Εισαγωγικά
Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, ψάλλεται στις Εκκλησίες ο όρθρος της
Μεγάλης Τετάρτης. Το τελευταίο τροπάριο στην ακολουθία είναι αυτό της
ευσεβούς και λογίας ποιήτριας του Βυζαντίου, Κασσιανής.
Φαίνεται καθαρά ότι η Κασσιανή εμπνεύστηκε το Ιδιόμελο αυτό
τροπάριο από τα λόγια των Ευαγγελιστών, που δεν αναφέρονται στη Μαρία τη
Μαγδαληνή, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στην ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα,
τη μοιχαλίδα, που ο Χριστός έσωσε από βέβαιο λιθοβολισμό του έξαλλου
πλήθους των Φαρισαίων για το ηθικό της παράπτωμα, με εκείνα τα λόγια
Του: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω επ’ αυτήν». Και όταν
αργότερα ο Ιησούς βρέθηκε στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού,
η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα αισθάνεται την ανάγκη να πάη να εκφράση την
ευγνωμοσύνη και αφοσίωσή της στον Σωτήρα Χριστό. Αγοράζει αρώματα,
ντύνεται ταπεινά και σεμνά και ταπεινωμένη και συντετριμμένη, με δάκρυα
στα μάτια, έρχεται και πλένει τα πόδια του Ιησού και τα σκουπίζει με τα
ξέπλεκα μαλλιά της. Τα δάκρυά της εκείνα ήταν δάκρυα ελέους και
συντριβής και κλαίει με πάθος να την ευσπλαχνιστή ο Θεός της αγάπης και
της συγχώρεσης.
Το παραπάνω περιστατικό το αναφέρουν οι τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές.
Ο Λουκάς (ζ. 37-38) γράφει: «Και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην
αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου,
κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού
κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί
της κεφαλής αυτής εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω
μύρω».
Ο Ματθαίος (κστ`, 6-7): «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία
Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα
βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου».
Και ο Μάρκος (ΙΔ` 3) λέγει: «Και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία
Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον
μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν
αυτού κατά της κεφαλής».
Και την πληγωμένη και πονεμένη καρδιά της Κασσιανής δεν ήταν
δυνατόν να μην αγγίξη ο κραδασμός εκείνης της αμαρτωλής γυναίκας. Και
διατυπώνει στο αριστουργηματικό εκείνο τροπάριο, που φέρει το όνομά της,
με λυρική έξαρση και υποβλητικότητα τον δικό της ψυχικό κραδασμό.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την
σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ
του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων
της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο
κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους
δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το
δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις
εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο
αμέτρητον έχων το έλεος.
———————————————————————
Στην συνέχεια δημοσιεύουμε το πώς οκτώ
άνδρες και μία γυναίκα προσέγγισαν, ένιωσαν και απέδωσαν το παραπάνω
βυζαντινό αριστούργημα στην νέα Ελληνική.Σημειώνουμε ότι εκτός της
λογοτεχνικής και θρησκευτικής αξίας του τροπαρίου υπάρχουν και άλλοι
λόγοι που ώθησαν ομάδα ποιητών να ασχοληθεί με αυτό.
Πρώτα ο έντονος ” δεκτικός πρός λύτρωσιν” χαρακτήρας του
τροπαρίου.Κάθε άνθρωπος σε κάθε εποχή και οποιασδήποτε ψυχοπνευματικής
δομής αισθάνεται την ανάγκη της μετανοίας και της λύτρωσης από τα
αμαρτήματά του. Επίσης η δύναμη της παράδοσης, που διέσωσε μέχρι τις
μέρες μας την ιστορία της Κασσιανής και του Θεόφιλου, που συγκίνησε και
αυτή σε διάφορες εποχές ευαίσθητες καρδιές.Τέλος το φύλον της συγγραφέως
έδωκε στο τροπάριο χαρακτήρα λεπτής καλαισθησίας, που είλκυσε την
προσοχή των μελετητών και το ενδιαφέρον τους.
Α.Απόδοση από τον Φώτη Κόντογλου.
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη
θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον
ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα
σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με
τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το
δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος
μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη
σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
B.ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΛΚΑΙΟΥ: Κύριε, η εν πολλαίς
Κύριε…. Η τρισάθλια γω μες τις άλλες τρισάθλιες
μετανοιωμένη απόψε, συντριμμένη,
μυροκομίστρα Σου έρχομαι απ’ το μάγο
της θεότης Σου λαμπράστρο οδηγημένη…..
