«Η πνευ­μα­τικη εργα­σια στον εαυτο μας ειναι αθο­ρυβη ερ­γα­­σια στον πλησιον»

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Κασ­σαν­­δρεί­ας καί Πολυγύρου κ. Νικόδημε, ἄ­ξι­ε οἰα­κο­­στρόφε τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ἐ­παρχίας, Σεβα­στή Γερόντισσα, σεβαστοί πα­τέ­ρες, ὁσιό­τατες μο­να­χές, εὐλαβεῖς προ­σκυ­νητές.

Τά Ἅγιο Πνεῦμα τῇ συνεργία τῶν ἄλ­λων δύο προσώπων τῆς Παναγίας Τριά­δος, μέ τρό­πο μυστικό καί ἄρρητο ζωογο­νεῖ καί λαμπρύνει τίς ψυχές τῶν φιλό­τιμων ἀγω­νιστῶν. Ἱεροκρυφίως καθαρίζει ἐμπα­θεῖς καταστάσεις. Ἐμπνέει τήν ὁλο­κάρ­δια με­τά­νοια. Γεννᾶ τή φιλαδελφία καί τήν ἔνθεη ἀ­γάπην. Διώχνει τό φθόνο. Στρέφει τό νοῦ καί τήν καρδιά μέ εὐγνω­μοσύνη πρός τόν Δω­ρεοδότη Κύριο. Καί τό ἔργο αὐτό ἀπεργάζεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν βρίσκει χῶρο ἀνα­παύσεως στήν καρ­διά τοῦ χριστιανοῦ. Ὅταν ὁ ἄν­θρωπος συ­νερ­γεῖ στή θεία ἐπί­σκεψη.

Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού συγκροτεῖ τήν Ἐκκλησία καί ἐκχέεται πλουσίως στούς πι­στούς, συνήγαγε κι ὅλους ἐμᾶς στήν ἀποψινή πάνδημη σύ­ναξη. Συνήγαγε πλῆ­θος πο­λύ, κλήρου καί λαοῦ, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, παιδιῶν καί ἡλικιω­με­νων εἰς τιμήν καί μνή­μην τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡ­μῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς συ­νή­γαγε εἰς προσκύνησιν τοῦ χαρι­τό­βρυτου τάφου τοῦ ὁμοιοπαθοῦς μέ ἐμᾶς ὁ­σίου. Ὁ ὁποῖος, ὅμως, συνεργώ­ντας στή χάρη τοῦ Πνεύματος ἀνέδειξε τίς θεῖες δωρεές. Τίς θεῖες δωρεές μέ τίς ὁποῖ­ες τόν πλούτισε ἡ Ἐκ­κλη­σία διά τοῦ βαπτί­σμα­τος, πού δέχθηκε ἀπό τόν ὅσιο Ἀρσέ­νιο. Ὅταν ὑπάρχουν γερές πνευματικές ρίζες ἀναπτύσσονται ἄριστοι καρποί.

Καί μᾶς καλεῖ ἐνώπιον τοῦ τάφου του ὁ Ὅσιος, νά ἀποβάλλουμε τούς ἐμπα­θεῖς λογι­σμούς, νά καθρεπτιστοῦμε μπρο­στά του. Μέ ἐπίγνωση νά ἐγκο­λπω­θοῦμε τό σω­τήριο μήνυμα τῆς πραγμα­τικῆς με­τά­νοιας καί νά στραφοῦμε στόν Χριστό.

