Τσιρόπουλος Κώστας
Ὑπάρχει
μία λέξη πού ἀγκυλώνει, πού τρυπᾶ τίς συνειδήσεις σήμερα, μία λέξη πού
ἐνοχλεῖ, πού προκαλεῖ ἔξαψη, λοιδορία, ἐχθρότητα, μίσος τυφλό, μία λέξη
πού καίει, πού ἐξαγριώνει τούς πολλούς τῶν καιρῶν μας, λέξη-καρφί,
λέξη-μαχαίρι, λέξη-πυρακτωμένη βουκέντρα πού ἐξεγείρει, πού ἐρεθίζει,
πού γεννᾶ μανία σατανική καί λύσσα.
Δέν πρόκειται γιά τίς τρέχουσες ἤ τίς νεόκοπες λέξεις τῆς πολιτικῆς προπαγάνδας καί τῆς δημοσιογραφικῆς ἀοριστολογίας. Ἀντίθετα, εἶναι λέξη παλιά κι ὅμως αἰώνια ἐπίκαιρη, λέξη πού πιάνει πολύ χῶρο στή ζωή μιᾶς κοινωνίας, ὅποιας κοινωνίας, ὅποιου πολιτικοῦ συστήματος γέννημα κι ἄν εἶναι αὐτή, λέξη πού πάνω της στηρίζεται ἡ ζωή κι ὁ θάνατος, δυναμική, ἐκρηκτική, τελεσφόρα, ἐρεθιστική.
Εἶναι ἡ λέξη: Θεός.
Ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν τόν εἶχαν μισήσει, δέν τόν εἶχαν ἀρνηθεῖ καί δέν τόν εἶχαν καταδικάσει σέ θάνατο μέ τέτοια λυσσαλέα ἐπιμονή καί τόσο ἀβυσσαλέο μίσος, ὅσο στή δική μας ἐποχή. Καί ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν, ὅσο οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Γιατί τώρα ὄχι πιά μοναχικές συνειδήσεις ἀλλά ὁλάκερες κοινωνικές ὁμάδες, στρώματα λαοῦ, αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἱστορία γιά πρώτη ἀπό τότε πού πλάστηκε ὁ κόσμος φορά, ζοῦν μέ τόσο ἐξουθενωτική ἔνταση κι ἐνάργεια ὁριακές καταστάσεις, καταστάσεις πού συντρίβουν θεσμούς, μορφές ζωῆς, τύπους κοινωνιῶν, καταστάσεις πού ὑψώνουν τό φάσγανο τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ θανάτου τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου — θανάτου αὐτοῦ του δεύτερου, ὄχι λιγότερο τραγικοῦ.
Ὅσοι ἀγρυπνοῦν, πιστοί, δύσπιστοι, ὀλιγόπιστοι ἤ καί ἄπιστοι, ἐπισημαίνουν πιά μέ κατάθλιψη κι ἕνα αἴσθημα δεινῆς ἠθικῆς ἀμηχανίας πώς ὁ κόσμος θά καταστραφεῖ ἄν δέν ξανακερδίσει ὁ ἄνθρωπος μέσα του νόμο ἠθικό, ἄν δέν ξαναστηριχτεῖ σέ μιὰν Ἀρχή πού νά ἀναδομήσει τόν κόσμο καί νά ἀνακαθορίσει τίς προσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί τίς σχέσεις τῆς κοινωνίας. Ὁ κόσμος θά χαθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά βυθιστεῖ στή βαρβαρότητα χωρίς Θεό.
Ὕστερα ἀπό τίς φωταψίες τῆς Ἀναγέννησης, τά πυροτεχνήματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τίς ἰαχές τοῦ ἐπιστημονικοῦ καλπασμοῦ καί τῆς τεχνολογίας τοῦ αἰώνα μας, νά πού βρισκόμαστε πάλι στήν πικρή ἀνάγκη ν’ ἀναθεωρήσουμε τή δομή τοῦ κόσμου καί νά τήν ξανακάνουμε θεοκεντρική, ἄν δέν εἴμαστε ἀποφασισμένοι ν’ αὐτοκτονήσουμε.
Μία τέτοια δομή ὅμως, προϋποθέτει πώς ἡ λέξη Θεός θά ξανακερδίσει τήν κοινωνική καί ὑπαρξιακή της ἐγκυρότητα πού ὁ καιρός τῆς ἀποστασίας προσπάθησε νά τῆς ἀφαιρέσει.