Κύριε!… Πολλά βαρειά τ’ ακριματά μου!
Ανέσπερος στα στήθεια μου φωλειάζει
της αμαρτίας ο έρωτας και μαύρη
μαύρη νυχτιά κι αφέγγαρη με σκιάζει….
Μη μ’ αρνηθής! Ευδόκησε να φτάσουν
τα δάκρυά μου τα τόσα στην καρδιά Σου!…
Εσύ που το νερό των ποταμών
και του πελάου ψηλώνεις σύγνεφά Σου…
Κι απλώνοντας τα χέρια, όμοια Πατέρας,
στ’ άμετρου πάνου πόνου σου το θρήνο
και της μετάνοιας, κάνε μου ν’ ανθίσει
του λυτρωμού μου ολεύωδο το κρίνο…..
Κι εγώ….. Σκλάβα, σερμένη ωσάν την πόρνη
με δάκρυα και φιλιά θα Σου γεμίσω
τ’ άχραντα πόδια κι ύστερα με τα ίδια
με τα ίδια μου μαλλιά θα στα σφουγγίσω….
Τα’ άχραντα Πλάστη πόδια Σου, που η Εύα
σαν άκουσε βαρειά στου Παραδείσου
τη σιγαλιά ν’ αχούνε, φοβισμένη,
εκρύφτηκε μακρυά απ’ τη δίκαιη οργή Σου.
Κύριε,!…. Πολλά βαρειά τα κρίματά μου!….
Μη τα’ όλα μου τα δάκρυα κι όλοι οι θρήνοι
δε φτάνουν να τα πνίξουν μα είναι τόσο
Γ.ΑΘ. ΚΥΡΙΑΖΗ : Το τροπάρι της Κασιανής
Κύριε, η γυναίκα σ’ αμαρτίες πολλές οπού είχα περιπέσει,
τώρα, τη θεότη Σου που νοιώθω, μιας μυροφόρας πήρα θέση.
Και με το σπαραγμό, το θρήνο, την πλάση όλη ξυπνώντας γύρα,
Σου φέρνω, Κύριιε, πριν σε θάψουν, η πόρνη εγώ, τα εντάφια μύρα!
Κι ωϊμέ! Μια νύχτα είναι για μένα μουγγή, βαθειά, χωρίς φεγγάρι.
Οίστρος ακολασίας! Ο έρως της αμαρτίας! Μα κάμε χάρη’
Και δέξου των δακρύων τις βρύσες, πηγές που ο πόνος μου τις τρέφει,
Συ, που απ’ τη θάλασσα ανεβάζεις και το νερό ψηλά σε νέφη.
Γείρε εδώ πάνω στης καρδιάς μου τους στεναγμούς, που σε καλούνε,
Συ, που έκλεινες στη γη τα Ουράνια και σάρκα πήραν και μιλούνε.
Κι άσε με τα’ άχραντά Σου πόδια να τα γεμίσω απ’ τα φιλιά μου,
να τα σφουγγίσω εγώ και πάλι, τα πόδια αυτά, με τα μαλλιά μου,
που στον Παράδεισο ένα δείλι ξάφνιασε, αχός, το πέρασμά τους
το αυτί της Εύας κι απ’ το φόβο, πουλάκι κρύφτηκε στους βάτους.
Τις αμαρτίες μου ποιός – το πλήθος – Κύριε, μπορεί να τις μετρήση;
Ποιος θα εξιχνιάση, Ψυχοσώστη, την άβυσσο, δική Σου κρίση;
Όμως, μη μου καταφρονέψης σκλάβα Σου, Κύριε, την ψυχή!
Κύριε! Που τα’ άπειρο έλεός Σου δεν έχει τέλος, μήτε αρχή!….
Δ.ΠΕΤΡΟΥ ΜΑΓΝΗ : Το τροπάρι της Κασιανής
Γροικώντας τη Θεότητά Σου, Κύριε,
γυναίκα εγώ, η χιλιοκολασμένη,
σαν άλλη μυροφόρα, δέρνομαι,
και μύρα εντάφια, φέρνω Σου, προώρας.
Αλλοιμονό μου, και νυχτιά σκοταδερή,
στα βάθεια της ψυχής μου βασιλεύει,
κι έρωτας με φλογίζει αμαρτωλός,
κι ακολασίας δέρνει με μανία.
Της θάλασσας συ που ανασέρνεις τα νερά,
και τις πηγές μου δέξου των δακρύων.
Συμπόνια στης καρδιάς μου τους καϋμούς
Συ πούγειρες τα Ουράνια σα γεννιώσουν.