Διότι οἱ ἅγιοι, σέ ὅσα ὑψηλά μέτρα ἀ­ρε­τῆς κι ἄν ἔχουν φθάσει, δέν εἶναι αὐτό­φωτοι. Φω­τίζο­νται ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου. Καί τόν γνωρίζουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἁγιότητα εἶναι κα­τε­ξοχήν γνώ­ρι­σμα τοῦ  Τρια­δικοῦ Θεοῦ. Ὁ ὅσι­ος Νι­κό­­δη­μος Ἁγιο­ρείτης, προστάτης καί ὁ­δη­γός τοῦ Σεβα­σμιω­τάτου Μητρο­πο­λί­του μας, ἱεραρχεῖ τά πρά­γματα. Γράφει γιά τό Συ­να­ξαριστή, ὁ ὁποῖος περιέχει βίους ἁγίων, ὅτι,  «πολύ­φωτος ἐσ­τίν οὐρανός, ὁ ὁ­ποῖος ὡς μέγαν μέν Φω­στήρα καί λα­μπρό­τατον ἥλιον ἔχει τόν Δε­σπότην Χρι­στόν· ὡς Σελήνην  δέ ἀργυρο­ει­δῆ καί πλη­σιφαῆ ἔχει τήν Ὑπερα­γί­αν Θε­οτόκον· ὡς Ἀστέ­ρας δέ ἀπλανεῖς καί ἀνε­κλεί­πτους πε­ριέχει ὅλους τούς χορούς τῶν ἁ­γίων ἁ­πά­ντων. Ὅθεν φω­τι­ζει, θερμαίνει, ζωο­ποιεῖ καί διεγείρει πρός γονιμό­τητα τῶν ἀρετῶν, ὅλην τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλη­σίαν, καί πᾶσαν τήν ὑφ­ήλιον Κτίσιν».

Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔλεγε χαριτο­λογώ­ντας, ὅτι τήν ἡμέρα της μνήμης τους οι ἅ­γιοι «κερ­νοῦν πνευματικά κανταΐφια!». Δί­δασκε χαρα­κτη­ριστικά: «Ἐάν μπορῆς, νά δια­βάζης κάθε μέρα τό Συνα­ξά­ρι τοῦ Ἁ­γίου πού γιορτάζει, γιά νά συνδέεσαι μέ ὅ­λους τούς Ἁγίους. Ἡ μελέτη αὐτή καί γενι­κά τῶν Συναξαρίων, πολύ βοηθάει, γιατί θερ­­μαί­νεται ἡ ψυχή καί παρακινεῖται νά μι­­μηθεῖ τούς Ἁγίους. Ἀφήνει τότε ὁ ἄν­θρω­­πος στήν ἄκρη κάθε εἶδος κακομοιριά καί προχωρεῖ μέ λεβεντιά. Τά Συναξάρια βοηθοῦν στήν ἀν­δρεία τήν ψυχική, ἀκόμη καί στό μαρτύριο» (Λό­γοι Στ΄, σ. 97). Στό βίο τοῦ ἁγίου Παϊσίου δια­βάζουμε, ὅτι ἐ­κεῖ­νος μελετοῦσε κρυφά ἀπό ἕν­δε­κα χρο­νῶν τούς βίους τῶν ἁγίων (Ἱερ. Ἰσαάκ, Βίος, σ.51).  Ὅπως ὁμολογεῖ ἀργότερα ὁ ἴ­διος, «τά Συναξάρια εἶναι ἁγιασμένη ἱ­στο­­ρία, γι’ αὐτό πολύ βοηθοῦν- ἰδίως τά παιδιά-, ἀλ­λά νά μήν τά διαβάζουμε σάν ἱστορίες» (Λόγοι Β΄, σ.101).

 Ἄς κρατήσουμε ἀπό ἐδῶ τήν ἔκφρα­ση «ἁγιασμένη ἱστορία», ὄχι ἁπλή ἱστορία. Κι αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού πρέπει νά προσεχθεῖ. Ὁ ὅσιος Παΐσιος εἶχε ἐπίγνωση, ὅτι πολλές φορές ἀπό ἀδιάκρι­τη εὐλάβεια μπορεῖ νά γράφονται καί λέ­γο­νται ὑπερβολές γιά τούς ἁγίους. Συ­νή­θεια πού καταδικάσθηκε στήν Πενθέκτη Οἰ­κουμενική Σύνοδο. Γι’ αὐτόν ἀκρι­βῶς τό λό­γο, ἕνα γεγονός πού τοῦ συνέβη στό ξε­νο­δοχεῖο στήν Κέρκυρα, ὅπου εἶχε μαζί του τά λείψανα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, τό εἶπε μόνο σέ δύο ἄ­τομα πνευματικά, «διότι φο­βή­θηκε μήπως τό μάθουν περισ­σό­τεροι καί οἱ γυ­ναῖ­κες ἀπό ἀδιάκριτη εὐλάβεια μετά πλέ­ξουν παραμύθια» (Ἅγιος Ἀρσέ­νι­ος Καπα­δόκης, σ. 14).

