Του Δημητρίου Σαλαμάγκα
Το πρώτο ίσως πράγμα, που όλοι συμβουλεύουν τον ξένο, και γενικά τον περιηγητή, να ιδή μόλις πατήσει το πόδι του στα Γιάννινα, είναι το Νησί. Και το πρώτο ίσως αξιοθέατο πού αυτός εκεί επισκέπτεται, είναι το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Αλή Πασιάς. Τα δράματα, βλέπετε, της ιστορίας, διεγείρουν τη φαντασία περισσότερο από τις ειρηνιστικές εκδηλώσεις της, οσοδήποτε κι’ αν αυτές τυχαίνει να είναι σημαντικές στο Νησί μας, με τις τόσες αρχαιότητες του.
Το πρώτο ίσως πράγμα, που όλοι συμβουλεύουν τον ξένο, και γενικά τον περιηγητή, να ιδή μόλις πατήσει το πόδι του στα Γιάννινα, είναι το Νησί. Και το πρώτο ίσως αξιοθέατο πού αυτός εκεί επισκέπτεται, είναι το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Αλή Πασιάς. Τα δράματα, βλέπετε, της ιστορίας, διεγείρουν τη φαντασία περισσότερο από τις ειρηνιστικές εκδηλώσεις της, οσοδήποτε κι’ αν αυτές τυχαίνει να είναι σημαντικές στο Νησί μας, με τις τόσες αρχαιότητες του.
Όμως, εδώ και λίγα χρόνια, η καλότατη νησιώτισσα γριούλα, καλόγρια
ταυτόχρονα και φύλακας του μοναστηριού του Άη – Παντελεήμονα αφού σου
έδειχνε τα κατά τον Αλή, δε θα λησμονούσε ποτέ να σε οδηγήσει και πιο
ανατολικά, στο ναΐσκο της Μονής του Προδρόμου, για να σου δείξει τη
βαθειά σπηλιά που σκίζει, δίπλα στο Εκκλησάκι, το βράχο, και να σου
εξηγήσει ότι, το αρχαίο αυτό ασκητήριο, το είχαν κτίσει σε πολύ παλιούς
καιρούς, δυό μεγάλα αρχοντόπουλα, πού είχαν καταφύγει εκεί για ν’
ασκητέψουν, όμως, καθώς το χτίζαν, επειδή τούς ενοχλούσαν τα γλέντια πού
γινόταν στη Λίμνη, σηκώθηκαν και φύγαν, και πήγαν κι’ έχτισαν το
μοναστήρι του Αη – Γιάννη του Λυκοτρίχη, στους πρόποδες του Μιτσικελιού,
πιο δυτικά από το Πέραμα, το χωριό πού είναι δυσμικά της πόλης μας.
Κι’ όταν ρωτούσες την καλή γριούλα, πού ήταν μια ζωντανή παράδοση του Νησιού, αν, τη μακρινή εκείνη εποχή, ήταν φκιασμένο το χωριό τους
Κι’ όταν ρωτούσες την καλή γριούλα, πού ήταν μια ζωντανή παράδοση του Νησιού, αν, τη μακρινή εκείνη εποχή, ήταν φκιασμένο το χωριό τους
–
Οΰ!… οϋ!… οϋ!…, σου απαντούσε με έντονη κατάφαση. Οι παλιοί μας έλεγαν,
συνέχιζε, ότι εμείς οι Νησιώτες, είμαστε Μανιάτες κι ήρθαμε από δώ.
Και λέγοντας αυτά, γύριζε ζωηρή προς τον καταθλιπτικό πέτρινο όγκο, κι έδειχνε το Μιτσικέλι, κατά το βοριά.
Και πέρασε απ’ αντίκρυ με σκαφίδια, εξηγούσε έπειτα.
