Η ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Σημειώση: Το κείμενο είναι αρκετά μεγάλο, αλλά αξίζει να το διαβάσετε προσεκτικά.

Φεύγοντας σήμερα από την Θ. Λειτουργία είδα ότι ο κόσμος δεν έφευγε από το ναό μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας. Κι έλεγα: πως να μη κάθονται; Είναι ευχαριστημένοι, αναπαυμένοι, χαρούμενοι οι άνθρωποι. Γιατί; Για σκεφτείτε ότι τον Θεό τον κα­τέβασαν στη γη και τον πήραν μέσα τους. Πως να μην έχουν χαρά; Μεγάλη χαρά αυτή. Αυτή τη χαρά δεν την είχαν οι πρόγονοί μας.

Οι πρόγονοί μας δεν είναι κάποιοι αρχαίοι ξένοι και αδιάφοροι. Είναι οι παππούδες μας, πριν κάμπο­σες γενιές και λαχταρούσαν κι αυτοί να χουν αυτή τη χαρά. Όλοι οι άνθρωποι λαχταρούσαν αυτή τη χαρά. Λαχταρούσαν ασυνείδητα ή συνειδητά να έχουν το Θεό μέσα στο σώμα τους, στη ψυχή τους, να ζουν μαζί Του. Και δεν το είχαν οι καημένοι οι αρχαίοι μας πρόγονοι, γιατί δεν το ήξεραν. Και εμείς όταν κάνουμε τους Σταυρούς μας και τις μετάνοιές μας στα εικονίσματα, θα πρέπει να κάνουμε και με­ρικές μετάνοιες για τους προγόνους μας που δεν ήξε­ραν να κάνουν το Σταυρό τους. Κι όταν περνούσαν έναν κίνδυνο δεν ήξεραν να πουν: Παναγία μου βό­ηθα. Δεν ήξεραν την Παράκληση. Γι αυτό είναι αξιοσυμπάθητοι και πρέπει να τους σκεφτόμαστε.

Σκεφτείτε ότι τη διαστροφή που έχουν πάθει πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι να αγνοούν τη θρησκεί­α και να νομίζουν ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο και ότι δεν έχει τίποτα πέρα από τις αισθήσεις του, δεν την είχε καμμία εποχή, σε κανένα πολιτισμό του κό­σμου. Καμμιά εποχή. Τους 2 τελευταίους αιώνες πα­ρουσιάστηκε αυτή η ρητή αθεΐα, η συνειδητή. Μέχρι τότε οι άνθρωποι κι όταν ακόμα αμφισβητούσαν κά­ποια θεότητα, την αμφισβητούσαν στο όνομα κά­ποιας άλλης θεότητας, αλλά δεν είχαν την αθεΐα. Είναι κάτι ανήκουστο αυτό που συμβαίνει σήμερα.