Ἡ μελέτη τοῦ Βίου καί τῶν θεοφώ­τιστων λόγων του ὁσίου κατευθύνουν τούς πιστούς πρός τήν  πηγή τοῦ φωτός, πού εἶ­ναι ὁ Κύριος.  Ὁ θεοφόρος Παΐσιος ἀνήκει στή χορεία τῶν Ὁσίων ἀσκη­τῶν καί ἀνέ­δειξε τόν ἑαυτόν του διά τῆς Χάριτος τοῦ Πανα­γίου Πνεύματος, «ἔσοπ­τρον ἀκηλί­δω­τον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας καί εἰ­κόνα τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ» (Σοφ. Σολ. 7,26). Ἔ­τσι κατεστάθη, «τῆς σοφίας ὁδηγός καί  τῶν σοφῶν διορθωτής». (Σοφ. Σολ. 7,15).

Καί εἶναι ἀληθές, ὅτι ὅλοι οἱ χρι­στια­νοί καλοῦνται νά γίνουν ἅγιοι. Νά ἀ­να­κα­­λύψουν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας.

 Ὅλοι λαμ­βάνουν τά θεῖα δωρή­μα­τα, ὀλίγοι ὅμως  τά ἀναδεικνύουν καί τά καλ­­λιεργοῦν. Ὅλοι βαπτίζονται στό ὄνο­μα τῆς Παναγίας Τριάδος, ὀλίγοι τιμοῦν τό βάπτι­σμά τους. Ὅλοι θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκ­κλησίας, ὀλίγοι ὅμως εἶναι ζωντανά καί φωτό­μορφα τέκνα της. Πολλοί φέρουν τό ὄ­νομα τοῦ ὀρθο­δό­ξου χρι­στιανοῦ, ὀλίγοι τό ἐπιβε­βαιώνουν στήν καθημερινή ζωή κι ὄχι ἰδεολογικά. Πολλοί δια­βάζουν τό Εὐαγ­­­γέλιο, -ἐσχάτως καί τό Ψαλτή­ριον- κα­­θώς καί τούς θεοφώτιστους λόγους τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὀλίγοι ἀγωνίζονται χωρίς «σφι­­γμένα δόντια» καί μέ ἀπο­στολική ἁ­πλό­τητα νά ἐφαρμό­σουν ἐμπειρικά ὅσα δια­βάζουν.

Κι αὐτό εἶναι τό πρῶτο σημεῖο στό ὁποῖο ἐπέ­μενε ὁ ὅσιος Παΐσιος. Στήν ἐπι­βε­βαίωση δηλαδή τῶν εὐαγγελικῶν καί θείων διδαχῶν διά τῆς πείρας τῶν πρα­γμά­των. Δηλαδή ἀκολου­θοῦσε τή μέθοδο τῶν λεγόμενων θετικῶν ἐπιστημῶν. Πα­ρα­τήρηση, πείραμα, ἐπιβε­βαί­ωση.

 Ὅταν οἱ εὐλα­βέ­στατες μοναχές τοῦ Ἡσυ­χα­στηρίου μέ προθυμία καί πνεῦμα μα­θητείας κατέ­­γραφαν, ὅσα ἐκεῖνος δίδα­σκε, κάποια στι­γμή τίς σταμάτησε καί εἶ­πε: «“Τί γράφετε ὅλα αὐτά; Γιά ὥρα ἀνά­γκης τά κρατᾶτε; Σκοπός εἶναι νά τά δου­λεύετε, νά τά ἐφαρμόζετε. Καί ποιός ξέρει τί γράφετε! Γιά φέρτε μου νά δῶ!”  Ὅ­ταν τοῦ δόθη­καν ἐνδεικτικά οἱ σημειώσεις μι­ᾶς ἀδελφῆς, ἡ ἔκφρασή του ἄλλαξε· ἀνα­παύ­­θηκε καί μέ ἱκανοποίηση εἶπε: “Πώ, πώ βρέ παι­δί μου, αὐτή μαγνητόφωνο εἶ­ναι! Τά ἔγραψε ὅ­πως ἀκριβῶς τά εἶπα”» (Λόγοι Α΄ σ. 16).