Ἀκριβῶς, αὐτὴ τή στενή, τή δύσκολη ὥρα, τήν ὥρα τῆς μεγάλης ταπείνωσης τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀτομικῆς ἐποχῆς, μέ τίς δαντικές πυρηνικές φωταύγειες, κολλημένοι κυριολεκτικά στόν τοῖχο ἀπό τήν ἀποτυχία τους, οἱ ἄνθρωποι τῶν καιρῶν λυσσοῦν ὅταν ἀκοῦν τή λέξη τοῦ Θεοῦ. Νά ξανάρθει Αὐτός; Νά ξαναεφορεύσει Αὐτός ὁλόκληρη τή ζωή; Αὐτός ποὺ τόν διώξαμε, Τόν καταδικάσαμε, Τόν ἐκτελέσαμε;
Τό μίσος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τό μίσος ἐναντίον τῆς λέξης -γιατί ποιός, στ’ ἀλήθεια, ταλαίπωρος ἔχει τή δύναμη νά μισήσει τό Θεό; -ἐξακτινώνεται καί ἐναντίον ὅσων ἐκφράζουν μέ λόγο ἤ μ’ ἔργο τό Θεό.
Ἐμεῖς πού μ’ ὅλες μας τίς καταθλιπτικές ἀδυναμίες, τά λάθη, τή μηδαμινότητά μας, τολμοῦμε ἀκόμα νά πιστεύουμε στό Θεό, ζοῦμε μία κατάσταση ἀληθινά παράλογη: ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν δυνάμεις πού μᾶς μισοῦν ἔστω κι ἄν δέν μᾶς εἶδαν ποτέ, ἔστω κι ἄν ποτέ οἱ δρόμοι μας δέν ἀντάμωσαν, ἔστω κι ἄν δέν ἔχουμε καμιά σχέση μέ τά ἐνδιαφέροντα, τίς βλέψεις, τίς μανίες τους.
Μᾶς μισοῦν μόνο γιατί ξέρουν πώς ἐμεῖς πιστεύουμε σ’ αὐτὴ τή λέξη πού τούς τρυπᾶ, πού τούς καίει, πού τούς ἀναστατώνει.
Μᾶς συκοφαντοῦν καί μᾶς λοιδοροῦν γιατί ἐμεῖς, μέ τό ἀγκίστρι Ἐκείνου στήν καρδιά, ὅπου κι ἄν πᾶμε, ὅσο κι ἄν περιπλανηθοῦμε, ξέρουν πώς ἔχουμε τό δικό Του γνώρισμα πάνω μας, τό βλέπουν ἴσως, τό μυρίζονται. Καί δέν μᾶς τό συγχωροῦν.
«Τό μεγάλο Θέατρο τοῦ κόσμου» τοῦ Καλντερόν, εἶναι σήμερα θέατρο καί τῆς οἰκουμένης καί τῆς μοναχικῆς μας ψυχῆς. Ἐδῶ ὁ ἀγώνας κορυφώνεται. Καί κορυφώνεται κι ἡ ἀγωνία τοῦ κόσμου, σ’ Ἀνατολή καί Δύση, σέ Βορρᾶ καί Νότο, ὅταν παλεύει νά σβήσει τή λέξη αὐτή, νά ξεφύγει ἀπό τό νόμο τῆς Δημιουργίας. Ἡ ἀγωνία αὐτή σ’ ἀναφορά πρός τό Θεό, συνιστᾶ τήν κρίση τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τήν ἀχίλλεια φτέρνα τῆς Δύσης. Πάνω στή λέξη αὐτή, σ’ αὐτή τήν μαλτεζόπετρα συντρίβονται ἄνθρωποι, ἰδεολογίες, κοινωνικά συστήματα, διεθνεῖς ἀπάτες, ψευδαισθήσεις.
Ἐμεῖς οἱ θνητοί, μέ τό θάνατο νά χτυπᾶ σά βόμβα ὡρολογιακή στό κορμί μας, στίς φλέβες μας, θέλουμε ν’ ἀρνηθοῦμε τό Θεό. Κι ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά χτυπήσουμε τό Θεό καί χτυποῦμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά ὑψώσουμε χωρίς Αὐτόν εἰρήνη, ἐλευθερία, πολιτισμό, καί βυθιζόμαστε στή θανάσιμη ἀγωνία τῆς ἱστορίας.
