καλλιεργοῦν. Ὅλοι βαπτίζονται στό ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος, ὀλίγοι τιμοῦν τό βάπτισμά τους. Ὅλοι θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὀλίγοι ὅμως εἶναι ζωντανά καί φωτόμορφα τέκνα της. Πολλοί φέρουν τό ὄνομα τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, ὀλίγοι τό ἐπιβεβαιώνουν στήν καθημερινή ζωή κι ὄχι ἰδεολογικά. Πολλοί διαβάζουν τό Εὐαγγέλιο, -ἐσχάτως καί τό Ψαλτήριον- καθώς καί τούς θεοφώτιστους λόγους τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὀλίγοι ἀγωνίζονται χωρίς «σφιγμένα δόντια» καί μέ ἀποστολική ἁπλότητα νά ἐφαρμόσουν ἐμπειρικά ὅσα διαβάζουν.
Κι αὐτό εἶναι τό πρῶτο σημεῖο στό ὁποῖο ἐπέμενε ὁ ὅσιος Παΐσιος. Στήν ἐπιβεβαίωση δηλαδή τῶν εὐαγγελικῶν καί θείων διδαχῶν διά τῆς πείρας τῶν πραγμάτων. Δηλαδή ἀκολουθοῦσε τή μέθοδο τῶν λεγόμενων θετικῶν ἐπιστημῶν. Παρατήρηση, πείραμα, ἐπιβεβαίωση.
Ὅταν οἱ εὐλαβέστατες μοναχές τοῦ Ἡσυχαστηρίου μέ προθυμία καί πνεῦμα μαθητείας κατέγραφαν, ὅσα ἐκεῖνος δίδασκε, κάποια στιγμή τίς σταμάτησε καί εἶπε: «“Τί γράφετε ὅλα αὐτά; Γιά ὥρα ἀνάγκης τά κρατᾶτε; Σκοπός εἶναι νά τά δουλεύετε, νά τά ἐφαρμόζετε. Καί ποιός ξέρει τί γράφετε! Γιά φέρτε μου νά δῶ!” Ὅταν τοῦ δόθηκαν ἐνδεικτικά οἱ σημειώσεις μιᾶς ἀδελφῆς, ἡ ἔκφρασή του ἄλλαξε· ἀναπαύθηκε καί μέ ἱκανοποίηση εἶπε: “Πώ, πώ βρέ παιδί μου, αὐτή μαγνητόφωνο εἶναι! Τά ἔγραψε ὅπως ἀκριβῶς τά εἶπα”» (Λόγοι Α΄ σ. 16).
Οἱ ἀδελφές στίς ὁποῖες εἴμαστε εὐγνώμονες, μέ τήν ἀκριβή καταγραφή καί τή φιλοκαλική συνέπεια, πέτυχαν κάτι πολύ σημαντικό: Ἡ ροή τῶν κειμένων τοῦ ὁσίου Παϊσίου νά εἶναι τόσο ἀνάλαφρη, ὅπως ὅταν τόν ἄκουγαν, ὅσοι εἶχαν τήν εὐλογία νά τόν συναντήσουν. Μετέφεραν στά βιβλία πού ἐπιμελήθηκαν, τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία ἐκεῖνος χρησιμοποιοῦσε τήν καθημερινή γλῶσσα καί τά σύμβολα τοῦ βίου ἁπλῶν ἀνθρώπων, γιά νά περιγράψει μεγάλες ἀλήθειες καί νά ἐξηγήσει τά τραχιά ἀλλά καί εὔκολα μονοπάτια τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Εἰδικά γιά τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς, καί κατ’ ἐπέκταση γιά ὅλους τούς Χριστιανούς, ὁ ὅσιος ἐπέμενε στήν ἀθόρυβη ἐσωτερική ἐργασία. Ἔτσι δημιουργεῖται ἀπόθεμα πνευματικό νά ὠφελοῦνται καί οἱ συνάνθρωποι, ἔλεγε. Τόνιζε χαρακτηριστικά, συνδυάζοντας ἄριστα τήν προσωπική μέ τήν κοινωνική εὐθύνη: «Ἡ πνευματική ἐργασία στόν ἑαυτό μας εἶναι ἀθόρυβη ἐργασία στόν πλησίον, γιατί μιλάει τό παράδειγμα, καί τότε μιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι τό καλό πού βλέπουν καί διορθώνονται…. Ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μεταδίδει θεία Χάρη καί ἀλλοιώνει τούς σαρκικούς ἀνθρώπους. Τούς ἐλευθερώνει ἀπό τή σκλαβιά τῶν παθῶν καί τούς πλησιάζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο στόν Θεό καί σώζονται» (Λόγοι Α΄, σ. 312).
