Ο παππούλης μας γελούσε, γελούσε πολύ. Γελούσε με εμάς τους ανθρώπους
και μας μετέδιδε τη χαρά του. Γελούσε με τους αγίους, με την Κυρία
Θεοτόκο, με τους αγγέλους, και μας μετέδιδε πάλι τη χαρά των αγίων, της
Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων, γι’ αυτό, όταν πηγαίναμε εκεί, μπορεί να
ήμαστε στενοχωρημένοι και κουρασμένοι ψυχικά ή σωματικά, αλλά φεύγαμε…
πετώντας.
Ο π. Ευμένιος γελούσε πολλές φορές και κατά τη διάρκεια των ακολουθιών,
μπορεί την ώρα που διάβαζε το ιερό ευαγγέλιο ή όταν εθυμίαζε την Κυρία
Θεοτόκο στην «Τιμιωτέρα». Όποιος τον πλησίαζε, έβλεπε έναν ιερέα, έναν
καλόγερο, με έντονη χαρά στο πρόσωπό του. Αυτή η
χαρά, πολλές φορές, εκφραζόταν με πολλά γέλια, που αναμιγνύονταν με τα
λόγια του ή ξεχύνονταν από τις άκρες των κλειστών χειλιών του, όταν
έμενε σιωπηλός. Το καταλάβαινες ότι ήταν γέλια ενός χαριτωμένου ανθρώπου
[δηλ. ανθρώπου με θεία χάρη], μιας καρδιάς ξέχειλης από αληθινή, θεία
γαλήνη και χαρά, που χυνόταν έξω και δρόσιζε, ξενίζοντας
[παραξενεύοντας] τους άλλους.
Ήταν εμφανές ότι ο π. Ευμένιος προσπαθούσε να συγκρατηθεί από ταπείνωση,
να μη φανεί αυτή η αγία ιδιαιτερότητα, μα δεν το κατάφερνε πάντοτε.
(βλ. Σίμωνος μοναχού, π. Ευμένιος - Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, Αθήνα 2010, 2η έκδ., σελ. 137-146).
Δημοσίευση σχολίου