Πρωτοπρ. Νεκταρίου Κάνια
Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἐγὼ ἀπαραίτητη γιὰ τὶς οἰκογενειακὲς σχέσεις
Ἀποτελεῖ κοινὴ διαπίστωση, ὅτι τὸ διαλυτικὸ στοιχεῖο ὁποιασδήποτε σχέσης εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη ἐγωισμὸς πάντοτε τῆς προσδίδουμε ἀρνητικὴ χροιά. Ἐὰν καταφύγουμε στὴν ἐτυμολογία τῆς λέξης ἐγωισμός, θὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ πρώτη λέξη εἶναι τὸ ἐγώ. Μία ἔννοια καθόλου κακή. Συνταυτισμένη μὲ τὴν ὕπαρξη. Τὸ ἐγὼ δηλώνει ὅτι ὑπάρχω, μὲ δικαίωμα ἐπιλογῶν, καὶ μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἐπιπρόσθετά το ἐγὼ εἶναι προϋπόθεση γιὰ τὴν ὕπαρξη σχέσης. Γιὰ νὰ ὑπάρξει μία σχέση, θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν τουλάχιστον δύο ἐγώ, δύο ἐλεύθερες, ξεχωριστὲς ὑπάρξεις πρόσωπα μὲ δικό τους θέλημα, βούληση, συναίσθημα, τρόπο σκέψης.
Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἐγὼ ἀπαραίτητη γιὰ τὶς οἰκογενειακὲς σχέσεις
Ἀποτελεῖ κοινὴ διαπίστωση, ὅτι τὸ διαλυτικὸ στοιχεῖο ὁποιασδήποτε σχέσης εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη ἐγωισμὸς πάντοτε τῆς προσδίδουμε ἀρνητικὴ χροιά. Ἐὰν καταφύγουμε στὴν ἐτυμολογία τῆς λέξης ἐγωισμός, θὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ πρώτη λέξη εἶναι τὸ ἐγώ. Μία ἔννοια καθόλου κακή. Συνταυτισμένη μὲ τὴν ὕπαρξη. Τὸ ἐγὼ δηλώνει ὅτι ὑπάρχω, μὲ δικαίωμα ἐπιλογῶν, καὶ μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἐπιπρόσθετά το ἐγὼ εἶναι προϋπόθεση γιὰ τὴν ὕπαρξη σχέσης. Γιὰ νὰ ὑπάρξει μία σχέση, θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν τουλάχιστον δύο ἐγώ, δύο ἐλεύθερες, ξεχωριστὲς ὑπάρξεις πρόσωπα μὲ δικό τους θέλημα, βούληση, συναίσθημα, τρόπο σκέψης.
Ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει
ὑγιὴς σχέση: α) Ἂν δὲν γνωρίζει ὃ καθένας τί τελικὰ θέλει, τί ἐπιθυμεῖ, ποιὰ
στοιχεῖα ἀπαρτίζουν τὸ ἐγώ του. β) Ἂν τὸ ἕνα μέλος δὲν σέβεται τὴν ἐλευθερία, ἀγνοεῖ
τὸ θέλημα, ὑποτιμᾶ τὴ σκέψη, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ συναίσθημα τοῦ ἄλλου μέλους, γ) Ἂν
τὸ ἕνα ἐγὼ μὲ διάφορα μέσα (σωματικὴ καὶ ψυχολογικὴ βία, ἐξουσιαστικότητα,
κυριαρχικότητα, κτητικότητα) συμπνίγει, καταπιέζει, ἐξανεμίζει τὸ ἐγὼ τοῦ κάθε ἕτερου
μέλους, δ) Ἂν μέσα στὴν σχέση δὲν προοδεύει, δὲν καλυτερεύει, δὲν καταξιώνεται,
τὸ ἐγὼ τῶν μελῶν της.
Κατανοοῦμε ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι δὲν εἶναι κακὸ κανεὶς νὰ ἔχει συναίσθηση τοῦ ἐγὼ τοῦ μέσα στὴν οἰκογενειακὴ σχέση. Νὰ ἔχει αὐτοεκτίμηση. Νὰ ξέρει τὰ χαρίσματά του. Νὰ ἔχει συνείδησή του ὅτι εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο. Νὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὰ «θέλω» του, τὶς ἐπιθυμίες του, αὐτὸ ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ, αὐτὸ ποὺ ὀνειρεύεται, αὐτὸ ποὺ τὸν γεμίζει. Ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλά, ὅπως εἶναι τὸ φαγητό, μία ἐκδρομή, μία συζήτηση, μία ταινία στὴν τηλεόραση, μέχρι τὰ μακροπρόθεσμα σχέδια γιὰ τὸ μέλλον, τὴν σχέση μὲ τὸ Θεό, τὴν οἰκονομικὴ διαχείριση. Δὲν εἶναι ἐγωισμὸς νὰ πῶ «αὐτό μου ἀρέσει ἡ δὲν μοῦ ἀρέσει», «αὐτὸ τὸ θέλω ἡ δὲν τὸ θέλω», «ἔτσι τὸ σκέφτομαι», «ἔτσι τὸ αἰσθάνομαι», «ἐκεῖνο θὰ προτιμοῦσα», «ἐκεῖνο δὲν θὰ τὸ ἐπέλεγα».