Ὁρισμένοι θρησκευόμενοι ἄνθρωποι γίνονται συνήθως ἀποθῆκες θεολογικῶν καί πατερικῶν γνώσεων, ἀλλά μενουν ἄγευστοι τῆς ζωῆς τοῦ Πνεύματος. Δέν ἐπιτρέπουν στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά τούς λαμπρύνει καί νά τούς καταστήσει μετόχους τοῦ θείου φωτός. Γνωρίζουν πολλά θεολογικά θέματα, ἀλλά δεν κουνοῦν τό δάκτυλό τους πρός ἐφαρμογή τῶν θείων λόγων. Τά λένε γιά τούς ἄλλους. Οἱ ἄλλοι δῆθεν ἔχουν τήν εὐθύνη τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κοινωνικῆς κακοδαιμονίας. Μᾶς θυμίζουν τούς λόγους τοῦ Κυρίου: «Δεσμεύουσι γάρ φορτία βαρέα καί δυσβάστακτα καί ἐπιτιθέασιν ἐπί τούς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δέ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. 23, 4-5). Ἡ εὐαγγελική αὐτή ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται σήμερα ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Κατάντησε νόσος λοιμική στό διαδίκτυο, καί εἶναι χειρότερη ἀπό τόν ἰό τῆς πανδημίας. Ἡ ἐπίφαση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ἡ ἐξυπηρέτηση κάθε σκοπιμότητας στό ὄνομα τῆς πίστεως ἐπιφέρει πνευματικό θάνατο καί σύγχυση στούς πιστούς.
Ἕνα ἄλλο σημεῖο ἐξίσου σημαντικό μέ τό προηγούμενο -τῆς προσοχῆς στήν τήρηση τῶν θείων λόγων κι ὄχι ἁπλῶς στή διανοητική γνώση- εἶναι ἡ πνευματική νοηματοδότηση καθημερινῶν ἐννοιῶν.
Χάρη στό Ὅσιο Παΐσιο διδαχθήκαμε ἐκ νέου τό ρωμαίϊκο φιλότιμο, τήν πνευματική ἀρχοντιά, τήν ἁπλότητα, τήν ἁπλότητα πού ὁδηγεῖ στήν παρρησία, τή λεβεντιά, τήν πνευματική γλυκύτητα, τή θεία παρηγοριά, τή νηπτική διάκριση, τήν ἐντέλεια. Διδαχθήκαμε νά θεραπεύουμε τό ἄγχος, νά βάζουμε «τήν ἀγωνία στή γωνία», ὅπως χαριτολογώντας ἔλεγε, νά μήν πνιγόμαστε ἀπό πνευματική ἀσφυξία, νά διώχνουμε τούς «μπανταλούς λογισμούς», νά φυλαγόμαστε ἀπό τήν ἀναίδεια, νά ὁδηγούμαστε στήν αὐτογνωσία, πού ὁδηγεῖ στή θεογνωσία.
Ἡ διδασκαλία του ἁπλή, αὐθεντική. Ὁ λόγος του «ἅλατι ἠρτημένος». Εὐθύς καί ἐλεγκτικός καί ταυτόχρονα πρᾶος καί παρακλητικός. Αὐστηρός στούς σκληροκάρδιους ἀλλά καί ἐπιεικής στούς ἀδύναμους. Ἔλεγε μέ σοφία : «Ἡ φυσική ἁπλότητα εἶναι ἡ ἁπλότητα πού ἔχει ἕνα μικρό παιδί. Τό παιδί, ὅταν κάνει μιά ἀταξία τό μαλώνεις καί κλαίει. Ἄν μετά τοῦ δώσης ἕνα αὐτοκινητάκι, πάει, τά ξεχνάει ὅλα. Δέν ἐξετάζει γιατί προηγουμενως τό μάλωσες, ἐπειδή ὁ μικρός δουλεύει μέ τήν καρδιά, ἐνῶ ὁ μεγάλος μέ τή λογική». Καί συνέχιζε: Ὅταν καθαρθεῖ ἡ καρδιά ἀπό κάθε πονηρία καί ἰδιοτέλεια φθάνει στήν κατάσταση τῆς τέλειας ἁπλότητας. «Μέσα στήν ἀληθινή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στήν κατάσταση ἐκείνη τῆς ἁπλότητος καί καθαρότητος, ἀναπτύσσεται ἡ καλή παιδικότητα, τήν ὁποία ζητᾶ ὁ Χριστός νά ἀποκτήσουμε –γίνεσθε ὡς τά παιδία-, λέει. Στήν ἐποχή μας ὅμως, ὅσο προχωράει ἡ κοσμική εὐγένεια, τόσο χάνεται ἡ ἁπλότητα, ἡ ἀληθινή χαρά καί τό φυσικό χαμόγελο» (Λόγοι Ε’, σ.268).
