Γράφει ο ιστορικός Ιωάννης Κωτούλας. Το κείμενο προέρχεται από την Εισαγωγή του βιβλίου Αδόλφος Χίτλερ, Η εκστρατεία στα Βαλκάνια,εκδόσεις Περίπλους 2009:
Η ιστορική έρευνα θα έπρεπε να είχε διαλύσει προ πολλού ορισμένους μύθους που συντηρούνται ακόμη για την πολεμική συμμετοχή του ελληνικού κράτους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι μύθοι αυτοί είναι άλλοτε ιστοριογραφικοί, δηλαδή αποτέλεσμα ελλειπτικών ερμηνειών των δεδομένων της σύγκρουσης άλλοτε ιδεολογικοί, αφού καθίσταται δυσχερές να αναγνωριστούν με νηφαλιότητα τα ιστορικά δεδομένα, τα οποία συχνά παρουσιάζονται υπό την διαθλασμένη οπτική της πολιτικής τοποθέτησης ή της ιδεοληπτικής συναίνεσης.
Ο πρώτος από αυτούς τους μύθους είναι ότι η ελληνική πλευρά ήταν ανέτοιμη από στρατιωτικής άποψης για το ενδεχόμενο ιταλικής εισβολής. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Το καθεστώς του πρωθυπουργού (1936-41) Ιωάννη Μεταξά (1871-1941) είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην στρατιωτική αναβάθμιση της Ελλάδος, διαβλέποντας ορθά τον κίνδυνο από τις ιταλικές νεο-αυτοκρατορικές φιλοδοξίες στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και από την αναθεωρητική στάση της Βουλγαρίας. Ο ελληνικός στρατός είχε αναδιοργανωθεί την περίοδο 1936-40, εκπαιδευτεί άρτια και εξοπλιστεί κατάλληλα, δεδομένα που επαληθεύτηκαν κατά τη σύγκρουση με τους Ιταλούς. (Βλ. ενδεικτικά ΓΕΣ/ΔΙΣ (εκδ.), Η προς πόλεμον προπαρασκευή του ελληνικού στρατού 1923-1940, Αθήναι 1983 [1969]).
Η κατασκευή του πλέγματος αμυντικών οχυρώσεων στην Θράκη, η λεγόμενη «γραμμή Μεταξά» στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, δεν αποτέλεσε λανθασμένη τακτική κίνηση, όπως κρίνουν ορισμένοι συγγραφείς εκ των υστέρων και με βάση απλώς το προτερόχρονο της ιταλικής εισβολής στο μέτωπο της Ηπείρου, αλλά απαραίτητη και συνετή ενέργεια, η οποία διασφάλιζε την ελληνική άμυνα στο ευαίσθητο μέτωπο της Θράκης, όπου εκδηλωνόταν η βουλγαρική απειλή, η κυριότερη στον χώρο της Βαλκανικής έως τουλάχιστον το 1939. Ως τεχνικό δε έργο αποτελούσε σημαντικό επίτευγμα τόσο για τα δεδομένα του ελληνικού κράτους όσο και για την ευρύτερη κατάσταση στην χερσόνησο του Αίμου, παρά βέβαια την εξυπηρέτηση της αναχρονιστικής στατικής μορφής πολέμου που εκπροσωπούσε.
Τέλος, σε επίπεδο στρατηγικής προσέγγισης της επερχόμενης σύγκρουσης, η ελληνική πλευρά ήταν πεπεισμένη για το αναπόφευκτο του ελληνο-ιταλικού πολέμου και είχε προετοιμαστεί από κάθε άποψη για το ενδεχόμενο αυτό, χωρίς να αιφνιδιαστεί από το ιταλικό τελεσίγραφο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται η επιτυχία του ελληνικού στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, καθώς πρόκειτο για μία σημαντική επιτυχία, ανάλογη, αν και ανώτερη, της αντίστασης της Φινλανδίας στην εισβολή της ΕΣΣΔ, το 1939.
Η άριστη προετοιμασία του ελληνικού στρατού καταδείχθηκε, άλλωστε, από την επιτυχία του συστήματος επιστράτευσης και συγκρότησης μονάδων, οι οποίες προωθήθηκαν σε σύντομο διάστημα στο πολεμικό μέτωπο. Αποτέλεσμα της επιτυχούς επιστράτευσης και γενικής οργάνωσης ήταν η αριθμητική υπεροχή του ελληνικού στρατού στην Βόρειο Ήπειρο έναντι των Ιταλών έως την άνοιξη του 1941, όταν εκδηλώθηκε η ιταλική Εαρινή Επίθεση. Το ελληνικό κράτος, δηλαδή, επέδειξε σαφώς ανώτερες ικανότητες στην αντιμετώπιση της πολεμικής κρίσης απ’ ό,τι συνέβη το 1915 ή και το 1974.