Έτσι λοιπόν στ’ αρχαία χρόνια, ψάχνοντας στα βιβλία, βλέπω τον ανασασμό των ανθρώπων. Αναπνέ­ω τον καημό τους, τον πόνο τους και τους συμπονώ. Όταν έκαναν τα πανηγύρια προς τιμήν του Απόλ­λωνα ένα από τα θρησκευτικά μεγέθη που είχαν στην αρχαιότητα μαζεύονταν οι Ίωνες που λάτρευαν τον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, μαζεύονταν στους ναούς κι έκαναν πανηγύρια. Εκεί, όπως αναφέρεται, πήγαιναν για να επιδείξουν τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα οι άνθρωποι, ο,τι είχε ο καθένας, αλλά πήγαιναν και για να λατρεύσουν το θεό τους. Εκεί έκα­ναν τον περίφημο ύμνο στον Απόλλωνα, που αποτελούσε λατρευτικό κείμενο, όπως έχουμε εμείς σήμερα την Παρακλητική, κ.λπ. όπου εκεί υπάρχουν κάποιοι στίχοι συγκλονιστικοί. Αναφέρει ότι στο πανηγύρι έρχονταν και οι μούσες κι έλεγαν τραγουδώντας: ‘υμνεύσι ρα θεών δώρ άμβροτα...’ · υμνούν λέει εκεί οι μούσες τα αθάνατα δώρα των θεών, ...ήδ ανθρώπων τλημοσύνας...· και των ανθρώπων τα βάσανα. ...ος έχοντες υπ αθανάτοισι θεοίσι ζώους...· όσα βά­σανα έχοντας και σηκώνοντας οι άνθρωποι ζουν κά­τω από την εξουσία των αθανάτων θεών, ...αφραδέες και αμήχανοι... · αφραδέες θα πει που δεν μπορούν να κάνουν φράση, να σκεφτούν και αμήχανοι που δεν έχουν τρόπο να κατασκευάσουν... Τι θέλουν οι άνθρωποι να κατασκευάσουν, τι θέλουν να σκε­φτούν; Λέει: ...ουδέ δύνανται ευρέμεναι...· κι ούτε μπορούν να βρουν θανάτοιο τ άκος και γήραος άλκαρ...· δε μπορούν να βρουν, λέει, γιατρικό για τον θάνατο και αποτρεπτικό για τα γεράματα. Ο καημός των ανθρώπων, τα βάσανά τους. Και δεν τους φτά­νουν αυτά τα βάσανα, αλλά ζουν παράλληλα με τους θεούς, οι οποίοι έχουν άμβροτα, αθάνατα δώρα. Σαν δύο κάστες δηλ., η κάστα των ανθρώπων που έχει όλα τα βάσανα και η κάστα των θεών που τα έχει όλα πλούσια και ωραία και αθάνατα και άνετα και οι άνθρωποι έχουν συνείδηση ότι υπάρχει ωραιότερη ζωή την οποία ποθούν. Δεν είναι σαν τα ζώα που δεν υποπτεύονται ότι μπορούν να ζήσουν καλύ­τερα άπ’ όσο ζουν. Κι αυτός ο καημός χρωματίζει έντονα όλη την λατρεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι μέσα στους Ομηρικούς ύμνους, στίχοι 190-193 από τον ύμνο στον Απόλλωνα.

Θα πει κανείς: αυτοί οι άνθρωποι από τόσο νω­ρίς είχαν καταλάβει ότι τα προβλήματά μας δεν είναι αυτά τα ανόητα που λένε οι σημερινοί πολιτικοί μας και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον μόνο σ’ αυτά ανάπτυξη, πρόοδος, βελτίωση συνθηκών ζωής κ.τ.λ. Τα προβλήματά μας είναι ο θάνατος και η φθορά. Μη κοροϊδευόμαστε ότι έχουμε άλλα σοβαρά προβλήμα­τα. Να γιατί οι αρχαίοι μας πρόγονοι, ενώ δεν είχαν τον αληθινό Θεό, δεν είχαν την αλήθεια, δεν είχαν την παρηγοριά, είχαν όμως σωστό προβληματισμό, ήξεραν τι τους γίνεται. Αυτή την ευθύτητα και το καίριο αίσθημα του αναγκαίου, του προβλήματος που πραγματικά απασχολεί την ανθρώπινη φύση, μπορεί κανείς να τους το δώσει ως τιμητική διάκριση, των αρχαίων Ελλήνων.

Ύστερα αν κανείς αναζητήσει την θεολογία τους και έχει την τόλμη και τον χρόνο να ανακατώσει την μυθολογία τους, τότε πραγματικά θα δει μέσα εκεί έναν θρήνο, ένα αδιέξοδο, ένα χάος. Όσοι γονείς παρασυρμένοι από αυτή την αρχαιοπληξία πάρουν βιβλία της ελληνικής μυθολογίας για τα παιδιά τους, γρήγορα αναγκάζονται να απολογηθούν ύστερα στα παιδιά τους για όσα φοβερά διαβάζουν εκεί. Έχει πραγματικά ορισμένες φάσεις, ορισμένες στιγμούλες, διαλειμματάκια που είναι ρομαντικά και... νόστιμα, θα λέγαμε. Πλην όμως στο σύνολό της είναι γεμάτη φρίκη. Οι άνθρωποι μυθολόγησαν τη φρίκη του αισθήματος της ζωής, τη διαμαρτυρία τους για την ανθρώπινη μοίρα, και την αγανάκτηση για τη μα­καριότητα των θεών. Η πιο παλιά, η πιο αρχαία μυ­θολογία είναι γεμάτη από ανθρωποκτονίες, παιδοκτονίες και σχέσεις σεξουαλικές γονιών με παιδιά, επιμιξίες, κ.λπ. Θα πείτε, λαϊκά είναι· οι άνθρωποι έβγα­ζαν εκεί τα απωθημένα τους...

