Από την πολύωρη ορθοστασία, τα πόδια του ήταν πάντα πρησμένα.
Νήστευε πολύ. Ένα ψωμί μπορεί να το έτρωγε και σε ένα μήνα. Είπε κάποια
μέρα στους δύο μοναχούς να μαζέψουν κούμαρα και να τα βράσουν στην
κατσαρόλα. Όταν είδε το κόκκινο ζουμί, τους είπε άλλη φορά να μην
ξανακάνουν κούμαρα, γιατί έχουν πολύ αίμα.
Αγαπούσε πολύ τη μελέτη. Διάβαζε δυο-τρεις ώρες και γλυκαινόταν. Έλεγε:
"Τι γλυκός που είναι ο αββάς Ισαάκ!". Είχε διαβάσει δυο-τρεις φορές τα
Άπαντα του αγίου Χρυσοστόμου.
Όλη τη νύχτα δεν εκοιμάτο σχεδόν καθόλου. Μόλις νύχτωνε καλούσε τους
πατέρες στην Εκκλησία χτυπώντας τον τοίχο. Μέχρι προ του Μεσονυκτίου
έκαναν προσευχή στο Εκκλησάκι και έψαλλε ο ίδιος.
Τους έλεγε να κάθονται σε κάποιες στιγμές, ύστερα πάλι όρθιοι. Εύχονταν
για τους ευεργέτες και για όσους τους βοηθούσαν, και ύστερα πήγαιναν στα
κελιά τους. Έλεγε στα καλογέρια του:
"Έχει ευλογία να κάνετε όσες μετάνοιες θέλετε, και αν μπορείτε να αγρυπνήσετε όλη τη νύχτα".
Έλεγε ο παπα-Τύχων ότι μέσα στα Μοναστήρια υπάρχουν αγωνιστές και
προχωρημένοι πατέρες. Ένας από αυτούς είναι στου Καρακάλλου
(παπα-Ματθαίος), ένας στων Ιβήρων (παπα-Θανάσης, ο οποίος και
εξομολογείτο στον παπα-Τύχωνα), και ένας στου Εσφιγμένου (παπα-Θανάσης).
Έλεγε ο Γέροντας: "Μετά από τρία χρόνια παραμονή στο Κοινόβιο, ο μοναχός είναι για πόλεμο" (πνευματικό).
"Οι καλές συνήθειες είναι αρετές και οι κακές είναι πάθη".
"Ο καλόγερος να μην έχει σχέση με τα ζώα, γιατί αυτά του παίρνουν το νου
και την καρδιά. Διότι, αντί να δώσει την αγάπη του στο Θεό, μοιράζεται
στα ζώα". Ανέφερε ότι ο άγιος Βασίλειος απαγορεύει στο μοναχό που θα
χαϊδέψει γάτα ή σκύλο, να κοινωνήσει.
"Η ευχή το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με είναι σιτάρι καθαρό. Ο καλός υποτακτικός μπορεί να αποκτήσει την ευχή".
"Με τη μελέτη της Αγίας Γραφής, αν δεν προσέξει κανείς, μπορεί να πλανηθεί, όπως ο Ωριγένης".
"Καλύτερα τρεις μετάνοιες με ταπείνωση, παρά χίλιες με υψηλοφροσύνη".
"Μόνο η ταπείνωση θα μας σώσει. Ταπεινόφρονες πραγματικούς πολύ λίγους θα βρεις. Πρέπει να τους ψάξεις με το κερί".
Τόσο
αγάπησε την ταπείνωση που γύρισε ολόκληρο το Άγιον Όρος ψάχνοντας να
βρει ταπεινό άνθρωπο. Επιτέλους βρήκε στου Εσφιγμένου ένα γεροντάκι που
είχε ενδυθεί σαν διπλοΐδα την αληθινή και τελεία ταπείνωση. Υπήρχαν
βέβαια και πολλοί άλλοι αλλά ήταν κρυμμένοι στα μάτια των πολλών.
Καλούσαν τον παπα-Τύχωνα στου Εσφιγμένου για να εξομολογεί τα καλογέρια.
Τότε ήταν πάνω από εξήντα πατέρες. Είχε ευλάβεια στον άγιο Αντώνιο το
Ρώσο και λειτουργούσε στο σπήλαιο που έζησε ο όσιος Αντώνιος
Περτσέσκαγια. Έπειτα επέστρεφε στο Κελί του με τα πόδια, και μάλιστα
βάδιζε πολύ γρήγορα.
Είχε φιλία και πολλές σχέσεις με τον άγιο Σιλουανό του Ρωσικού, ο οποίος
μετά την κοίμησή του παρουσιάσθηκε στον παπα-Τύχωνα και συνομίλησαν.
Καρυώτης Γέρων μαρτυρεί: "Ο παπα-Τύχων ήταν πολύ απλός και ζούσε σ' ένα
δικό του κόσμο. Ήταν βιαστής πολύ και παρόλο που νήστευε ήταν σωματώδης.
Όταν ερχόταν στο Κελί μας και τον βάζαμε να φάει, έτρωγε μόνο δυο
κουταλιές για ευλογία. Τώρα δεν έχει κανέναν σαν αυτόν, μην ψάχνετε".
Κάποια μέρα είπε στα καλογέρια του, όταν πεθάνει, να μην τον ξεθάψουν. Ο
ένας σκέφθηκε: "Θα τον βγάλω και θα πω ευλόγησον". Ο παπα-Τύχων διάβασε
το λογισμό του και του είπε: "Δεν έχει ευλογία". Και μέχρι σήμερα το
τίμιο λείψανό του παραμένει θαμμένο αναμένοντας την κοινήν Ανάστασιν.
Εκοιμήθη στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 αφού είδε σε όραμα την Παναγία
μαζί με τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ, και του προείπαν ότι θα
περάσει η εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου και θα τον πάρουν.
Κοντά του ήταν ο υποτακτικός του
γέροντας Παΐσιος που τον γηροκόμησε, τον έθαψε και τον διαδέχθηκε στο
Καλύβι. Μετά έγραψε τον βίον του παπα-Τύχωνα που του παρουσιάστηκε μετά
την κοίμησή του.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον "Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος", σελ. 110-118
Δημοσίευση σχολίου