Οἱ ἀδελφές στίς ὁποῖες εἴμαστε εὐ­γνώ­­μο­νες, μέ τήν ἀκριβή καταγραφή καί τή φιλοκα­λική συνέπεια, πέτυχαν κάτι πο­λύ σημαντικό:  Ἡ ροή τῶν κειμένων τοῦ ὁσίου Παϊσίου νά εἶναι τόσο ἀνάλαφρη, ὅ­πως ὅταν τόν ἄκουγαν, ὅσοι εἶχαν τήν εὐ­λογία νά τόν συνα­ντή­σουν. Μετέ­φεραν στά βι­βλία πού ἐπιμελήθηκαν, τήν εὐ­κολία μέ τήν ὁποία ἐκεῖνος χρησιμο­ποι­οῦσε τήν καθη­μερινή γλῶσσα καί τά σύμ­βολα τοῦ βίου ἁπλῶν ἀνθρώπων, γιά νά πε­ρι­γράψει μεγάλες ἀλήθειες καί νά ἐξη­γήσει τά τραχιά ἀλλά καί εὔκολα μονο­πάτια τῆς πνευματικῆς ζω­ῆς.

Εἰδικά γιά τούς κληρικούς καί τούς μο­να­χούς, καί κατ’ ἐπέκταση γιά ὅλους τούς Χριστια­νούς, ὁ ὅσιος ἐπέμενε στήν ἀ­θό­ρυβη ἐσωτερική ἐργασία. Ἔτσι δημιουρ­γεῖται ἀπόθεμα πνευ­μα­τικό νά ὠφε­λοῦ­νται καί οἱ συνάνθρωποι, ἔλεγε. Τόνιζε χαρακτη­ρι­στικά, συνδυάζοντας ἄριστα τήν προ­σω­πική μέ τήν κοινωνική εὐθύνη: «Ἡ πνευ­μα­τική ἐργα­σία στόν ἑαυτό μας εἶναι ἀθό­ρυβη ἐρ­γα­­σία στόν πλησίον, γιατί μιλάει τό παράδειγμα, καί τότε μι­μοῦνται οἱ ἄν­θρω­ποι τό καλό πού βλέ­πουν καί διορθώ­νονται…. Ὁ χαρι­τω­μένος ἄν­θρωπος τοῦ Θεοῦ μεταδίδει θεία Χάρη καί ἀλ­­λοιώνει τούς σαρκικούς ἀνθρώ­πους. Τούς ἐλευ­θε­ρώ­νει ἀπό τή σκλαβιά τῶν πα­θῶν καί τούς πλη­­σιάζει μ’ αὐτόν τόν τρό­πο στόν Θεό καί σώζονται» (Λόγοι Α΄, σ. 312).