Κι αν ζητούσες περισσότερες διασαφήσεις, σε πληροφορούσε ότι, σκαφίδια λέγοντας, εννοούσε το σκαφτά σε κορμούς δέντρων μονόξυλα, τα στη γλώσσα των Νησιωτών γνωστά ως «κουρύτους».
Και λέγοντας αυτά, γύριζε ζωηρή προς τον καταθλιπτικό πέτρινο όγκο, κι έδειχνε το Μιτσικέλι, κατά το βοριά.
Και πέρασε απ’ αντίκρυ με σκαφίδια, εξηγούσε έπειτα.
Κι αν ζητούσες περισσότερες διασαφήσεις, σε πληροφορούσε ότι, σκαφίδια λέγοντας, εννοούσε το σκαφτά σε κορμούς δέντρων μονόξυλα, τα στη γλώσσα των Νησιωτών γνωστά ως «κουρύτους».
Έτσι,
η καλή γριούλα, σε τραβούσε τόσο μαλακά, σε δυο άλλα χαρακτηριστικότατα
κομμάτια του γιαννιώτικου τοπίου : Τα γλέντια δηλ. που γινόταν ίσαμε τα
προχθές ακόμα, στις περιοχές του Νησιού -που όμως φαίνονται κι αυτά
τώρα, τόσο μακρινά- και την παλαιότατη ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας
της, κι επομένως και των Γιαννίνων.
Υπάρχουν αληθινά μερικές ενδείξεις, από τις όποιες, θα μπορούσε
κανένας να υποστηρίξει, ότι το Νησί, πρέπει να ήταν συνοικισμένο από το
10ο ακόμα αιώνα· από τούς καιρούς δηλ.. της σλάβικης επιδρομής. Έπειτα,
στο Νησί, υπάρχουν σημαντικές βυζαντινές αρχαιότητες. Εκτός δηλ. από τη
Μονή του Πρόδρομου, στέκουν εκεί από αιώνες, και τα επίσης παλαιότατα
Μοναστήρια του Άη – Νικόλα του Σπανού, του Άη – Νικόλα Ντίλιου, της
Ελεούσας (παλαιότερα Άη – Νικόλα Μεθόδιου), του Άη Παντελεήμονα, άλλα
επίσης και οι νεώτεροι Ναοί της Σωτήρας (Μεταμορφώσεως), του Προφήτη
Ηλιού κ.ά.
Και με τον τρόπο αυτό, Η καλή γριούλα, σου ξανάφερνε στη μνήμη τις μεγάλες βυζαντινοηπειρώτικες οικογένειες των Στρατηγόπουλων και των Αψαράδων· των Φιλανθρωπινών, που μέλη της είχαν τίτλους Καίσαρα, και στην οποία άνηκαν και οι αυτάδελφοι μοναχοί Πρόκλος και Κομνηνός, συγγραφείς του γνωστού Χρονικού, σημαντικής πηγής για την Ιστορία της Ηπείρου. Αυτά τα μοναστήρια κι οι εκκλησιές τους, είναι από τα σπουδαιότερα μεσαιωνικά μνημεία των Γιαννίνων.
Οι αρχές της Μονής Ντίλιου, μπορεί να αναχθούν στον 11ο μ.Χ. αιώνα· και, φαίνεται, το μοναστήρι αυτό, μπορεί να ταυτιστεί με την κατοπινή μονή Στρατηγόπουλου, στην όποια, κατά μια άποψη, στους καιρούς του Δεσποτάτου, (13ο αιώνα) είχεν ιδρυθεί η ομώνυμη σχολή. (Νομίζω αναγκαίο να υπενθυμίσω εδώ, ότι και ένας από τους μεγαλύτερους άρχοντες του Κάστρου των Γιαννίνων, όταν αυτό συνθηκολόγησε στα 1430 με τους Τούρκους, ήταν Στρατηγόπουλος). Εκτός όμως από την περίφημη αυτή Σχολή, έχουμε στο Νησί και τα, κατά επίμονη επίσης παράδοση, ονομαστά «φροντιστήρια» των Φιλανθρωπινών, ένας από τους οποίους, ο Μιχαήλ, έχτισε στα 1292 το Καθολικό της Μονής του Άη Νικόλα του Σπανού.