Ὁ ἐγωισμὸς στὴν οἰκογένεια
Ἄρα ποῦ εἶναι τὸ πρόβλημα μὲ τὸν ἐγωισμό; Εἶναι τὸ ἐπίθημα -ἰσμός. Τὰ προβλήματα στὴν οἰκογένεια ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐπιβάλω στὸν σύντροφο καὶ στὰ παιδιά μου αὐτὸ πού μου ἀρέσει, αὐτὸ ποὺ σκέφτομαι, αὐτὸ ποὺ θέλω καὶ αἰσθάνομαι. Ἔστω καὶ ἐὰν δὲν ἀρέσει στὸ ἄλλο μέρος, ἔστω καὶ ἐὰν θέλει κάτι διαφορετικό, ἔστω καὶ ἐὰν αἰσθάνεται ἡ ἐπιλέγει κάτι ἄλλο, ἔστω καὶ ἐὰν ἔχουν διαφορετικὲς ἰδέες τὰ παιδιά, θὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ἐγὼ θεωρῶ σωστό, καλό, ἀπαραίτητο κ.τ.λ.
Τὸ πρόβλημα μὲ τὸν ἐγωισμὸ στὴν οἰκογένεια ξεκινᾶ ὅταν χωρὶς νὰ προσφέρω, ἀπαιτῶ. Χωρὶς νὰ διαλέγομαι, ἀποφασίζω. Χωρὶς νὰ σέβομαι, ἐπιβάλλω. Χωρὶς νὰ ἀγαπῶ, ἀναγκάζω.
Ὅταν δὲν σέβομαι τὸ ἐγὼ τοῦ ἄλλου ὅσο τὸ δικό μου. Ὅταν δὲν ὑπολογίζω τὸν ἄλλο τουλάχιστον ὅπως τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν δὲν προσπαθῶ νὰ τὸν νοιώσω, νὰ τὸν κατανοήσω, νὰ τὸν γνωρίσω, νὰ νοιαστῶ γιὰ τὰ θέλω καὶ τὰ αἰσθήματά του, ὅπως θὰ ἤθελα αὐτὸς νὰ μὲ κατανοήσει, νὰ μὲ νοιώσει, νὰ μὲ γνωρίσει, νὰ νοιαστεῖ. Τότε οἱ σχέσεις καταντοῦν συγκρουσιακός, ἀνταγωνιστικές, ἀποξενωμένες, ὑποκριτικές.
Τὰ προβλήματα στὶς οἰκογενειακὲς σχέσεις ἐμφανίζονται ὅταν ὁ γονιὸς ἥ το παιδί, παραμένει στὸ δικό του ἐγὼ καὶ δὲν προχωρᾶ στὸ ἐμεῖς. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μετάβαση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐπειδὴ κάποιος μᾶς ὑποχρεώνει ἀλλὰ μὲ ἐλεύθερη ἐπιλογή μας μὲ μοναδικὸ κίνητρο τὴν ἀγάπη. Ἀγάπη ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται ἀλλὰ προσφέρεται, ἀγάπη ποὺ δὲν κάνει τὸν ἄλλο κτῆμα καὶ ἀντικείμενο τοῦ ἐγωισμοῦ μου ἀλλὰ τρυφερὰ δικό μου. Καρδιὰ μέσα στὴν καρδιά μου, ὕπαρξη τοποθετημένη στὰ ἅγια των ἅγιών της δικῆς μου ὕπαρξης. Ἀγάπη ποὺ ζεῖ καὶ ἀναπνέει μέσα στὴν ἐλευθερία.
Ἡ Ἀγάπη θέλει κόπο καὶ χρόνο
Γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς δὲν εἶναι εὔκολο νὰ περάσει κανεὶς ἄπό το ἔγω στὸ ἔμεϊς. Γιὰ νὰ γίνει αὖτο θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ σχέση ἀπαιτεῖ χρόνο γιὰ ὥριμανση, ὕπομονη, ἔπιμονη, τέχνη, ἔξυπναδα, ἀνοιχτῆ καρδιά, εἰλικρίνεια.