Ὁρισμένοι θρησκευόμενοι ἄνθρω­ποι γί­νονται συνήθως ἀποθῆκες θεολο­γι­κῶν καί πα­τε­ρικῶν γνώσεων, ἀλλά με­νουν ἄγευστοι τῆς ζωῆς τοῦ Πνεύματος. Δέν ἐπιτρέ­πουν στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά τούς λαμπρύνει καί νά τούς καταστήσει με­τόχους τοῦ θείου φωτός. Γνω­ρίζουν πολ­λά θεολογικά θέματα,  ἀλλά δεν κουνοῦν τό δά­κτυλό τους πρός ἐφαρ­μο­γή τῶν θεί­ων λόγων. Τά λένε γιά τούς ἄλλους. Οἱ ἄλλοι δῆθεν ἔχουν τήν εὐθύνη τῆς ἐκκλη­σια­στικῆς καί κοινω­νι­κῆς κα­κο­δαιμονίας. Μᾶς θυμίζουν τούς λό­γους τοῦ Κυρίου: «Δεσμεύουσι γάρ φορ­τία βαρέα καί δυσβά­στα­κτα καί ἐπιτι­θέ­α­σιν ἐπί τούς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δέ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐ­τῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀν­θρώποις» (Ματθ. 23, 4-5). Ἡ εὐαγγελική αὐτή ἀλήθεια ἐπιβε­βαιώ­νεται σήμερα ὅσο ποτέ ἄλ­λο­τε. Κατάντησε νόσος λοιμική στό διαδίκτυο, καί εἶναι χει­ρό­τερη ἀπό τόν ἰό τῆς πανδημίας. Ἡ ἐπί­φα­ση τῆς πνευ­μα­τικῆς ζωῆς καί ἡ ἐξυ­πηρέ­τη­ση κάθε σκο­πι­μό­τητας στό ὄνομα τῆς πίστεως ἐπιφέρει πνευματικό θάνατο καί σύγχυση στούς πιστούς.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο ἐξίσου σημαντικό μέ τό προηγούμενο -τῆς προσοχῆς στήν τήρηση τῶν θείων λόγων κι ὄχι ἁπλῶς στή διανοητική γνώση- εἶναι ἡ πνευματική νοη­μα­το­δό­τηση κα­θη­μερινῶν ἐννοιῶν.

Χάρη στό Ὅσιο Παΐσιο διδαχθήκαμε ἐκ νέ­ου τό ρωμαίϊκο φιλότιμο, τήν πνευ­μα­τική ἀρχο­ντιά, τήν ἁπλότητα, τήν ἁπλό­τητα πού ὁδη­γεῖ στήν παρρησία, τή λεβε­ντιά, τήν πνευματική γλυ­κύτητα, τή θεία πα­ρηγοριά, τή νηπτική διά­κρι­ση, τήν ἐντέ­λεια. Δι­δα­χθήκαμε νά θερα­πεύουμε τό ἄγχος, νά βάζουμε «τήν ἀγωνία στή γω­νία», ὅπως χαριτολογώντας ἔλεγε, νά μήν πνι­­γόμαστε ἀπό πνευματική ἀσφυξία, νά διώχ­νουμε τούς «μπανταλούς λογισμούς», νά φυλα­γόμαστε ἀπό τήν ἀναίδεια, νά ὁ­δη­γούμαστε στήν αὐτογνωσία, πού ὁδηγεῖ στή θεογνωσία.

 Ἡ διδασκαλία του ἁπλή, αὐθε­ντι­κή. Ὁ λόγος του «ἅλατι ἠρτημένος». Εὐθύς καί ἐλεγ­κτικός καί ταυτόχρονα πρᾶος καί πα­ρα­κλητικός. Αὐστηρός στούς σκληρο­κάρ­διους ἀλλά καί ἐπιει­κής στούς ἀδύ­να­μους. Ἔλεγε μέ σοφία : «Ἡ φυ­σι­κή ἁ­πλό­τητα εἶναι ἡ ἁπλότητα πού ἔχει ἕνα μικρό παιδί. Τό παιδί, ὅταν κάνει μιά ἀ­ταξία τό μαλώνεις καί κλαίει. Ἄν μετά τοῦ δώσης ἕνα αὐτοκινητάκι, πάει, τά ξεχ­νάει ὅλα. Δέν ἐξετάζει γιατί προηγου­με­νως τό μά­λωσες, ἐπειδή ὁ μικρός δουλεύει μέ τήν καρ­διά, ἐνῶ ὁ μεγάλος μέ τή λογι­κή». Καί συνέχιζε: Ὅταν καθαρθεῖ ἡ καρ­διά ἀπό κάθε πονηρία καί ἰδιοτέλεια φθά­νει στήν κατάσταση τῆς τέλειας ἁπλό­τητας. «Μέσα στήν ἀληθινή ἀγάπη τοῦ Χρι­­στοῦ, στήν κα­τάσταση ἐκείνη τῆς ἁπλό­τητος καί καθαρότητος, ἀναπτύσ­σεται ἡ καλή παιδι­κό­τη­τα, τήν ὁποία ζητᾶ ὁ Χριστός νά ἀ­πο­κτήσουμε –γίνεσθε ὡς τά παιδία-, λέει. Στήν ἐποχή μας ὅ­μως, ὅσο προ­χωράει ἡ κο­σμική εὐγένεια, τόσο χά­νεται ἡ ἁ­πλότητα, ἡ ἀληθινή χαρά καί τό φυ­σικό χαμόγελο» (Λόγοι Ε’, σ.268).