Κι ὅπως χρησιμοποιοῦσε τήν περίπτωση τοῦ παιδιοῦ, γιά νά περιγράψει τήν ἁπλότητα, θύμιζε τή μάνα καί τήν διαβεβλημένη στίς μέρες μας μητρότητα, γιά νά περιγράψει τήν ἀγάπη: «Δέν φθάνει νά ἀγαπάει κανείς τόν ἄλλον· πρέπει νά τόν ἀγαπάει περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ μάνα ἀγαπάει τά παιδιά της περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό της. Μένει νηστικιά, γιά νά ταΐση τά παιδιά της, ἀλλά νιώθει μεγαλύτερη εὐχαρίστηση ἀπό ἐκεῖνα. Τά παιδάκια τρέφονται ὑλικά καί ἡ μητέρα πνευματικά. Ἐκεῖνα ἔχουν τήν ὑλική γεύση, ἐνῶ αὐτή ἔχει τήν πνευματική ἀγαλλίαση… Ἡ μητέρα μάλιστα φθάνει νά ἔχει περισσότερη ἀγάπη καί θυσία ἀπό τόν πατέρα, γιατί στόν πατέρα δέν δίνονται πολλές εὐκαιρίες, γιά νά θυσιάζεται» (Λόγοι Δ΄, σ. 79-80).
Ἡ διδαχή τοῦ ὁσίου θύμιζε συχνά τίς εὐαγγελικές παραβολές, τόν συμβολικό προφητικό λόγο, τήν διακριτική πατερική παραίνεση. Διηγεῖται τό ἑξῆς: «Μιά μέρα ἔσκαβα τόν κῆπο μου, γιά νά φυτέψω λίγες ντοματιές. Ἐκείνη τήν ὥρα ἦρθε κάποιος καί μοῦ λέει: – Τί κάνεις Γέροντα;. – Τί νά κάνω; τοῦ λέω, ἐξομολογῶ τόν κῆπο μου. –Καλά, Γέροντα, μοῦ λέει, χρειάζεται κι ὁ κῆπος ἐξομολόγηση; -Ἀσφαλῶς χρειάζεται. Ἔχω διαπιστώσει πώς, ὅταν τόν ἐξομολογῶ, βγάζω δηλαδή ἔξω πέτρες, ἀγριάδες ἀγκάθια κ.λπ. τότε βγάζει ἐπίσημα κηπευτικά, ἀλλιῶς οἱ ντομάτες γίνονται κιτρινιάρες, καχεκτικές!» (Λόγοι Γ΄, σ.246). Ἐδῶ θα προσθέταμε, «ὁ ἔχων ὦτα, ἀκούειν ἀκουέτω».
Καί ἔρχομαι σέ ἕνα ἀλλο σημαντικό σημεῖο. Σέ κάθε ἐποχή πολλά λέγονται ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὄχι γιά τον ἑαυτό της ἀλλά γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀκμαία και ζῶσα, ὅταν ἀναδεικνύει ἁγίους. Καί δόξα τῶ Θεῶ στήν ἐποχή μας τόσοι νέοι ἅγιοι ἀναδείχθηκαν. Εἶναι ἁγία καί ἄμωμη ἀπό τόν ἱδρυτή της, τόν Κύριο. Καλώντας ὅλους νά τηροῦν τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, “ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν”, ἡ Ἐκκλησία στέκεται στή μέση ὅλων τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων». «Ἔτσι, εἶναι φυσικό ἡ ὀργή πού ἔχουν μεσα τους, μόλις συναντήσει τήν Ἐκκλησία στήν πορεία της, νά ξεσπᾶ ἐναντίον της. Καί ἡ Ἐκκλησία πού πραγματοποιεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, δηλαδή τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δέχεται συνειδητά ἐπάνω της τό βάρος τῆς γενικῆς ὀργῆς, ὅπως καί ὁ Χριστός σήκωσε ἐπάνω του τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Καί ἄν ὁ Χριστός στόν κόσμο αὐτό τῆς ἁμαρτίας διώχθηκε καί ἔπρεπε νά πάθει… τότε καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀναπόφευκτα θά διωχθεῖ καί θά ὑποστεῖ τό μαρτύριο. Αὐτός εἶναι πνευματικός νόμος τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς» (ὅσιος Σιλουανός).
Αὐτά τά γνώριζε κάλλιστα ὁ ὅσιός μας, γι’ αὐτό μιλοῦσε γιά Μητέρα Ἐκκλησία. Τόν ἀπασχολοῦσαν πολύ οἱ ἀκρότητες πού παρατηροῦνταν τόσο στόν κοινωνικό ἀλλά καί τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο.