Ο δεύτερος μύθος αφορά την υποτιθέμενη απροθυμία του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά να διεξάγει ακόμη και αυτόν τον πόλεμο. Με άλλα λόγια η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου, η σταθερή απόφαση της ελληνικής πλευράς να πολεμήσει σε περίπτωση εκδήλωσης αναπόδραστης ιταλικής επιθετικότητας, δεν αποτέλεσε ούτε συνέπεια της «πίεσης του ελληνικού λαού» - παράγοντας, άλλωστε, δευτερεύων σε ένα καθεστώς δικτατορικής υφής - ούτε προσαρμογή ενός απρόθυμου να πολεμήσει δικτάτορα στις αγγλικές πιέσεις, αλλά μία καθαρή και ψυχρά υπολογισμένη στρατηγική επιλογή, η οποία είχε ληφθεί πολύ πριν το 1940, στην πραγματικότητα ήδη από το 1936. Η ελληνική εξωτερική πολιτική του καθεστώτος του Μεταξά συνέχιζε αφενός την τακτική διπλωματικής και στρατιωτικής απομόνωσης της Βουλγαρίας που είχε εγκαινιαστεί το 1934 με το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης και το παρεπόμενο στρατιωτικό σύμφωνο μεταξύ Ελλάδος, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Τουρκίας αφετέρου την προσεκτική στάση έναντι της ιταλικής επιθετικότητας, καθώς μάλιστα ανάλογη πολιτική κατευνασμού ακολουθούσε το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, η Βρετανική Αυτοκρατορία.
Οι μάλλον ελλιπείς αυτές αναγνώσεις της σύγκρουσης του 1940 προέρχονται, εκτός από ανεπαρκή κατανόηση του συστήματος των διεθνών σχέσεων και της γεωπολιτικής συμπεριφοράς των κρατικών οργανισμών, και από ιδεοληπτικές εμμονές, αλλά και από τη μεταγενέστερη διάκριση μεταξύ του ελληνικού λαού και της πολιτικής του ηγεσίας κατά την διεξαγωγή του ελληνο-ιταλικού πολέμου, σχήμα δυσλειτουργικό έως αδόκιμο, τουλάχιστον έως τον Απρίλιο του 1941.
O τρίτος μύθος είναι η παράβλεψη της συμμετοχής της Αλβανίας στην επίθεση κατά της Ελλάδος, γεγονός που παραβλέπεται ενίοτε και για ιδιότυπους πολιτικούς ή ιδεοληπτικούς λόγους. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα δέχθηκε την επίθεση, από το έδαφος της Βορείου Ηπείρου, όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά και της συνενωμένης κάτω από το ίδιο στέμμα Αλβανίας. Στο πλευρό του ιταλικού στρατού μαχόταν τόσο τακτικός αλβανικός στρατός συνολικής δύναμης δεκαπέντε ταγμάτων όσο και παραστρατιωτικές ομάδες, οι οποίες κατά την διάρκεια της Κατοχής ανέλαβαν την τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου και την αλλοίωση των εθνολογικών δεδομένων. Με κυβερνητικό διάταγμα (Β.Δ. 194/ΦΕΚ 93/10-6-1940) η Αλβανία δεσμευόταν να κηρύξει τον πόλεμο σε όσα κράτη θα ήταν αντιμέτωπα με την Ιταλία, δέσμευση που επικυρώθηκε κατά την εισβολή στην Ελλάδα. Για αυτόν τον λόγο η Αλβανία χαρακτηρίστηκε με ελληνικό Βασιλικό Διάταγμα εμπόλεμο κράτος, χαρακτηρισμός που ήρθη μόλις το 1988. Ώστε, ο πόλεμος του 1940-41 διεξήχθη από το ελληνικό κράτος κατά της Ιταλίας, της Αλβανίας και της Γερμανίας.
Ο τέταρτος μύθος αφορά τον χαρακτήρα του πολέμου, ο οποίος ενίοτε παρουσιάζεται ως πόλεμος κατά του φασισμού, αν και διεξήχθη από ένα δικτατορικό καθεστώς με φασιστικά στοιχεία. Ο μύθος αυτός προέρχεται από δύο πηγές: την βρετανική προπαγάνδα και την κομμουνιστική προπαγάνδα. Η βρετανική προπαγάνδα επεδίωκε να αποδώσει στην ελληνική πολεμική προσπάθεια έναν ιδεολογικό χαρακτήρα, δηλαδή να τον παρουσιάσει ως αγώνα κατά του φασισμού, ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Μεταξά να τον εμφανίσει ως αγώνα κατά ενός γεωπολιτικού εχθρού, της Ιταλίας. Είναι ενδιαφέρον ότι λόγω της μεταπολεμικής σύγκλισης σε επίπεδο διεθνών σχέσεων στο πλαίσιο της κυοφορούμενης ευρωπαϊκής ενοποίησης και λόγω της απουσίας εδαφικών διεκδικήσεων γενικά στην Ευρώπη, έχει επικρατήσει στην ιστοριογραφική παραγωγή η αντίληψη του πολέμου του 1940 ως πολέμου κατά του φασισμού, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα καθεστώς με δικτατορικό χαρακτήρα και κάποια φασιστικά μορφολογικά στοιχεία (η 4η Αυγούστου) που διεξήγαγε τον πόλεμο και μάλιστα χάρισε την πρώτη νίκη στις συμμαχικές δυνάμεις. Αναπαράγονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, άκριτα τα έντεχνα ιδεολογικά σχήματα της μετά την γερμανική εισβολή ελληνικής κομμουνιστικής προπαγάνδας, που εκπορευόταν από την άλλοτε σύμμαχο του Τρίτου Ράιχ ΕΣΣΔ, για πόλεμο κατά ενός ιδεολογικού αντιπάλου.