Τα πόδια σου θε να φιλήσω τα’ άχραντα,
Κι ευθύς με τα μαλλιά μου θα σφουγγίσω.
Στον κρότο τους που κάποιο δειλινό
λαφιάστηκε του Παραδείσου η Εύα.
Πολλές οι αμαρτίες μου, Σωτήρα μου,
κι απύθμενο της κρίσης σου το βάθος.
Μα μην περιφρονής τη δούλη σου,
αμέτρητο μια κι είναι το έλεό σου.
Ε.Κ. ΠΑΛΑΜΑ : Κασιανή
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μεσ’ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ’ η εντάφια γη
Από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας…. Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας’ φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
Τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
Κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
Τα δάκρυά μου….
Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
Άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου τα πόδια, Βασιλιά
μου, Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…. Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
Τα ξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύση;
Αμέτρτητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.
ΣΤ.ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΟΛΕΜΗ: Το τροπάρι της Κασιανής
Χριστέ, γυναίκα που έπεσε σε χίλιαις αμαρτίαις,
σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου χάρι,Με μυροφόρας φόρεμα, και σ’ τα δάκρυα πνιγμένη
πριν να Σε θάψουνε στη γη, μύρα γλυκά σου φέρνει.
Ωϊμέ! Φωνάζει, ολόγυρα νύχτα είναι νύχτα μαύρη,
νύχτα που ανοίγει και κεντά τους σαρκικούς μου πόθους,
και σκοτεινή κι’ ασέληνος, της αμαρτίας Έρως.
Δέξαι, Χριστέ, τα δάκρυα που χύνω,
Συ που τραβάς στα σύννεφα της θάλασσας το κύμα.
Λυγίσου, γύρε την καρδιά στους αναστεναγμούς μου
Συ, που ‘γυρες τους ουρανούς στη γέννησί σου απάνω.
Τα’ ανέγγιχτα τα πόδια σου άφες με να φιλήσω
και να σφουγγίσω τα φιλιά με τα πλεκτά μαλλιά μου’
τα πόδια που όταν ήκουσε τον κρότον τους η Εύα
το δειλινό μέσ’ στην Εδέμ εκρύφτηκε από φόβο.
Ταις τόσαις αμαρτίαις μου, τη φοβερή σου κρίση
Ποιος να μετρήση δύναται, Σωτήρ μου ψυχοσώστα;
Μη με θωρής αδιάφορος την ταπεινή σου δούλη
Συ, που έχεις σαν Θεός αμ΄τρτη ευσπλαχνία.
Ζ.Δ. ΣΕΒΑΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Η με πολλά ‘μαρτήματα
Κύριε,
Η σε πολλά ‘μαρτήματα Γυναίκα κυλισμένη,
Ξανοίγει τη θεότη Σου τη χιλιοδοξασμένη
Σα μυροφόρα φέρνει μύρα με οδυρμό
στο θείο Σου, τον ενταφιασμό.
Αλλοιά της λέει ότι: Η νύχτα είνε μου
κεντρί κακό, ακολασίας
σκοτάδι αφωσφόρητο, έρως της αμαρτίας.
Πάρε τα ,Βρύσες δάκρυα τρέχουν τα δυο μου μάτια
Εσύ που ανάρια σύννεφα υψώνεις τα υδάτια.
Λύγιζε μπρος στους στεναγμούς της δόλιας μου καρδιάς
Συ που τους ουρανούς Στη γη κατέβασες με μιας.
Τα’ άγιά σου πόδια να φιλήσω
Και με της κεφαλής μου τα σγουρά nα τα σφουγγίσω.
Αυτά που στον παράδεισο η Εύα το δειλινό κρότον αφεγκράστηκε
και φοβισμένη κρύφτηκε.
Πλήθος οι αμαρτίες μου,Ατέλειωτή Σου η κρίσι
Ω! ψυχοσωτήρα μου Ποιος θα τις ξεδιαλίσει;
Τη δούλη Σου εμέ, μην αμελήσεις
Συ, ο αμέτρητος καλός, μη με περιφρονήσεις.
Η.ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΠΕΡΑΝΤΣΑ : Κασιανή
Κύριε, τα κρίματά μου ξαίρω, είνε πολλά,
μα ως τόσο εγώ, πριν σ’ ενταφιάσουν, Θεέ μου, πήρα,
πήρα και σούφερα το δάκρυο που κυλά
και της λατρείας μου ηλιοστάλαχτα τα μύρα.
Το ξαίρω αλίμονο, με ζώνει σκοτεινή
μια νύχτα κι έμειν’ η ζωή μου άχαρη, άδεια.