Όταν φτάσαμε όμως στην κλασσική εποχή, που η αρχαιότητα έφτασε στο ύψιστο σημείο της ωριμότητάς της, εκεί θα πρέπει να σταθούμε και να μελε­τήσουμε τη θεολογία των αρχαίων Ελλήνων. Κάθε παράδοση φτάνει σ’ ένα επίπεδο ωριμότητας.

Κάποιοι ονειρεύονται μια αρχαία ελληνική θρη­σκεία, επειδή πηγαίνουν στα μουσεία και βλέπουν τα αγάλματα κάτασπρα. Και λένε κοίταξε ανοιχτόκαρδα πράγματα, ελεύθερα, στον ήλιο, στο φως κ.τ.λ. Βέβαια οι αρχαίοι τα έβαφαν τα αγάλματα, εμείς τα βρί­σκουμε άσπρα, γιατί τα έχει ασπρίσει το χώμα κι η βροχή που τα φαγε. Και φαντάζονται μια θρησκεία ελεύθερη που αφήνει τον άνθρωπο ελεύθερο. Τώρα, πόσο ελεύθερο, αλήθεια, αφήνουν τον άνθρωπο; Ο φόβος των δαιμόνων... μπορούμε να το καταλάβουμε αν δούμε τους αφρικανούς πριν από τις ιεραποστολές, όταν ζουν κάτω από τον τρόμο του μάγου και των πνευμάτων. Αυτό τον φόβο τον είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες. Όχι μόνο τον είχαν αυτό τον τρό­μο αλλά και όλη η ιστορία τους, η αρχαϊκή ιστορία τουλάχιστον, που είναι μπλεγμένη με την μυθολογία τους, είναι γεμάτη από αυτό τον τρόμο.

Σκεφτείτε πως ξεκινάει η Τρωϊκή εκστρατεία, που έπρεπε να περάσει από τη θυσία της Ιφιγένειας για να προχω­ρήσει, αλλιώς δεν προχωρούσε. Λέει ο Αισχύλος ότι της έφραξαν το στόμα με πετσιά, για να μη ξεστομί­σει κατάρες, γιατί πίστευαν ότι οι κατάρες ενός μελ­λοθανάτου πιάνουν και την έσφαξαν την κοπέλα χω­ρίς να μπορεί ούτε να φωνάξει, ούτε να διαμαρτυρη­θεί, ούτε να παραπονεθεί, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να γίνει ο Τρωϊκός Πόλεμος. Σκεφτείτε όταν έγινε ο Τρωϊκός Πόλεμος έπρεπε επάνω στον τάφο του Πατρόκλου να θυσιαστούν 12 πρηγκιπόπουλα, να σφαχτούν και πάνω στον τάφο του Αχιλλέα να θυ­σιαστεί η Πολυξένη. Άρα οι ανθρωποθυσίες παίρναν και δίναν. Θα μου πείτε μυθολογία ήταν. Οι μυθολο­γίες απλά δημιουργούν ένα συναισθηματικό κλισέ θα λέγαμε γύρω από κάποια ιστορικά γεγονότα. Είναι θρύλοι, δεν είναι φανταστικά αποκυήματα.

Θα προχωρήσουμε όμως λίγο. Να δούμε τον άνθρωπο της εποχής εκείνης πως είναι έρμαιο υπερ­φυσικών δυνάμεων τις οποίες τρέμει και τις οποίες εκμεταλλεύεται για να βγάλει από πάνω του την ευθύνη. Ξέρουμε ότι οι θεοί και οι άνθρωποι ζούσαν στον ίδιο χώρο περίπου, τους οποίους έφεγγε και αυτός ο ήλιος. Λέει ότι ο ήλιος βγήκε για να φαείνει τους θεούς και τους ανθρώπους και οι θεοί έκα­ναν τα κέφια τους. Ο Δίας εμφανίζεται ότι κυβερνά τον κόσμο αλλά και αυτός υπόκειται στη μοίρα, την ειμαρμένη και ξέρουμε από την Ιλιάδα ότι όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει ο Σαρπηδόνας, βασιλιάς των Λυκίων, ο γιός του Δία, ο Δίας σκέφτηκε να γλιτώ­σει το γιό του από τη μοίρα την κακή· αλλά τότε έπεσαν οι άλλοι θεοί και του είπαν ότι δε μπορείς εσύ να ταράζεις την τάξη της μοίρας, γιατί άμα το κάναμε όλοι αυτό και ο καθένας έβγαζε το δικό του άνθρωπο, τότε θα χαλάσει ο κόσμος. Και τότε αναγκάστηκε ο Δίας να παραιτηθεί και να αφήσει το γιό του να σκοτωθεί· μόνο που έβρεξε αιμάτινη βροχή στη γη, πάνω στα λειβάδια της Τροίας για να δείξει τον πόνο του, τον καημό του και παρακάλεσε τον Απόλλωνα να του πλύνει τις πληγές και τότε ο ύπνος και ο θάνατος τον πήραν και τον πήγαν στη Λυκία και του έκαναν τάφο πέτρινο, κ.λπ. Έτσι δεν είχαν ούτε την παντοδυναμία των θεών εξασφαλισμένη. Ήταν υποκείμενοι στη μοίρα κι η μοίρα δεν είχε πρόσωπο, ήταν μια κρυφή δύναμη απροσδιόριστη.