Η Ελεούσα, φαίνεται κι αυτό να είναι παλαιότατο Μοναστήρι, ονομαζόταν δε και Άη – Νικόλας Γκιουμάτων, από τη γνωστή οικογένεια Ηπειρωτών της Βενετίας, μεγάλων Ευεργετών, τόσο της πόλης, όσο και των ονομαστών της σχολείων του 17ου αιώνα.
Τα Μοναστήρια αυτά, υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν κτιστεί απάνω στα
ερείπια παλαιότερων μονών ή ασκητηρίων, που είχαν εκεί ανεγερθεί από το
10ο ακόμα αιώνα, και ότι το Νησί των Γιαννίνων, από παλαιότατα χρόνια,
χρησίμευε για τόπος ασκητείας. Μετά δε την κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), στη Γιαννιώτικη περιοχή
κατέφυγαν, εκτός από άλλους πολλούς, και μέλη, όπως είδαμε, της μεγάλης
βυζαντινής οικογένειας των Φιλανθρωπινών, που ήταν οι γραμματισμένοι του
νεοϊδρυμένου Δεσποτάτου της Ηπείρου, και προστάτες και εγκάτοικοι
κατόπι της ομώνυμης μονής.
Στις βυζαντινές τοιχογραφίες του μικρού της μονής αυτής Ναού, «ιστορούνται» και πέντε από τα μέλη αυτή της οικογένειας : Οι μοναχοί Μιχαήλ, Γεώργιος, Μακάριος, Νεόφυτος και Ματθαίος, σε στάση προσκυνήματος μπροστά στον Άγιο Νικόλαο.
Ανάμεσα δε στους άγιους των τοιχογραφιών, εικονίζονται επίσης και φέτα αρχαίοι Έλληνες «Φιλόσοφοι» : Ο Πλάτωνας, ο Απολλώνιος, ο Σόλωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Θουκυδίδης κι ο Χίλωνας.
Οι νωπογραφίες τού ναού είναι εξαίσιες· στο βόρειο του τμήμα, οι στολές των τοιχογραφημένων αγίων, είναι αξιοθαύμαστες· μερικές τους, θαρρείς κι έγιναν μόλις χτες. Υπάρχει επίσης στο τμήμα αυτό, πώς να την ονομάσω; μια μεγάλη «δίψα μαρτυρίου». Αποκεφαλισμοί, μαστιγώσεις, εκδορές, λογχισμοί, αίματα και φρίκες, γεμίζουν με κάποιο δέος την ψυχή του επισκέπτη· μια φορά να τον ιδής, δε λησμονάς ποτέ το φρικιαστικό αυτό κόσμο των μαρτύρων του Χριστού. Σημαντικές επίσης είναι και οι τοιχογραφίες της Μονής Ντίλιου.
Στα 1506, εμφανίζονται στο Νησί οι Γιαννιώτες αδελφοί Θεοφάνης και Νεκτάριος Αψαράδες, οι όποιοι ανεγείρουν το Καθολικό της μονής του Άη -Γιάννη του Πρόδρομου, κι αργότερα, επειδή τους ενοχλούσε η τύρβη του κόσμου και τα γλέντια που γινόταν στη Λίμνη, κατέφυγαν τελικά στους απόκρημνους βράχους των Μετεώρων κι έχτισαν εκεί τη μονή Βαρλαάμ.
Στα χρόνια των Αψαράδων αναφέρεται κιόλας το χωριό των Νησιωτών, το όποιο έτσι φαίνεται να έχει συνοικιστεί πολύ παλαιότερα, σε καιρούς που τα νησιώτικα καΐκια δεν ήταν παρά σκαφίδια, μονόξυλα, «κουρύτοι», σύμφωνα με τη σλάβικη έννοια τους, της σκάφης, της κοιλότητας.