Ο πέμπτος μύθος, ο οποίος εν πολλοίς ακόμη ισχύει, είναι αυτός των αγνών προθέσεων της βρετανικής πλευράς έναντι της Ελλάδος. Η επιμονή της Μεγάλης Βρετανίας για ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος αποτελούσε όχι τόσο απόπειρα συμβολής στην αμιγώς πολεμική προσπάθεια του ελληνικού κράτους, αλλά περισσότερο ενέργεια προπαγανδιστικής υφής, ώστε να διατηρηθεί το καταρρακωμένο κύρος της δοκιμαζόμενης Βρετανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, δευτερευόντως δε έναντι της Τουρκίας, που ήλεγχε τα ζωτικής σημασίας Στενά και την διέλευση προς τη Μέση Ανατολή. Ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός (1940-45, 1951-55) Ουίνστον Τσώρτσιλ (Winston Churchill, 1874-1965) σε ομιλία του στις 27 Απριλίου 1941, την ημέρα που η Αθήνα κατελήφθη από τον γερμανικό στρατό, παρουσίαζε την βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα ως μία γενναιόφρονα παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, αναπαράγοντας το στερεότυπο της ευγενούς αυτοκρατορικής δύναμης που, πιστή σε μία υψηλή ηθική αποστολή, υπαγορευμένη από την παράδοσή της, συνέδραμε τα αδύναμα έθνη απέναντι στην επιθετικότητα της Γερμανίας.
Από αυτήν την άποψη η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα αποτέλεσε προφανώς ευτύχημα για τους βρετανικούς υπολογισμούς. Στην έκθεση του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα (1936-41) Βίκτωρ φον Έρμπαχ (Victor Prinz zu Erbach-Schönberg, 1903-1971), με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1940, αναφέρεται ότι η ιταλική επίθεση κατ’ ουσίαν εξυπηρετούσε τους βρετανικούς σχεδιασμούς. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση σε βρετανικό διπλωματικό έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών από τον Ιανουάριο του 1941, όπου είναι εμφανής η προσπάθεια να παρελκυστεί ακόμη πιο ουσιωδώς η Ελλάδα στον πόλεμο και να προκληθεί γερμανική επίθεση κατά του ελληνικού κράτους: «[…] μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να κάνουμε τους Έλληνες να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία, εάν η Γερμανία πρώτα δεν προβεί σε κάποια επιθετική ενέργεια. Αυτό θα είναι πιθανότερο εάν εδραιωθούμε γερά στην Ελλάδα. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προχωρήσουμε το ζήτημα των αεροδρομίων (στη βόρειο Ελλάδα) το συντομότερο δυνατόν». Οι Βρετανοί είχαν αποστείλει από τον Νοέμβριο του 1940 στην Ελλάδα μοίρες αεροπορικών δυνάμεων, οι οποίες όμως παρέμεναν στα αεροδρόμια του Τατοΐου και της Ελευσίνας, καθώς η ελληνική ηγεσία δεν επέτρεπε την χρήση των αεροδρομίων της βορείου Ελλάδος, αφού μία τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε casus belli για την γερμανική πλευρά, δεδομένου ότι από τα αεροδρόμια αυτά η βρετανική αεροπορία θα μπορούσε να προσβάλει τις πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι (Ploesti) της Ρουμανίας, τις μοναδικές πετρελαιοπηγές στον χώρο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Συνεπώς, η βρετανική σπουδή για επιχειρησιακή δράση στην βόρειο Ελλάδα ουσιαστικά αποσκοπούσε να εμπλέξει την Ελλάδα στον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Τον Φεβρουάριο του 1941, καθώς πλέον εξέλιπε ο Μεταξάς, ο οποίος σε γενικές γραμμές αντιτασσόταν στην άφιξη βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, η βρετανική πλευρά επεδίωξε τη δημιουργία ενός βαλκανικού μετώπου με τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας, ώστε να δημιουργηθεί μία εστία έντασης στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά της Γερμανίας. Στις 22 Φεβρουαρίου κατέφθασε στην Αθήνα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών (1935-38, 1940-45, 1951-55) Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden, 1897-1977) , καθώς και ο στρατηγός Άρτσιμπαλντ Ουέηβελ (Archibald Wavell, 1883-1950), επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή (1939-41), μαζί με το επιτελείο τους. Η κίνηση αυτή επεδίωκε να πείσει τις κυβερνήσεις των τριών κρατών να συγκροτήσουν έναν συνασπισμό κατά των Γερμανών, έναν συνασπισμό, ωστόσο, τον οποίον οι Βρετανοί δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν με ικανοποιητικό αριθμό δυνάμεων, αφού τελικά διέθεσαν μόλις 57.000 στρατιώτες. Αλλά και όταν συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, τον Απρίλιο του 1941, στην ηπειρωτική Ελλάδα, σκοπός τους ήταν η προβολή συμβολικής αντίστασης με την ελάχιστη δυνατή απώλεια Βρετανών στρατιωτών, δεδομένης και της επικείμενης άφιξης πρόσθετων γερμανικών δυνάμεων στο μέτωπο της βορείου Αφρικής.