Μέσα σ αυτό τον τρόμο ζούσαν οι άνθρωποι και δεν ήξεραν ποιοί κανονίζουν τη ζωή τους. Όπως ακριβώς τα πρόβατα σήμερα στο κοπάδι που δεν ξέ­ρουν πότε ο βοσκός θα τα σφάξει. Κι αυτό το αίσθημα το είχαν, την πικρία την εξέφραζαν. Πολλές φο­ρές έχουμε αυτή την έκφραση της πικρίας των ανθρώπων κι αν προσέξετε όπου περιγράφει ο Όμηρος παλληκάρια που έγραψαν ιστορία με την παλληκαριά τους, που ήταν συνήθως παιδιά θεών που έκα­ναν με θνητές γυναίκες, μετά περιέγραφε το τέλος, το θλιβερό τους θάνατο. Άρα μια απαισιοδοξία κυριαρχούσε στο αίσθημα της ζωής των ανθρώπων για­τί ήξεραν όλοι πως ο,τι να κάνουν, όσο σπουδαίοι κι αν φανούν, όποια δόξα κι αν αποκτήσουν θα’ ρθει στο τέλος, ένας κεραυνός, ένα βέλος από τον Ηρακλή, από την Άρτεμη, μια φωτιά, ένα κακό και θα τους συντρίψει. Με αυτή τη βεβαιότητα της συ­ντριβής ζουν όλοι οι ήρωες κι ο Πάτροκλος κι ο Ηρακλής κι ο Αχιλλέας κι οι πάντες. Θα μου πείτε γιατί αναφέρομαι σ’ αυτά, τα μυθολογικά; Γιατί με τη μυθολογία ο άνθρωπος προσπαθεί να δώσει μια ερμηνεία, την οποία αντί να την δώσει με μία ξύλι­νη γλώσσα, να πει έτσι κι έτσι φαντάζομαι τη ζωή, τη δίνει με μυθολογικές εικόνες.

Η ζωή, όπως τη δίνει η ελληνική μυθολογία, είναι ένα βαρύτατο γεγονός μέσα στο οποίο είναι μπλεγ­μένος ο άνθρωπος. Χαρακτηριστικό είναι και το δράμα του Αισχύλου ‘Προμηθέας Δεσμώτης’. Ο τι­τάνας Προμηθέας δεν μπορούσε να δεχτεί την τόση δυστυχία του ανθρώπινου γένους, που οι άνθρωποι ζούσαν όχι μόνο μελλοθάνατοι αλλά και υποκείμενοι σαν τα πιο απροστάτευτα ζώα σε όλες τις καιρικές συνθήκες που προέκυπταν, τις οποίες δεν είχαν την τέχνη να βελτιώσουν κι αυτό τους στοίχιζε. Ο Προ­μηθέας λοιπόν από συμπόνοια, δια λίαν φιλότητα βροτών, όπως λέει κι επαναλαμβάνει συχνά στο έργο του ο Αισχύλος λόγω της υπερβολικής αγάπης προς τους ανθρώπους, κλέβει τη φωτιά από τους θε­ούς, για να τη δώσει στους ανθρώπους, όχι για να λύσουν το πρόβλημα του θανάτου και των γηρατιών. Γι’ αυτά δεν υπήρχε ελπίδα. Αλλά για να ζήσουν, όσο θα ζούσαν, κάπως καλύτερα, κάπως πιο δυνα­τοί, πιο προστατευμένοι. Αλλά αυτή η αγάπη προς τους ανθρώπους, μη ξεχνάμε ότι είχε κάποιους αντιπάλους. Ήταν οι θεοί. Αυτοί μίσησαν πολύ τον Προ­μηθέα και τον κάρφωσαν στον Καύκασο. Δηλ. οι θε­οί των αρχαίων Ελλήνων φθονούσαν και το παρα­μικρό ίχνος ευτυχίας στον άνθρωπο. Το παραμικρό ίχνος προστασίας και στοργής από οποιαδήποτε δύ­ναμη. Επαληθεύεται αυτό που λέει και η Γραφή (Ψαλμοί): οι θεοί των εθνών δαιμόνια. Από τους ανθρώπους ήθελαν υποταγή, δόξα, προσκύνηση και τίποτ’ άλλο. Με τη μοίρα των ανθρώπων έπαιζαν. Είδαμε στην Ιλιάδα να μοιράζονται οι θεοί, όπως στις ομάδες οι φίλαθλοι, οι μισοί από δω και οι μι­σοί από κει και υποστήριζε όποιον ήθελε ο καθένας, έτσι για γούστο, για ευχαρίστησή του, με τυχαία επιλογή και βοηθούσαν τους ανθρώπους να ανοίγουν τα κεφάλια ο ένας του άλλου, να σφάζονται περισσότε­ρο, να σκοτώνονται περισσότερο.