Από τα γνωστότερα ιστορικά του Νησιού, και της Λίμνης, αναφέρω και τα εξής :
Ανάμεσα στα προνόμια που χάρισε με το γνωστό Χρυσόβουλο του (1319), ο Αυτοκράτορας του Βυζάντιου Ανδρόνικος στους Καστρινούς, για το ξαναγύρισμά τους από την «αποστασίαν» «εις τας πατρικάς αγκάλας», αναφέρεται και απαλλαγή από σωρεία φόρων που είχεν επιβάλλει σ’ αυτούς το Δεσποτάτο. Ανάμεσα στους φόρους αυτούς, είναι και το «Λιμναίον Πάκτον». Στη Μητρόπολη δε των Γιαννίνων, με άλλο χρυσόβουλο του, του 1321, χαρίζει ο ίδιος «…βιβάρια δύο εις την εκείσε λίμνην, αλλά, και το ήμισυ του οψωνίου της αυτής Λίμνης…».
Στις αρχές δηλ. του 13ου αιώνα, βρίσκουμε στη Λίμνη οργανωμένη αλιεία,
και «ιβάρια», όπως τα λεν οι Νησιώτες. Και τα προϊόντα της
χρησιμοποιούνται για πλουτισμό του Ταμείου του Δεσποτάτου.
Στα 1379, επί δυναστείας του Σέρβου Θωμά Πρελούμπου, αναφέρεται η πρώτη γνωστή σ’ εμάς ναυμαχία της Λίμνης με βάρκες και μονόξυλα, που χρησιμοποιήθηκαν για απόβαση και κατάκτηση του Κάστρου των Γιαννίνων.
Στα 1434, ο Μπεϋλέρ – μπέης της Ρούμελης Ντουραχάν Πασιάς, περνάει με το στρατό του απάνω από τα παγωμένα νερά της· και για το θαύμα της διάσωσής του, χτίζει το Μοναστήρι της Παναγιάς της Ντουραχάνης.
Στα 1611, σε μια σπηλιά του Βράχου που εισχωρεί βαθειά στους κόλπους της Λίμνης οι δυνάστες, κατόπι από προδοσία, πιάνουν τον ’Επαναστάτη Δεσπότη Διονύσιο τον επιλεγόμενο Σκυλόσοφο, και τον γδέρνουν ζωντανό.
Στα 1801, ο τρομερός Αλή – Πασιάς, πνίγει ανελέητα στους βυθούς της, τις δεκαέξι με την Κυρά Φροσύνη.
Στα 1821 τέλος, άλλες ναυτικές επιχειρήσεις- ναυμαχίες, αποβάσεις- αφήνουν στα νερά της τις φρίκες και τα αίματα της σύγκρουσης του Τεπελενλή με τούς Σουλτανικούς -και το Χουρσήτ, τον πονηρό αυτό Τσερκέζο που τον ξεγέλασε και του πήρε το κεφάλι σε μιά χαμοκέλα του Νησιού.
Αυτά κι’ άλλα πολλά ακόμα έφερνε στη θύμηση του μελετηρού περιηγητή και του επισκέπτη της τελευταίας κατοικίας του Αλή, η απαλή, η ψιλούλα και ραγισμένη φωνή, της καλής Νησιώτισσας, της -καλόγριας και φύλακα του Άη – Παντελεήμονα του Νησιού, ξεναγού και ταπεινής εξηγήτριας των γιαννιώτικων θρύλων.