Ακολασίας με σέρνει ο οίστρος και πονεί,
Πονεί η ψυχή μου μες στ’ αφέγγαρα σκοτάδια.
Συ, που απ’ το πέλαο τα νερά κι απ’ τις αυγές
τις δροσοστάλες ανυψώνεις σύννεφά σου,
δέξου μου, δέξου των δακρύων τις πηγές
και της καρδιάς μου το αναστέναγμα αφηγκράσου.
Γονατιστή θα σου γεμίσω με φιλιά
τ’ άχραντα πόδια, η συντριβή μου είνε μεγάλη,
και με της κεφαλής μου πάλι τα μαλλιά
η αμαρτωλή θα σ’ τα σκουπίσω αγάλι – αγάλι.
Τα πόδια σου, όταν η Εύα τα’ άκουσεν αργά
στη σιγαλιά ν’ αντιχτυπούν του Παραδείσου,
σαν ξαφνιασμένο ελάφι, κρύφτηκε γοργά,
μην αντικρύση, Βασιληά μου, τη μορφή σου.
Τα κρίματά μου, Ψυχοσώστη, είνε πολλά
κι άδηλη η κρίση σου, βαθιά. Τάχα ποια νάναι;
Ταπεινωμένη όμως στα δάκρυα τα θολά,
σώσε με, κι άμετρη συμπόνια κι έλεος κάνε!
Θ.Μια απόδοση στη δημοτική, έκανε το 1968 ο Παντελής Αθανασιάδης. Η
απόδοση αυτή, δημοσιεύθηκε την Μεγάλη Τρίτη της χρονιάς εκείνης, στην
εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ της Θεσσαλονίκης.
Χριστέ μου εγώ που αμάρτησα
Πουλώντας το κορμί μου
Σε καταγώγια άνομα
Σε κλίνες των Ρωμαίων
Χαρίζοντας τον έρωτα
Και τη ακολασία
Ιδού! Μπροστά σου βρίσκομαι
Θωρώ τα μεγαλείο
Του πάναγνου προσώπου Σου
Και το χαμόγελό σου
Πηγή δροσιάς στην έρημο
Καντήλι στο σκοτάδι.
Σου φέρνω μύρα Κύριε
Για να με συγχωρήσεις
Οίμοι! Σου κράζω η δύστυχη
Νύχτα μέσ’ στην ψυχή μου.
Σκότος χωρίς ξημέρωμα
Χάος κι ακολασία
Πριν σ’ αντικρύσω Κύριε,
Πριν το χαμόγελό Σου
Φως μου χαρίσει Άγιε.
Συγχώρεσέ με Πάναγνε
Και δέξου τους χειμάρρους
Απ’ των ματιών τα δάκρυα
Κι απ’ της ψυχής το κλάμα
Χριστέ μου, Συ, πού έφερες
Αγάπη μέσ’ στην πλάση,
Συ που το θαλασσόνερο
Το φέρνεις στα ουράνια
Σαν σύννεφο λευκόφαιο
Για να τα ξαναστείλεις
Σταλιά δροσιάς, βροχόσταλα
Στη διψασμένη χώρα,
Λυπήσουμε και δώσε μου
Χριστέ μου τη συγγνώμη
Και ΄γω η πόρνη Κύριε,
Θα τα καταφιλήσω
Τα άχραντα τα πόδια Σου
Με μύρο θα τα λούσω
Και τους βοστρύχους Πάνσοφε,
Που άλλοτε θαμπώναν
Τους Ιουδαίους έφηβους
Θα ρίξω για πετσέτα
Στεγνώνοντας τα πόδια Σου,
Τις θεϊκές πατούσες.
Συγχώρεσέ με Πάναγνε,
Σαν χάρη στο ζητάει
Η πόρνη η ακόλαστη
Η ξακουστή εταίρα,
Που κείτεται στα πόδια Σου
Και με το μοιρολόγι
Ποθεί τις αμαρτίες της
Να σβήσει με σφουγγάρι.
Ποιος Κύριε τα κρίματα
Μιας άσωτης γυναίκας,
Αυτής που ήμουν κάποτε,
Θα τα εξιχνιάσει;
Ποιος τις αβύσσους της ψυχής
Θα τις βυθομετρήσει;
Ποιος ψυχοσώστη Ιησού,
Ποιος θα με συγχωρήσει;
Χριστέ μου πολυσπλαχνικέ
Μη με παραμερίσεις
Πριν από τα χείλη σ’ ακουσθεί
Της συγχωριάς ο λόγος.
Δημοσίευση σχολίου