Ο Προμηθέας, μέσα στο δράμα του Αισχύλου, μι­λάει με εχθρότητα, με αντιπάθεια μεγάλη για το Δία. Λέει ότι είναι καινούργιος θεός, γεμάτος κακία και σκληρότητα για τους ανθρώπους και προβλέπει την πτώση του. Και ανήσυχος ο Δίας στέλνει τον Ερμή να μάθει λεπτομέρειες. Ο Προμηθέας δεν δίνει τις πληροφορίες στον Ερμή και ο Ερμής τον απειλεί και του λέει: τέτοια θα πάθεις, όπως είσαι εδώ καρ­φωμένος θα μείνεις αιώνες έτσι και δεν θα γλιτώσεις από αυτή τη συμφορά σου, εκτός αν φανεί και θε­λήσει κάποιος θεός να περπατήσει για σένα στα ανήλιαγα βάθη του Άδη. Όπως λέει το χωρίο: τοιούδε μόχθου τέρμα μη τι προσδόκα... · τέτοιου μαρτυρί­ου το τέρμα μη το περιμένεις καθόλου, ...πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανεί θελήσει τ εις άναύγητον μολείν Αιδην κνεφαία τ’ αμφί Ταρτάρου βάθη· πριν λέει κάποιος θεός να γίνει διάδοχος των πόνων σου, δηλ. να πάρει τους πόνους σου και τα βάσανά σου επάνω του, να τα κάνει δικά του και να θελήσει να πάει στον σκοτεινό, τον χωρίς αυγή Ά­δη και στα τάρταρα, τα σκοτεινιασμένα βάθη του να κατέβει για σένα. Νομίζω ότι είναι η πιο σαφέστα­τη προφητεία του σπερματικού λόγου για την έλευ­ση του Χριστού. Μας θυμίζει την εικόνα της Αναστάσεως όπου ο Χριστός με την εις Άδου κάθοδον αδράχνει με ορμή τα χέρια των πρωτοπλάστων και τους βγάζει από τους τάφους. Μπορεί οι θεοί να ήταν υποκείμενοι στη μοίρα και να μην είχαν τη δύ­ναμη να ξεφύγουν άπ’ αυτή και ν αποφασίζουν ελεύθερα. Ο θεός όμως, για τον οποίο μιλάει ο Αισχύλος στο δράμα του, θα αποφασίσει ελεύθερα και θα θελήσει να γίνει διάδοχος των πόνων του Προμηθέα.

Αυτά δεν υπήρχαν σε άλλες παραδόσεις πρωτύτερα κι όταν θέλησε ο Αισχύλος να βρει ήρωα να παί­ξει τον Προμηθέα, δεν δεχόταν κανένας να αναλάβει, ενώ ήταν τότε περιζήτητες αυτές οι θέσεις ηθοποιών στο αρχαίο θέατρο, πληρώνονταν και καλά, και ήταν πολύ τιμημένες. Κι όμως δεν εύρισκε κανέ­να, γιατί έπρεπε να μιλήσει με τέτοια υβριστικά λό­για για τον Δία και δεν τολμούσε κανείς να το κά­νει αυτό. Τελικά στη πρώτη παρουσίαση του δράμα­τος τον ρόλο του Δία τον έπαιξε ο ίδιος ο Αισχύλος και στις πρόβες, την ώρα που ξεστόμιζε αυτά τα λό­για εναντίον του Δία, κατέβηκαν οι άνθρωποι κάτω από τις κερκίδες να τον σκοτώσουν και κατέφυγε στη Θυμέλη που ήταν ικέτις του Θεού κι έτσι τη γλί­τωσε. Όταν ύστερα όμως το παιξε κανονικά το δράμα δεν τον έδειραν οι άνθρωποι γιατί είχαν αρχίσει να το σκέφτονται και είπαν: αυτός λέει κάτι.