-Ο Θεός ας αναπάψει την ψυχή της!…
Και με τον τρόπο αυτό, Η καλή γριούλα, σου ξανάφερνε στη μνήμη τις μεγάλες βυζαντινοηπειρώτικες οικογένειες των Στρατηγόπουλων και των Αψαράδων· των Φιλανθρωπινών, που μέλη της είχαν τίτλους Καίσαρα, και στην οποία άνηκαν και οι αυτάδελφοι μοναχοί Πρόκλος και Κομνηνός, συγγραφείς του γνωστού Χρονικού, σημαντικής πηγής για την Ιστορία της Ηπείρου. Αυτά τα μοναστήρια κι οι εκκλησιές τους, είναι από τα σπουδαιότερα μεσαιωνικά μνημεία των Γιαννίνων.
Οι αρχές της Μονής Ντίλιου, μπορεί να αναχθούν στον 11ο μ.Χ. αιώνα· και, φαίνεται, το μοναστήρι αυτό, μπορεί να ταυτιστεί με την κατοπινή μονή Στρατηγόπουλου, στην όποια, κατά μια άποψη, στους καιρούς του Δεσποτάτου, (13ο αιώνα) είχεν ιδρυθεί η ομώνυμη σχολή. (Νομίζω αναγκαίο να υπενθυμίσω εδώ, ότι και ένας από τους μεγαλύτερους άρχοντες του Κάστρου των Γιαννίνων, όταν αυτό συνθηκολόγησε στα 1430 με τους Τούρκους, ήταν Στρατηγόπουλος). Εκτός όμως από την περίφημη αυτή Σχολή, έχουμε στο Νησί και τα, κατά επίμονη επίσης παράδοση, ονομαστά «φροντιστήρια» των Φιλανθρωπινών, ένας από τους οποίους, ο Μιχαήλ, έχτισε στα 1292 το Καθολικό της Μονής του Άη Νικόλα του Σπανού.
Η Ελεούσα, φαίνεται κι αυτό να είναι παλαιότατο Μοναστήρι, ονομαζόταν δε και Άη – Νικόλας Γκιουμάτων, από τη γνωστή οικογένεια Ηπειρωτών της Βενετίας, μεγάλων Ευεργετών, τόσο της πόλης, όσο και των ονομαστών της σχολείων του 17ου αιώνα.
Στις βυζαντινές τοιχογραφίες του μικρού της μονής αυτής Ναού, «ιστορούνται» και πέντε από τα μέλη αυτή της οικογένειας : Οι μοναχοί Μιχαήλ, Γεώργιος, Μακάριος, Νεόφυτος και Ματθαίος, σε στάση προσκυνήματος μπροστά στον Άγιο Νικόλαο.
Ανάμεσα δε στους άγιους των τοιχογραφιών, εικονίζονται επίσης και φέτα αρχαίοι Έλληνες «Φιλόσοφοι» : Ο Πλάτωνας, ο Απολλώνιος, ο Σόλωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Θουκυδίδης κι ο Χίλωνας.
Οι νωπογραφίες τού ναού είναι εξαίσιες· στο βόρειο του τμήμα, οι στολές των τοιχογραφημένων αγίων, είναι αξιοθαύμαστες· μερικές τους, θαρρείς κι έγιναν μόλις χτες. Υπάρχει επίσης στο τμήμα αυτό, πώς να την ονομάσω; μια μεγάλη «δίψα μαρτυρίου». Αποκεφαλισμοί, μαστιγώσεις, εκδορές, λογχισμοί, αίματα και φρίκες, γεμίζουν με κάποιο δέος την ψυχή του επισκέπτη· μια φορά να τον ιδής, δε λησμονάς ποτέ το φρικιαστικό αυτό κόσμο των μαρτύρων του Χριστού. Σημαντικές επίσης είναι και οι τοιχογραφίες της Μονής Ντίλιου.
Στα 1506, εμφανίζονται στο Νησί οι Γιαννιώτες αδελφοί Θεοφάνης και Νεκτάριος Αψαράδες, οι όποιοι ανεγείρουν το Καθολικό της μονής του Άη -Γιάννη του Πρόδρομου, κι αργότερα, επειδή τους ενοχλούσε η τύρβη του κόσμου και τα γλέντια που γινόταν στη Λίμνη, κατέφυγαν τελικά στους απόκρημνους βράχους των Μετεώρων κι έχτισαν εκεί τη μονή Βαρλαάμ.