Δίδασκε: «Νά ἀποφεύγονται τά ἄκρα· μέ τά ἄκρα δεν λύνονται τά θέματα. … Τά δύο ἄκρα πάντα ταλαιπωροῦν τή Μητέρα Ἐκκλησία καί οἱ ἴδιοι πού τα κρατοῦν ταλαιπωροῦνται, γιατί τά δύο ἄκρα συνήθως καρφώνουν… Δυστυχῶς στήν ἐποχή μας ἔχουμε πολλούς πού ταράσσουν τήν Μητέρα Ἐκκλησία. Ὅσοι ἀπό αὐτούς εἶναι μορφωμένοι ἔπιασαν τό δόγμα μέ τό μυαλό κι ὄχι μέ τό πνεῦμα των Ἁγίων Πατέρων. Ὅσοι πάλι εἶναι ἀγράμματοι, ἔπιασαν καί αὐτοί τό δόγμα μέ τά δόντια, γι’ αὐτό καί τρίζουν τά δόντια, ὅταν συζητοῦν ἐκκλησιαστικά θέματα, καί ἔτσι δημιουργεῖται μεγαλύτερη ζημιά στην Ἐκκλησία ἀπό αὐτούς παρά ἀπό τους πολέμιους της Ὀρθοδοξίας μας» (Λόγοι Α΄, σ. 322-323).
Σεβασμιώτατε, σεβαστή Γερόντισσα ἀγαπητοί ἀδελφοί, δέν ἀρκεῖ ὁ χρόνος νά περιγράψουμε σύνολη τή διδαχή καί τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες τοῦ ὁσίου Πατρός. Μιά ἁπλή γεύση προσπαθήσαμε νά δώσουμε.
Συνοψίζοντας καί ὁλοκληρώνοντας, θυμίζουμε τό θεῖο ζῆλο μέ τόν ὁποῖο ἀσκοῦσε τήν προσευχή, τήν ἡσυχία καί τή νήψη. Θυμόμαστε τό ἀξεπέραστο χιοῦμορ του ὡς μέσο ἐπικοινωνίας ἀλλά καί διδαχῆς. Θαυμάζουμε τά εὕστοχα καί ἐφευρηματικά λογοπαίγνιά του, πού συλλάμβαναν καί ἀπέδιδαν μέ μοναδικό τρόπο τήν πνευματική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων. Στεκόμαστε μέ δέος μπροστά στή βαθιά προσωπική σχέση του μέ τό Θεό καί τούς ἁγίους τῆς Εκκλησίας μας, τήν Κυρία Θεοτόκο, τούς Ἀγγέλους, Ἁγία Εὐφημία, Ἅγιο Λουκιλλιανό, καί ἄλλους. Ὁδηγούμαστε σέ αὐτοκριτική, μπροστά στήν πλατιά ἀφοσίωσή του στήν Ἐκκλησία καί τή σημασία τῆς ζωντανῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης. Βλέπουμε τούς καημούς του γιά τίς τύχες τοῦ Γένους καί τά παθήματα τῶν συνανθρώπων του. Διδασκόμαστε ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο δεχόταν τήν κακοπάθεια γιά τόν ἑαυτό του καί ταυτόχρονα συγκατέβαινε πρός τούς ἀδελφούς πού εἶχαν ἀδύναμο θέλημα. Διδασκόμαστε ἀπό τή λεβεντιά μέ τήν ὁποία ὑπέμεινε τή σωματική του ἀσθένεια. Διότι ἔλεγε, ὅτι περισσότερο τόν ὠφέλησε πνευματικά ἡ ἀρρώστια του παρά οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες. Τόν ἀτενίζουμε νά αἴρει ἀγόγγυστα τό Σταυρό τοῦ Κυρίου.
Νά λοιπόν γιατί ἀπολαμβάνει τώρα τά κάλλη τοῦ Παραδείσου, «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Νά γιατί ἡ πάνδημη ἀποψινή σύναξη.
Κι ἐμεῖς ὡς φιλότιμα πνευματικά του τέκνα τόν παρακαλοῦμε: Ὅσιε Παΐσιε, «Ἐπίφανον ἄνωθεν ἡμῖν ὡς πρόμαχος κράτιστος, φρουρῶν, φυλάττων, λυτρούμενος ἐκ πάσης θλίψεως· στῆσον τῶν πολέμων τό δεινόν κλυδώνιον, τήν πίστιν τήν ὀρθόδοξον κράτυνον, εἰρήνην δώρησαι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δεόμεθα» (Ἀκολουθία, σ. 67).
Εὐχηθεῖτε Σεβασμιώτατε, ἐσεῖς πού κρατᾶτε στούς ὥμους σας καί στό ἱερό Ὠμοφόριό σας τίς ψυχές μας νά καρπίσουν στή ζωή μας τά θεοφώτιστα λόγια τοῦ Ὁσίου Πατρός Παϊσίου, γιά νά δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
(Ομιλία στην αγρυπνία του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής 12/7/2021)
Δημοσίευση σχολίου