 Κι ὅπως χρησιμοποιοῦσε τήν περί­πτωση τοῦ παιδιοῦ, γιά νά περιγράψει τήν ἁπλό­τητα, θύμιζε τή μάνα καί τήν διαβεβ­λημένη στίς μέρες μας μητρότητα, γιά νά περιγράψει τήν ἀγάπη: «Δέν φθάνει νά ἀ­γαπάει κανείς τόν ἄλλον· πρέ­πει νά  τόν ἀ­γα­πάει περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ μάνα ἀγαπάει τά παιδιά της περισ­σό­τερο ἀπό τόν ἑαυτό της. Μένει νηστικιά, γιά νά ταΐση τά παιδιά της, ἀλλά νιώθει με­γα­λύτερη εὐχαρί­στηση ἀπό ἐκεῖνα. Τά παιδάκια τρέφονται ὑλικά καί ἡ μητέρα πνευ­ματικά. Ἐκεῖνα ἔχουν τήν ὑλι­κή γεύ­ση, ἐνῶ αὐτή ἔχει τήν πνευματική ἀγαλ­λίαση… Ἡ μητέρα μάλιστα φθάνει νά ἔχει πε­ρισ­σότερη ἀγάπη καί θυσία ἀπό τόν πα­τέρα, γιατί στόν πατέρα δέν δίνονται πολ­λές εὐκαιρίες, γιά νά θυσιάζεται» (Λόγοι Δ΄, σ. 79-80).

 Ἡ διδαχή τοῦ ὁσίου θύμιζε συχνά τίς εὐαγ­γελικές παραβολές, τόν συμβο­λικό προφη­τικό λόγο, τήν διακριτική πατε­ρική παραίνεση. Διηγεῖται τό ἑξῆς: «Μιά μέ­ρα ἔσκαβα τόν κῆ­πο μου, γιά νά φυ­τέ­ψω λίγες ντοματιές. Ἐκείνη τήν ὥρα ἦρθε κά­ποιος καί μοῦ λέει: – Τί κάνεις Γέρο­ντα;. – Τί νά κάνω; τοῦ λέω, ἐξομολογῶ τόν κῆ­πο μου. –Καλά, Γέροντα, μοῦ λέει, χρειά­ζε­ται κι ὁ κῆ­πος ἐξομολόγηση; -Ἀσφαλῶς χρειά­ζεται. Ἔχω διαπιστώσει πώς, ὅταν τόν ἐξομολογῶ, βγάζω δηλαδή ἔξω πέ­τρες, ἀγριάδες ἀγκάθια κ.λπ. τότε βγά­ζει ἐπίσημα κηπευτικά, ἀλλιῶς οἱ ντομάτες γίνονται κιτρινιάρες, καχεκτικές!» (Λόγοι Γ΄, σ.246). Ἐδῶ θα προσθέταμε, «ὁ ἔχων ὦτα, ἀκού­ειν ἀκουέτω».