Στα χρόνια των Αψαράδων αναφέρεται κιόλας το χωριό των Νησιωτών, το όποιο έτσι φαίνεται να έχει συνοικιστεί πολύ παλαιότερα, σε καιρούς που τα νησιώτικα καΐκια δεν ήταν παρά σκαφίδια, μονόξυλα, «κουρύτοι», σύμφωνα με τη σλάβικη έννοια τους, της σκάφης, της κοιλότητας.
Από τα γνωστότερα ιστορικά του Νησιού, και της Λίμνης, αναφέρω και τα εξής :
Ανάμεσα στα προνόμια που χάρισε με το γνωστό Χρυσόβουλο του (1319), ο Αυτοκράτορας του Βυζάντιου Ανδρόνικος στους Καστρινούς, για το ξαναγύρισμά τους από την «αποστασίαν» «εις τας πατρικάς αγκάλας», αναφέρεται και απαλλαγή από σωρεία φόρων που είχεν επιβάλλει σ’ αυτούς το Δεσποτάτο. Ανάμεσα στους φόρους αυτούς, είναι και το «Λιμναίον Πάκτον». Στη Μητρόπολη δε των Γιαννίνων, με άλλο χρυσόβουλο του, του 1321, χαρίζει ο ίδιος «…βιβάρια δύο εις την εκείσε λίμνην, αλλά, και το ήμισυ του οψωνίου της αυτής Λίμνης…».
Στα 1379, επί δυναστείας του Σέρβου Θωμά Πρελούμπου, αναφέρεται η πρώτη γνωστή σ’ εμάς ναυμαχία της Λίμνης με βάρκες και μονόξυλα, που χρησιμοποιήθηκαν για απόβαση και κατάκτηση του Κάστρου των Γιαννίνων.
Στα 1434, ο Μπεϋλέρ – μπέης της Ρούμελης Ντουραχάν Πασιάς, περνάει με το στρατό του απάνω από τα παγωμένα νερά της· και για το θαύμα της διάσωσής του, χτίζει το Μοναστήρι της Παναγιάς της Ντουραχάνης.
Στα 1611, σε μια σπηλιά του Βράχου που εισχωρεί βαθειά στους κόλπους της Λίμνης οι δυνάστες, κατόπι από προδοσία, πιάνουν τον ’Επαναστάτη Δεσπότη Διονύσιο τον επιλεγόμενο Σκυλόσοφο, και τον γδέρνουν ζωντανό.
Στα 1801, ο τρομερός Αλή – Πασιάς, πνίγει ανελέητα στους βυθούς της, τις δεκαέξι με την Κυρά Φροσύνη.
Στα 1821 τέλος, άλλες ναυτικές επιχειρήσεις- ναυμαχίες, αποβάσεις- αφήνουν στα νερά της τις φρίκες και τα αίματα της σύγκρουσης του Τεπελενλή με τούς Σουλτανικούς -και το Χουρσήτ, τον πονηρό αυτό Τσερκέζο που τον ξεγέλασε και του πήρε το κεφάλι σε μιά χαμοκέλα του Νησιού.
Αυτά κι’ άλλα πολλά ακόμα έφερνε στη θύμηση του μελετηρού περιηγητή και του επισκέπτη της τελευταίας κατοικίας του Αλή, η απαλή, η ψιλούλα και ραγισμένη φωνή, της καλής Νησιώτισσας, της -καλόγριας και φύλακα του Άη – Παντελεήμονα του Νησιού, ξεναγού και ταπεινής εξηγήτριας των γιαννιώτικων θρύλων.
-Ο Θεός ας αναπάψει την ψυχή της!…
Δημοσίευση σχολίου