Μετά την κατάρρευση της αμυντικής διάταξης στη γραμμή του ποταμού Αλιάκμονα και τον εγκλωβισμό του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου, η πρωτοβουλία συνθηκολόγησης του αντιστράτηγου Γεώργιου Τσολάκογλου (1886-1948), διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού (πρώην Σώματος Στρατού Δυτικής Μακεδονίας) στις 20 Απριλίου 1941 – όπως και η προγενέστερη συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας στις 9 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη - θεωρήθηκε από τον εμπνευστή της ότι αποτελούσε τη σωφρονέστερη επιλογή, διότι με αυτόν τον τρόπο αφενός απετράπη η διάλυση του ελληνικού στρατού αφετέρου αποφεύχθηκε - χάρις στη μεσολάβηση του Χίτλερ στις 2 Μαΐου 1941 - η αιχμαλωσία των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών και η μεταφορά τους στη Γερμανία ή στην Ιταλία, όπως λ.χ. είχε συμβεί σε οποιαδήποτε άλλη κατεχόμενη χώρα της Ευρώπης, ακόμη και στον μελλοντικό ευρωπαϊκό εταίρο του Γερμανικού Ράιχ, τη Γαλλία, όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες του γαλλικού στρατού είχαν μεταφερθεί σε γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων μετά τον Ιούνιο του 1940. Οι περίπου 270.000 Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθησαν ελεύθεροι. Είναι σαφές ότι σε περίπτωση μη συνθηκολόγησης και αιχμαλωσίας των Ελλήνων στρατιωτών είναι πιθανόν ότι δεν θα είχε υπάρξει αντιστασιακή δραστηριότητα στην Ελλάδα επί Κατοχής ούτε αξιόμαχος στρατός μεταπολεμικά.
Η παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων εξυπηρετούσε ουσιαστικά μόνον τους Βρετανούς, ώστε να καλυφθεί η υποχώρηση του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος με τη θυσία των τελευταίων δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού. Διαφαίνεται έτσι ότι το ευφυολόγημα ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματος των Ευρωπαίων δεν στερείτο αντικειμενικής βάσης.
Άλλωστε οι ίδιοι οι απλοί Έλληνες στρατιώτες είχαν αντιληφθεί τη ματαιότητα της συνέχισης του αγώνα κατά της γερμανικής επίθεσης, την οποία επιθυμούσε μόνον η πολιτική ηγεσία, δηλαδή το Παλάτι, για να εξυπηρετήσει τα βρετανικά συμφέροντα με την όσο το δυνατόν αναίμακτη απαγκίστρωση του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η αναπόφευκτη από στρατιωτικής άποψης συνθηκολόγηση – καθώς οι γερμανικές μονάδες είχαν σχεδόν αποκλείσει τον ελληνικό στρατό του μετώπου της Ηπείρου, φθάνοντας στα μετόπισθέν του στο Μέτσοβο σε ταχύ διάστημα – υπήρξε μία επιλογή οπωσδήποτε σκληρή, η οποία συγκρούστηκε με δύο παράγοντες. Πρώτον με την πολιτική βούληση για συνέχιση του αγώνα χάριν των βρετανικών συμφερόντων και δεύτερον με την αδιόρατη και αβάσιμη λαϊκή αίσθηση ότι η στρατιωτική ηγεσία συνθηκολογώντας «πρόδωσε» τον αγώνα των απλών στρατιωτών, των ίδιων που είχαν αρχίσει να διαφεύγουν από το μέτωπο παραβιάζοντας τη στρατιωτική πειθαρχία την άνοιξη του 1941 μετά την αποδιοργάνωση των ελληνικών μονάδων. Η μεταπολεμική ιστοριογραφικά προβαλλόμενη ταύτιση των ελληνικών και βρετανικών συμφερόντων, ακριβώς λόγω της συμμαχικής νίκης, αποτελεί μία ανακριβή από ιστορικής πληρότητας εικόνα, διότι προϋποθέτει μία αντίστοιχη ταύτιση στην αντίληψη των κρατικών συμφερόντων της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας, στοιχείο, ωστόσο, το οποίο εκ των πραγμάτων δεν υπήρχε το 1941. Κύριος εχθρός της Ελλάδος τόσο το 1940-41 όσο και αργότερα κατά την διάρκεια της Κατοχής ήταν η Ιταλία λόγω των επεκτατικών της βλέψεων στα Επτάνησα και της κατοχής ελληνικών εδαφών (Δωδεκάνησα) παρά η Γερμανία.