            Καί ἔρχομαι σέ ἕνα ἀλλο σημαντικό σημεῖο. Σέ κάθε ἐποχή πολλά λέγονται ἐνα­ντί­ον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὄχι γιά τον ἑαυτό της ἀλλά γιά τό λαό τοῦ Θε­οῦ.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀκμαία και ζῶσα, ὅταν ἀναδεικνύει ἁγίους. Καί δόξα τῶ Θεῶ στήν ἐποχή μας τόσοι νέοι ἅγιοι ἀναδείχ­θηκαν. Εἶναι ἁγία καί ἄμω­μη ἀπό τόν ἱδρυ­τή της, τόν Κύριο. Καλώντας ὅλους νά τη­ροῦν τήν ἐντολή τοῦ Χρι­στοῦ, “ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν”, ἡ Ἐκ­κλησία στέκεται στή μέση ὅλων τῶν ἐχθρικῶν δυ­νάμεων». «Ἔτσι, εἶναι φυσικό ἡ ὀργή πού ἔ­χουν με­σα τους, μόλις συναντήσει τήν Ἐκκλησία στήν πορεία της, νά ξεσπᾶ ἐναντίον της. Καί ἡ Ἐκκλησία πού πραγματοποιεῖ τό ἔρ­γο τοῦ Χρι­στοῦ ἐπί τῆς γῆς, δηλαδή τή σω­τηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δέχεται συνειδητά ἐπάνω της τό βάρος τῆς γενικῆς ὀργῆς, ὅ­πως καί ὁ Χριστός σήκωσε ἐπάνω του τίς ἁμαρ­τίες τοῦ κόσμου. Καί ἄν ὁ Χριστός στόν κόσμο αὐτό τῆς ἁμαρτίας διώχ­θηκε καί ἔπρεπε νά πάθει… τότε καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀναπό­φευκτα θά διωχ­θεῖ καί θά ὑπο­στεῖ τό μαρτύριο. Αὐτός εἶναι πνευ­μα­τικός νόμος τῆς ἐν Χρι­στῶ ζωῆς» (ὅσιος Σι­λου­ανός).

Αὐτά τά γνώριζε κάλλιστα ὁ ὅσιός μας, γι’ αὐτό  μιλοῦσε γιά Μητέρα Ἐκ­κλη­σία. Τόν ἀπασχολοῦσαν πολύ οἱ ἀκρό­τη­τες πού πα­ρα­τηροῦνταν τόσο στόν κοι­νω­νικό ἀλλά καί τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο.

Δίδασκε: «Νά ἀποφεύγονται τά ἄ­κρα· μέ τά ἄκρα δεν λύνονται τά θέματα. … Τά δύο ἄκρα πάντα ταλαιπωροῦν τή Μη­τέρα Ἐκκλησία καί οἱ ἴδιοι πού τα κρα­τοῦν ταλαιπωροῦνται, γιατί τά δύο ἄ­κρα συνήθως καρφώνουν… Δυστυ­χῶς στήν ἐ­ποχή μας ἔχουμε πολλούς πού ταράσ­σουν τήν Μητέρα Ἐκκλησία. Ὅσοι ἀπό αὐτούς εἶ­ναι μορφωμένοι ἔπιασαν τό δόγμα μέ τό μυα­λό κι ὄχι μέ τό πνεῦμα των Ἁγίων Πατέρων. Ὅσοι πάλι εἶναι ἀ­γράμ­ματοι, ἔπιασαν καί αὐτοί τό δόγμα μέ τά δόντια, γι’ αὐτό καί τρίζουν τά δόντια, ὅταν συζη­τοῦν ἐκκλησιαστικά θέματα, καί ἔτσι δημιουρ­γεῖται μεγαλύτερη ζημιά στην Ἐκ­κλησία ἀπό αὐτούς παρά ἀπό τους πολέ­μιους της Ὀρθοδοξίας μας» (Λόγοι Α΄, σ. 322-323).

Σεβασμιώτατε, σεβαστή Γερόντισσα ἀγαπητοί ἀδελφοί, δέν ἀρκεῖ ὁ χρόνος νά περι­γρά­ψουμε σύνολη τή διδαχή καί τούς ἀσκη­τικούς ἀγῶνες τοῦ ὁσίου Πατρός. Μιά ἁπλή γεύση προσπαθήσαμε νά δώσουμε.