Ἄσκηση καὶ διάκριση στὴν οἰκογένεια
Χρειάζεται ἄκομα καὶ ἡ ἔθελουσια ἄσκηση, στὸ νὰ μπορῶ νὰ περιορίσω, νὰ μεταθέσω, ἄκομη καὶ νὰ ἄποδεχθω τὴν ματαίωση τοῦ θέλω μου γιὰ χάρη τῆς ἄγαπης. Μὰ καὶ διάκριση γιὰ νὰ μπορῶ νὰ διακρίνω πότε θὰ πρέπει νὰ ἔπιμεινω καὶ πότε νὰ ὕποχωρησω, πότε νὰ μιλήσω καὶ πότε νὰ σιωπήσω, πὼς νὰ διαφυλάξω τὴν ἔλευθεριά των ἐπιλογῶν μου χωρὶς νὰ πληγώσω τὸν σύντροφό μου, πὼς νὰ ὑπερασπιστῶ ἄπεναντι στὸν σύντροφό μου τὴν ὅποια διαφορετικότητά μου δίνοντάς του τὸ μήνυμα ὅτι τὸν ἄγαπω. «Μπορεῖ νὰ διαφέρουμε σὲ αὖτο ἡ νὰ μὴν συμφωνοῦμε, δὲν παύει ὅμως νὰ σὲ ἄγαπω», θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὸ βαθύτερο μήνυμα σὲ κάθε τέτοια συζήτηση.
Ὑπαρξιακὴ συνταύτιση
Γιὰ νὰ πορευθεῖ τὸ ζευγάρι ἄλλα καὶ ὅλα τα μέλη τῆς οἰκογένειας, ἄπό το ἐγὼ στὸ ἔμεϊς θὰ πρέπει νὰ συντονίζονται διαρκῶς στὴν ἔννοια καὶ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης. Τελικὰ γιατί ὑπάρχουμε, γιατί ζοῦμε, γιατί ἀγαποῦμε, εἶναι ἔρωτηματα ποὺ χρειάζονται καθημερινὲς ἀπαντήσεις.
Τὸ «μαξιλαράκι» τῆς Οἰκογένειας
Ἀπαραίτητο μέσα στὴν σχέση εἶναι νὰ ὑπάρχει μία ἀσφαλιστικὴ δικλείδα. Ἕνα μαξιλαράκι ποὺ θὰ ἀπορροφᾶ τὶς συγκρούσεις τῶν δύο «ἀνώριμων» ἐγώ, ὥστε νὰ παραμείνει ἡ σχέση ζωντανή. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ὕπαρξη μίας κοινῆς ἀγάπης τῶν δύο ἐγώ, ὄχι σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἡ καὶ ἀνθρώπινα πρόσωπα τὰ ὅποια μόνο περιορισμένη βοήθεια μποροῦν νὰ παράσχουν, καὶ πολλὲς φορὲς δημιουργοῦν προβλήματα. Ἡ ἐνοποιὸς οὐσία, «ὁ παντοκολλητής», ἡ πηγὴ τῆς ἄγαπης εἶναι ὁ Θεός. Ὅπως στὸν Θεὸ τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνα ἀλλὰ ταυτόχρονα παραμένουν καὶ ξεχωριστά, ἔτσι καὶ στὸ ζευγάρι τὰ δύο γίνονται ἕνα, ὅταν συναντιοῦνται στὸ χῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἕνα μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους. Ταυτόχρονα ὅμως παραμένουν αὐτόβουλες προσωπικότητες οἱ ὅποιες καταθέτουν ὅτι καλύτερο ἔχουν στὸν ἄλλο, μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης τους. Στὸν κύκλο τῆς ζωῆς εἴμαστε δύο ἀκτίνες ποὺ ὅσο πλησιάζουμε στὸ κέντρο της, δηλαδὴ στὸν Θεό, τόσο οἱ ἀποστάσεις μικραίνουν, ἐρχόμαστε πιὸ κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ἀντίθετα ὅσο ἀπὸ τὸ κέντρο ἀπομακρυνόμαστε, γινόμαστε ξένοι. Κέντρο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, κέντρο τῆς ὕπαρξής μας, πηγὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς εἶναι ὁ Θεός. Στὴν σχέση ποὺ εἶναι παρὼν ὁ Θεὸς βιώνονται θαυμαστὰ καὶ θαυμάσια. Εὐτυχισμένα τα ζευγάρια ποὺ νοιώθουν τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης νὰ γεννιέται καὶ νὰ παραμένει στὴν σχέση τους. Ποῦ κατορθώνουν σὲ κάθε στιγμὴ νὰ συντονίζουν τοὺς ἑαυτούς τους στὴν συχνότητα τῆς ΑΓΑΠΗΣ.
Τετραμηνιαῖο φυλλάδιο Ὀρθόδοξου διδαχῆς Η ΟΔΟC.
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρόδου
Φύλλο 31 – Έτος 9ο · 2014
Δημοσίευση σχολίου