Ο πρώτος από αυτούς τους μύθους είναι ότι η ελληνική πλευρά ήταν ανέτοιμη από στρατιωτικής άποψης για το ενδεχόμενο ιταλικής εισβολής. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Το καθεστώς του πρωθυπουργού (1936-41) Ιωάννη Μεταξά (1871-1941) είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην στρατιωτική αναβάθμιση της Ελλάδος, διαβλέποντας ορθά τον κίνδυνο από τις ιταλικές νεο-αυτοκρατορικές φιλοδοξίες στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και από την αναθεωρητική στάση της Βουλγαρίας. Ο ελληνικός στρατός είχε αναδιοργανωθεί την περίοδο 1936-40, εκπαιδευτεί άρτια και εξοπλιστεί κατάλληλα, δεδομένα που επαληθεύτηκαν κατά τη σύγκρουση με τους Ιταλούς. (Βλ. ενδεικτικά ΓΕΣ/ΔΙΣ (εκδ.), Η προς πόλεμον προπαρασκευή του ελληνικού στρατού 1923-1940, Αθήναι 1983 [1969]).
Η κατασκευή του πλέγματος αμυντικών οχυρώσεων στην Θράκη, η λεγόμενη «γραμμή Μεταξά» στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, δεν αποτέλεσε λανθασμένη τακτική κίνηση, όπως κρίνουν ορισμένοι συγγραφείς εκ των υστέρων και με βάση απλώς το προτερόχρονο της ιταλικής εισβολής στο μέτωπο της Ηπείρου, αλλά απαραίτητη και συνετή ενέργεια, η οποία διασφάλιζε την ελληνική άμυνα στο ευαίσθητο μέτωπο της Θράκης, όπου εκδηλωνόταν η βουλγαρική απειλή, η κυριότερη στον χώρο της Βαλκανικής έως τουλάχιστον το 1939. Ως τεχνικό δε έργο αποτελούσε σημαντικό επίτευγμα τόσο για τα δεδομένα του ελληνικού κράτους όσο και για την ευρύτερη κατάσταση στην χερσόνησο του Αίμου, παρά βέβαια την εξυπηρέτηση της αναχρονιστικής στατικής μορφής πολέμου που εκπροσωπούσε.
Τέλος, σε επίπεδο στρατηγικής προσέγγισης της επερχόμενης σύγκρουσης, η ελληνική πλευρά ήταν πεπεισμένη για το αναπόφευκτο του ελληνο-ιταλικού πολέμου και είχε προετοιμαστεί από κάθε άποψη για το ενδεχόμενο αυτό, χωρίς να αιφνιδιαστεί από το ιταλικό τελεσίγραφο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται η επιτυχία του ελληνικού στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, καθώς πρόκειτο για μία σημαντική επιτυχία, ανάλογη, αν και ανώτερη, της αντίστασης της Φινλανδίας στην εισβολή της ΕΣΣΔ, το 1939.
Η άριστη προετοιμασία του ελληνικού στρατού καταδείχθηκε, άλλωστε, από την επιτυχία του συστήματος επιστράτευσης και συγκρότησης μονάδων, οι οποίες προωθήθηκαν σε σύντομο διάστημα στο πολεμικό μέτωπο. Αποτέλεσμα της επιτυχούς επιστράτευσης και γενικής οργάνωσης ήταν η αριθμητική υπεροχή του ελληνικού στρατού στην Βόρειο Ήπειρο έναντι των Ιταλών έως την άνοιξη του 1941, όταν εκδηλώθηκε η ιταλική Εαρινή Επίθεση. Το ελληνικό κράτος, δηλαδή, επέδειξε σαφώς ανώτερες ικανότητες στην αντιμετώπιση της πολεμικής κρίσης απ’ ό,τι συνέβη το 1915 ή και το 1974.