 

Συνοψίζοντας καί ὁλοκληρώνοντας, θυμίζουμε τό θεῖο ζῆλο μέ τόν ὁποῖο ἀ­σκοῦσε τήν προσευχή, τήν ἡσυ­χία καί τή νή­ψη. Θυμόμαστε τό ἀξεπέ­ρα­στο χιοῦμορ του ὡς μέσο ἐπικοινωνίας ἀλ­λά καί διδα­χῆς. Θαυ­μά­ζουμε τά εὕστοχα καί ἐφευ­ρηματικά λογο­παίγνιά του, πού συλ­­λάμ­βαναν καί ἀπέδιδαν μέ μοναδικό τρόπο τήν πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση τῶν ἀν­θρώ­πων. Στεκόμαστε μέ δέος μπροστά στή βα­θιά προσωπική σχέση του μέ τό Θεό καί τούς ἁγίους τῆς Εκκλησίας μας, τήν Κυρία Θεοτόκο, τούς Ἀγγέλους, Ἁγία Εὐφημία, Ἅγιο Λου­κιλλιανό, καί ἄλλους. Ὁ­δη­γού­μαστε σέ αὐ­τοκριτική, μπροστά στήν πλα­τιά ἀφοσίω­σή του στήν Ἐκκλησία καί τή ση­μα­σία τῆς ζω­ντα­νῆς Ὀρθόδοξης πα­ρά­δοσης. Βλέ­που­με τούς καημούς του γιά τίς τύχες τοῦ Γέ­νους καί τά παθήματα τῶν συν­αν­θρώπων του.  Διδασκόμαστε ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο δεχόταν τήν κακο­πάθεια γιά τόν ἑαυτό του καί ταυτόχρονα συγκατέβαινε πρός τούς ἀδελφούς πού εἶχαν ἀδύναμο θέλημα. Διδασκόμαστε ἀπό τή λεβεντιά μέ τήν ὁποία ὑπέμεινε τή σωματική του ἀσθένεια. Διότι ἔλεγε, ὅτι περισσότερο τόν ὠφέλησε πνευματικά ἡ ἀρρώστια του πα­ρά οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες. Τόν ἀτενίζουμε νά  αἴρει ἀγόγγυστα  τό Σταυρό τοῦ Κυ­ρίου.

Νά λοιπόν γιατί ἀπολαμ­βά­νει τώρα τά κάλλη τοῦ Παραδείσου, «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Νά γιατί ἡ πάνδημη ἀποψινή σύ­να­ξη.

Κι ἐμεῖς ὡς φιλότιμα πνευματικά του τέκνα τόν παρακαλοῦμε: Ὅσιε Παΐσιε, «Ἐπί­φα­νον ἄνωθεν ἡμῖν ὡς πρόμαχος κρά­τιστος, φρου­ρῶν, φυλάτ­των, λυτρού­μενος ἐκ πάσης θλί­ψεως· στῆσον τῶν πο­λέμων τό δεινόν κλυ­δώ­νιον, τήν πίστιν τήν ὀρ­θόδοξον κράτυνον, εἰρή­νην δώρησαι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δεόμεθα» (Ἀκολουθία, σ. 67).

Εὐχηθεῖτε Σεβασμιώτατε, ἐσεῖς πού κρα­τᾶτε στούς ὥμους σας καί στό ἱερό Ὠμοφόριό σας τίς ψυχές μας νά καρ­πίσουν  στή ζωή μας τά θεοφώτιστα λόγια τοῦ Ὁσίου Πατρός Παϊσίου, γιά νά δοξά­ζε­ται τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

(Ομιλία στην αγρυπνία του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής 12/7/2021)

https://www.pemptousia.gr/2021/07/i-pnev%c2%adma%c2%adtiki-erga%c2%adsia-ston-eafto-mas-ine-atho%c2%adrivi-er%c2%adga%c2%ad%c2%adsia-ston-plision/

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΦΕΛΙΜΑ

ΓΕΡΟΝΤΕΣ

ΘΑΥΜΑΤΑ

 
Copyright © ΕΛΛΑΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Designed by OddThemes | Distributed By Blogger Templates20