Ἡ λέξη αὐτή καίει, φωτίζει, συντρίβει, ἐγκαρδιώνει. Εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἡ λέξη, τῆς μύχιας ἀλήθειάς του, τῆς ἀγάπης ἡ λέξη.
Δέν πρόκειται γιά τίς τρέχουσες ἤ τίς νεόκοπες λέξεις τῆς πολιτικῆς προπαγάνδας καί τῆς δημοσιογραφικῆς ἀοριστολογίας. Ἀντίθετα, εἶναι λέξη παλιά κι ὅμως αἰώνια ἐπίκαιρη, λέξη πού πιάνει πολύ χῶρο στή ζωή μιᾶς κοινωνίας, ὅποιας κοινωνίας, ὅποιου πολιτικοῦ συστήματος γέννημα κι ἄν εἶναι αὐτή, λέξη πού πάνω της στηρίζεται ἡ ζωή κι ὁ θάνατος, δυναμική, ἐκρηκτική, τελεσφόρα, ἐρεθιστική.
Εἶναι ἡ λέξη: Θεός.
Ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν τόν εἶχαν μισήσει, δέν τόν εἶχαν ἀρνηθεῖ καί δέν τόν εἶχαν καταδικάσει σέ θάνατο μέ τέτοια λυσσαλέα ἐπιμονή καί τόσο ἀβυσσαλέο μίσος, ὅσο στή δική μας ἐποχή. Καί ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν, ὅσο οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Γιατί τώρα ὄχι πιά μοναχικές συνειδήσεις ἀλλά ὁλάκερες κοινωνικές ὁμάδες, στρώματα λαοῦ, αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἱστορία γιά πρώτη ἀπό τότε πού πλάστηκε ὁ κόσμος φορά, ζοῦν μέ τόσο ἐξουθενωτική ἔνταση κι ἐνάργεια ὁριακές καταστάσεις, καταστάσεις πού συντρίβουν θεσμούς, μορφές ζωῆς, τύπους κοινωνιῶν, καταστάσεις πού ὑψώνουν τό φάσγανο τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ θανάτου τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου — θανάτου αὐτοῦ του δεύτερου, ὄχι λιγότερο τραγικοῦ.
Ὅσοι ἀγρυπνοῦν, πιστοί, δύσπιστοι, ὀλιγόπιστοι ἤ καί ἄπιστοι, ἐπισημαίνουν πιά μέ κατάθλιψη κι ἕνα αἴσθημα δεινῆς ἠθικῆς ἀμηχανίας πώς ὁ κόσμος θά καταστραφεῖ ἄν δέν ξανακερδίσει ὁ ἄνθρωπος μέσα του νόμο ἠθικό, ἄν δέν ξαναστηριχτεῖ σέ μιὰν Ἀρχή πού νά ἀναδομήσει τόν κόσμο καί νά ἀνακαθορίσει τίς προσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί τίς σχέσεις τῆς κοινωνίας. Ὁ κόσμος θά χαθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά βυθιστεῖ στή βαρβαρότητα χωρίς Θεό.
Ὕστερα ἀπό τίς φωταψίες τῆς Ἀναγέννησης, τά πυροτεχνήματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τίς ἰαχές τοῦ ἐπιστημονικοῦ καλπασμοῦ καί τῆς τεχνολογίας τοῦ αἰώνα μας, νά πού βρισκόμαστε πάλι στήν πικρή ἀνάγκη ν’ ἀναθεωρήσουμε τή δομή τοῦ κόσμου καί νά τήν ξανακάνουμε θεοκεντρική, ἄν δέν εἴμαστε ἀποφασισμένοι ν’ αὐτοκτονήσουμε.
Μία τέτοια δομή ὅμως, προϋποθέτει πώς ἡ λέξη Θεός θά ξανακερδίσει τήν κοινωνική καί ὑπαρξιακή της ἐγκυρότητα πού ὁ καιρός τῆς ἀποστασίας προσπάθησε νά τῆς ἀφαιρέσει.