Ο δεύτερος μύθος αφορά την υποτιθέμενη απροθυμία του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά να διεξάγει ακόμη και αυτόν τον πόλεμο. Με άλλα λόγια η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου, η σταθερή απόφαση της ελληνικής πλευράς να πολεμήσει σε περίπτωση εκδήλωσης αναπόδραστης ιταλικής επιθετικότητας, δεν αποτέλεσε ούτε συνέπεια της «πίεσης του ελληνικού λαού» - παράγοντας, άλλωστε, δευτερεύων σε ένα καθεστώς δικτατορικής υφής - ούτε προσαρμογή ενός απρόθυμου να πολεμήσει δικτάτορα στις αγγλικές πιέσεις, αλλά μία καθαρή και ψυχρά υπολογισμένη στρατηγική επιλογή, η οποία είχε ληφθεί πολύ πριν το 1940, στην πραγματικότητα ήδη από το 1936. Η ελληνική εξωτερική πολιτική του καθεστώτος του Μεταξά συνέχιζε αφενός την τακτική διπλωματικής και στρατιωτικής απομόνωσης της Βουλγαρίας που είχε εγκαινιαστεί το 1934 με το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης και το παρεπόμενο στρατιωτικό σύμφωνο μεταξύ Ελλάδος, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Τουρκίας αφετέρου την προσεκτική στάση έναντι της ιταλικής επιθετικότητας, καθώς μάλιστα ανάλογη πολιτική κατευνασμού ακολουθούσε το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, η Βρετανική Αυτοκρατορία.
Οι μάλλον ελλιπείς αυτές αναγνώσεις της σύγκρουσης του 1940 προέρχονται, εκτός από ανεπαρκή κατανόηση του συστήματος των διεθνών σχέσεων και της γεωπολιτικής συμπεριφοράς των κρατικών οργανισμών, και από ιδεοληπτικές εμμονές, αλλά και από τη μεταγενέστερη διάκριση μεταξύ του ελληνικού λαού και της πολιτικής του ηγεσίας κατά την διεξαγωγή του ελληνο-ιταλικού πολέμου, σχήμα δυσλειτουργικό έως αδόκιμο, τουλάχιστον έως τον Απρίλιο του 1941.
O τρίτος μύθος είναι η παράβλεψη της συμμετοχής της Αλβανίας στην επίθεση κατά της Ελλάδος, γεγονός που παραβλέπεται ενίοτε και για ιδιότυπους πολιτικούς ή ιδεοληπτικούς λόγους. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα δέχθηκε την επίθεση, από το έδαφος της Βορείου Ηπείρου, όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά και της συνενωμένης κάτω από το ίδιο στέμμα Αλβανίας. Στο πλευρό του ιταλικού στρατού μαχόταν τόσο τακτικός αλβανικός στρατός συνολικής δύναμης δεκαπέντε ταγμάτων όσο και παραστρατιωτικές ομάδες, οι οποίες κατά την διάρκεια της Κατοχής ανέλαβαν την τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου και την αλλοίωση των εθνολογικών δεδομένων. Με κυβερνητικό διάταγμα (Β.Δ. 194/ΦΕΚ 93/10-6-1940) η Αλβανία δεσμευόταν να κηρύξει τον πόλεμο σε όσα κράτη θα ήταν αντιμέτωπα με την Ιταλία, δέσμευση που επικυρώθηκε κατά την εισβολή στην Ελλάδα. Για αυτόν τον λόγο η Αλβανία χαρακτηρίστηκε με ελληνικό Βασιλικό Διάταγμα εμπόλεμο κράτος, χαρακτηρισμός που ήρθη μόλις το 1988. Ώστε, ο πόλεμος του 1940-41 διεξήχθη από το ελληνικό κράτος κατά της Ιταλίας, της Αλβανίας και της Γερμανίας.
Ο τέταρτος μύθος αφορά τον χαρακτήρα του πολέμου, ο οποίος ενίοτε παρουσιάζεται ως πόλεμος κατά του φασισμού, αν και διεξήχθη από ένα δικτατορικό καθεστώς με φασιστικά στοιχεία. Ο μύθος αυτός προέρχεται από δύο πηγές: την βρετανική προπαγάνδα και την κομμουνιστική προπαγάνδα. Η βρετανική προπαγάνδα επεδίωκε να αποδώσει στην ελληνική πολεμική προσπάθεια έναν ιδεολογικό χαρακτήρα, δηλαδή να τον παρουσιάσει ως αγώνα κατά του φασισμού, ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Μεταξά να τον εμφανίσει ως αγώνα κατά ενός γεωπολιτικού εχθρού, της Ιταλίας. Είναι ενδιαφέρον ότι λόγω της μεταπολεμικής σύγκλισης σε επίπεδο διεθνών σχέσεων στο πλαίσιο της κυοφορούμενης ευρωπαϊκής ενοποίησης και λόγω της απουσίας εδαφικών διεκδικήσεων γενικά στην Ευρώπη, έχει επικρατήσει στην ιστοριογραφική παραγωγή η αντίληψη του πολέμου του 1940 ως πολέμου κατά του φασισμού, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα καθεστώς με δικτατορικό χαρακτήρα και κάποια φασιστικά μορφολογικά στοιχεία (η 4η Αυγούστου) που διεξήγαγε τον πόλεμο και μάλιστα χάρισε την πρώτη νίκη στις συμμαχικές δυνάμεις. Αναπαράγονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, άκριτα τα έντεχνα ιδεολογικά σχήματα της μετά την γερμανική εισβολή ελληνικής κομμουνιστικής προπαγάνδας, που εκπορευόταν από την άλλοτε σύμμαχο του Τρίτου Ράιχ ΕΣΣΔ, για πόλεμο κατά ενός ιδεολογικού αντιπάλου.
Ο πέμπτος μύθος, ο οποίος εν πολλοίς ακόμη ισχύει, είναι αυτός των αγνών προθέσεων της βρετανικής πλευράς έναντι της Ελλάδος. Η επιμονή της Μεγάλης Βρετανίας για ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος αποτελούσε όχι τόσο απόπειρα συμβολής στην αμιγώς πολεμική προσπάθεια του ελληνικού κράτους, αλλά περισσότερο ενέργεια προπαγανδιστικής υφής, ώστε να διατηρηθεί το καταρρακωμένο κύρος της δοκιμαζόμενης Βρετανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, δευτερευόντως δε έναντι της Τουρκίας, που ήλεγχε τα ζωτικής σημασίας Στενά και την διέλευση προς τη Μέση Ανατολή. Ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός (1940-45, 1951-55) Ουίνστον Τσώρτσιλ (Winston Churchill, 1874-1965) σε ομιλία του στις 27 Απριλίου 1941, την ημέρα που η Αθήνα κατελήφθη από τον γερμανικό στρατό, παρουσίαζε την βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα ως μία γενναιόφρονα παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, αναπαράγοντας το στερεότυπο της ευγενούς αυτοκρατορικής δύναμης που, πιστή σε μία υψηλή ηθική αποστολή, υπαγορευμένη από την παράδοσή της, συνέδραμε τα αδύναμα έθνη απέναντι στην επιθετικότητα της Γερμανίας.
Από αυτήν την άποψη η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα αποτέλεσε προφανώς ευτύχημα για τους βρετανικούς υπολογισμούς. Στην έκθεση του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα (1936-41) Βίκτωρ φον Έρμπαχ (Victor Prinz zu Erbach-Schönberg, 1903-1971), με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1940, αναφέρεται ότι η ιταλική επίθεση κατ’ ουσίαν εξυπηρετούσε τους βρετανικούς σχεδιασμούς. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση σε βρετανικό διπλωματικό έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών από τον Ιανουάριο του 1941, όπου είναι εμφανής η προσπάθεια να παρελκυστεί ακόμη πιο ουσιωδώς η Ελλάδα στον πόλεμο και να προκληθεί γερμανική επίθεση κατά του ελληνικού κράτους: «[…] μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να κάνουμε τους Έλληνες να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία, εάν η Γερμανία πρώτα δεν προβεί σε κάποια επιθετική ενέργεια. Αυτό θα είναι πιθανότερο εάν εδραιωθούμε γερά στην Ελλάδα. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προχωρήσουμε το ζήτημα των αεροδρομίων (στη βόρειο Ελλάδα) το συντομότερο δυνατόν». Οι Βρετανοί είχαν αποστείλει από τον Νοέμβριο του 1940 στην Ελλάδα μοίρες αεροπορικών δυνάμεων, οι οποίες όμως παρέμεναν στα αεροδρόμια του Τατοΐου και της Ελευσίνας, καθώς η ελληνική ηγεσία δεν επέτρεπε την χρήση των αεροδρομίων της βορείου Ελλάδος, αφού μία τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε casus belli για την γερμανική πλευρά, δεδομένου ότι από τα αεροδρόμια αυτά η βρετανική αεροπορία θα μπορούσε να προσβάλει τις πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι (Ploesti) της Ρουμανίας, τις μοναδικές πετρελαιοπηγές στον χώρο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Συνεπώς, η βρετανική σπουδή για επιχειρησιακή δράση στην βόρειο Ελλάδα ουσιαστικά αποσκοπούσε να εμπλέξει την Ελλάδα στον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Τον Φεβρουάριο του 1941, καθώς πλέον εξέλιπε ο Μεταξάς, ο οποίος σε γενικές γραμμές αντιτασσόταν στην άφιξη βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, η βρετανική πλευρά επεδίωξε τη δημιουργία ενός βαλκανικού μετώπου με τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας, ώστε να δημιουργηθεί μία εστία έντασης στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά της Γερμανίας. Στις 22 Φεβρουαρίου κατέφθασε στην Αθήνα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών (1935-38, 1940-45, 1951-55) Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden, 1897-1977) , καθώς και ο στρατηγός Άρτσιμπαλντ Ουέηβελ (Archibald Wavell, 1883-1950), επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή (1939-41), μαζί με το επιτελείο τους. Η κίνηση αυτή επεδίωκε να πείσει τις κυβερνήσεις των τριών κρατών να συγκροτήσουν έναν συνασπισμό κατά των Γερμανών, έναν συνασπισμό, ωστόσο, τον οποίον οι Βρετανοί δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν με ικανοποιητικό αριθμό δυνάμεων, αφού τελικά διέθεσαν μόλις 57.000 στρατιώτες. Αλλά και όταν συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, τον Απρίλιο του 1941, στην ηπειρωτική Ελλάδα, σκοπός τους ήταν η προβολή συμβολικής αντίστασης με την ελάχιστη δυνατή απώλεια Βρετανών στρατιωτών, δεδομένης και της επικείμενης άφιξης πρόσθετων γερμανικών δυνάμεων στο μέτωπο της βορείου Αφρικής.