Ἀκριβῶς, αὐτὴ τή στενή, τή δύσκολη ὥρα, τήν ὥρα τῆς μεγάλης ταπείνωσης τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀτομικῆς ἐποχῆς, μέ τίς δαντικές πυρηνικές φωταύγειες, κολλημένοι κυριολεκτικά στόν τοῖχο ἀπό τήν ἀποτυχία τους, οἱ ἄνθρωποι τῶν καιρῶν λυσσοῦν ὅταν ἀκοῦν τή λέξη τοῦ Θεοῦ. Νά ξανάρθει Αὐτός; Νά ξαναεφορεύσει Αὐτός ὁλόκληρη τή ζωή; Αὐτός ποὺ τόν διώξαμε, Τόν καταδικάσαμε, Τόν ἐκτελέσαμε;
Τό μίσος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τό μίσος ἐναντίον τῆς λέξης -γιατί ποιός, στ’ ἀλήθεια, ταλαίπωρος ἔχει τή δύναμη νά μισήσει τό Θεό; -ἐξακτινώνεται καί ἐναντίον ὅσων ἐκφράζουν μέ λόγο ἤ μ’ ἔργο τό Θεό.
Ἐμεῖς πού μ’ ὅλες μας τίς καταθλιπτικές ἀδυναμίες, τά λάθη, τή μηδαμινότητά μας, τολμοῦμε ἀκόμα νά πιστεύουμε στό Θεό, ζοῦμε μία κατάσταση ἀληθινά παράλογη: ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν δυνάμεις πού μᾶς μισοῦν ἔστω κι ἄν δέν μᾶς εἶδαν ποτέ, ἔστω κι ἄν ποτέ οἱ δρόμοι μας δέν ἀντάμωσαν, ἔστω κι ἄν δέν ἔχουμε καμιά σχέση μέ τά ἐνδιαφέροντα, τίς βλέψεις, τίς μανίες τους.
Μᾶς μισοῦν μόνο γιατί ξέρουν πώς ἐμεῖς πιστεύουμε σ’ αὐτὴ τή λέξη πού τούς τρυπᾶ, πού τούς καίει, πού τούς ἀναστατώνει.
Μᾶς συκοφαντοῦν καί μᾶς λοιδοροῦν γιατί ἐμεῖς, μέ τό ἀγκίστρι Ἐκείνου στήν καρδιά, ὅπου κι ἄν πᾶμε, ὅσο κι ἄν περιπλανηθοῦμε, ξέρουν πώς ἔχουμε τό δικό Του γνώρισμα πάνω μας, τό βλέπουν ἴσως, τό μυρίζονται. Καί δέν μᾶς τό συγχωροῦν.
«Τό μεγάλο Θέατρο τοῦ κόσμου» τοῦ Καλντερόν, εἶναι σήμερα θέατρο καί τῆς οἰκουμένης καί τῆς μοναχικῆς μας ψυχῆς. Ἐδῶ ὁ ἀγώνας κορυφώνεται. Καί κορυφώνεται κι ἡ ἀγωνία τοῦ κόσμου, σ’ Ἀνατολή καί Δύση, σέ Βορρᾶ καί Νότο, ὅταν παλεύει νά σβήσει τή λέξη αὐτή, νά ξεφύγει ἀπό τό νόμο τῆς Δημιουργίας. Ἡ ἀγωνία αὐτή σ’ ἀναφορά πρός τό Θεό, συνιστᾶ τήν κρίση τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τήν ἀχίλλεια φτέρνα τῆς Δύσης. Πάνω στή λέξη αὐτή, σ’ αὐτή τήν μαλτεζόπετρα συντρίβονται ἄνθρωποι, ἰδεολογίες, κοινωνικά συστήματα, διεθνεῖς ἀπάτες, ψευδαισθήσεις.
Ἐμεῖς οἱ θνητοί, μέ τό θάνατο νά χτυπᾶ σά βόμβα ὡρολογιακή στό κορμί μας, στίς φλέβες μας, θέλουμε ν’ ἀρνηθοῦμε τό Θεό. Κι ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά χτυπήσουμε τό Θεό καί χτυποῦμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά ὑψώσουμε χωρίς Αὐτόν εἰρήνη, ἐλευθερία, πολιτισμό, καί βυθιζόμαστε στή θανάσιμη ἀγωνία τῆς ἱστορίας.
Ἡ λέξη αὐτή καίει, φωτίζει, συντρίβει, ἐγκαρδιώνει. Εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἡ λέξη, τῆς μύχιας ἀλήθειάς του, τῆς ἀγάπης ἡ λέξη.
Δημοσίευση σχολίου