Μετά την κατάρρευση της αμυντικής διάταξης στη γραμμή του ποταμού Αλιάκμονα και τον εγκλωβισμό του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου, η πρωτοβουλία συνθηκολόγησης του αντιστράτηγου Γεώργιου Τσολάκογλου (1886-1948), διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού (πρώην Σώματος Στρατού Δυτικής Μακεδονίας) στις 20 Απριλίου 1941 – όπως και η προγενέστερη συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας στις 9 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη - θεωρήθηκε από τον εμπνευστή της ότι αποτελούσε τη σωφρονέστερη επιλογή, διότι με αυτόν τον τρόπο αφενός απετράπη η διάλυση του ελληνικού στρατού αφετέρου αποφεύχθηκε - χάρις στη μεσολάβηση του Χίτλερ στις 2 Μαΐου 1941 - η αιχμαλωσία των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών και η μεταφορά τους στη Γερμανία ή στην Ιταλία, όπως λ.χ. είχε συμβεί σε οποιαδήποτε άλλη κατεχόμενη χώρα της Ευρώπης, ακόμη και στον μελλοντικό ευρωπαϊκό εταίρο του Γερμανικού Ράιχ, τη Γαλλία, όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες του γαλλικού στρατού είχαν μεταφερθεί σε γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων μετά τον Ιούνιο του 1940. Οι περίπου 270.000 Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθησαν ελεύθεροι. Είναι σαφές ότι σε περίπτωση μη συνθηκολόγησης και αιχμαλωσίας των Ελλήνων στρατιωτών είναι πιθανόν ότι δεν θα είχε υπάρξει αντιστασιακή δραστηριότητα στην Ελλάδα επί Κατοχής ούτε αξιόμαχος στρατός μεταπολεμικά.
Η παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων εξυπηρετούσε ουσιαστικά μόνον τους Βρετανούς, ώστε να καλυφθεί η υποχώρηση του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος με τη θυσία των τελευταίων δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού. Διαφαίνεται έτσι ότι το ευφυολόγημα ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματος των Ευρωπαίων δεν στερείτο αντικειμενικής βάσης.
Άλλωστε οι ίδιοι οι απλοί Έλληνες στρατιώτες είχαν αντιληφθεί τη ματαιότητα της συνέχισης του αγώνα κατά της γερμανικής επίθεσης, την οποία επιθυμούσε μόνον η πολιτική ηγεσία, δηλαδή το Παλάτι, για να εξυπηρετήσει τα βρετανικά συμφέροντα με την όσο το δυνατόν αναίμακτη απαγκίστρωση του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η αναπόφευκτη από στρατιωτικής άποψης συνθηκολόγηση – καθώς οι γερμανικές μονάδες είχαν σχεδόν αποκλείσει τον ελληνικό στρατό του μετώπου της Ηπείρου, φθάνοντας στα μετόπισθέν του στο Μέτσοβο σε ταχύ διάστημα – υπήρξε μία επιλογή οπωσδήποτε σκληρή, η οποία συγκρούστηκε με δύο παράγοντες. Πρώτον με την πολιτική βούληση για συνέχιση του αγώνα χάριν των βρετανικών συμφερόντων και δεύτερον με την αδιόρατη και αβάσιμη λαϊκή αίσθηση ότι η στρατιωτική ηγεσία συνθηκολογώντας «πρόδωσε» τον αγώνα των απλών στρατιωτών, των ίδιων που είχαν αρχίσει να διαφεύγουν από το μέτωπο παραβιάζοντας τη στρατιωτική πειθαρχία την άνοιξη του 1941 μετά την αποδιοργάνωση των ελληνικών μονάδων. Η μεταπολεμική ιστοριογραφικά προβαλλόμενη ταύτιση των ελληνικών και βρετανικών συμφερόντων, ακριβώς λόγω της συμμαχικής νίκης, αποτελεί μία ανακριβή από ιστορικής πληρότητας εικόνα, διότι προϋποθέτει μία αντίστοιχη ταύτιση στην αντίληψη των κρατικών συμφερόντων της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας, στοιχείο, ωστόσο, το οποίο εκ των πραγμάτων δεν υπήρχε το 1941. Κύριος εχθρός της Ελλάδος τόσο το 1940-41 όσο και αργότερα κατά την διάρκεια της Κατοχής ήταν η Ιταλία λόγω των επεκτατικών της βλέψεων στα Επτάνησα και της κατοχής ελληνικών εδαφών (Δωδεκάνησα) παρά η Γερμανία.
Δημοσίευση σχολίου