Αλλά και στον Ευριπίδη, βλέπουμε τον προβλημα­τισμό του ποιητή σχετικά με τον θάνατο. Τι να πούμε στα ποιήματά μας; Αφού υπάρχει ο θάνατος, πρέπει να υπάρχει ανάσταση. Να ανεχθούμε το θάνατο; Και στο έργο Άλκηστις, η Άλκηστις πεθαίνει, μάρτυρας της αγάπης για τον άνδρα της και ο Ηρακλής, που είναι ημίθεος, μισός θεός και μισός άνθρωπος, την ανασταί­νει και την ξαναδίνει στον άνδρα της, γιατί, όπως λέει, ήταν πολύ καλή. Κι έκανε ο λαός έναν υπέροχο ύμνο προς χάριν της. Κι ο Ηρακλής, ο θεάνθρωπος όπου εμφανίζεται ο Ηρακλής στην αρχαία μυθολογία, ωφελεί γιατί παλεύει με τις δυνάμεις τις υπερφυσικές που βάζουν τον άνθρωπο κάτω, την ανασταίνει.

Μ’ αυτό το έργο ξεκινά ο Ευριπίδης. Αυτό είναι το ντεμπούτο του, θα λέγαμε, στη θεατρική του παραγω­γή. Κι ύστερα, έρχεται να μας κάνει την άλλη διαμαρ­τυρία ο Ευριπίδης. Εμφανίζει έναν υπέροχο, αγνό νέο, τον Ιππόλυτο, στο έργο του Ιππόλυτος, που ήταν γιος της αμαζόνας. Και που ήθελε να είναι αγνός. Δεν ήθε­λε τους έρωτες. Δεν τιμούσε την Αφροδίτη. Όταν του λέγει ο παιδαγωγός του είχαν δυο αγάλματα έξω απ το ανάκτορο, της Αφροδίτης και της Άρτεμης: Πες και στη Αφροδίτη καμιά κουβέντα λατρευτική.... Εκείνος λέει: Πόρωθεν αυτήν, αγνός ων, ασπάζομαι. Από μα­κριά, λέει, τη χαιρετώ, κρατώντας την αγνότητά μου.

Στην Άρτεμη προσέφερε τα λουλούδια... Σε σέ­να, λέει, κυρά μου, προσφέρω αυτό το στεφάνι με τα ωραία λουλούδια, που τα κοψα από ένα ανέγγιχτο λι­βάδι, όπου δεν έχει έλθει ξυλοκόπος μέχρι τώρα, ούτε βοσκός να βόσκει τα πρόβατά του... Η Αφροδίτη όμως θίγεται βαθύτατα. Υπάρχει άνθρωπος ο οποίος δεν την τιμά; Και βγαίνει στη σκηνή και λέει: Αυτό τον άνθρωπο, σήμερα, θα τον σκοτώσω. Αλλά πως θα τον σκοτώ­σει; Πρέπει να παρουσιάσει ότι κατά την απουσία του πατέρα του, έκανε προτάσεις αθέμιτες στη μητριά του. Σκέφτεται, βέβαια, η Αφροδίτη και λέει: Η Φαίδρα, η μητριά του, είναι αξιοπρεπής, είναι ηθική, αλλά, εγώ δεν θα προτιμήσω την δική της ηθική και θα χάσω την ευχαρίστηση και το δικαίωμα να εκδικηθώ, ας την πά­ρει, λοιπόν, κι αυτήν το κακό. Και την ξετρελλαίνει για τον πρόγονό της· κάνει αυτή προτάσεις στον πρόγονό της· ο Ιππόλυτος αρνείται, με σιχαμό μεγάλο κι αυτή αυτοκτονεί. Και τότε ο Ιππόλυτος ξεστομίζει ένα φοβε­ρό κατηγορητήριο κατά των γυναικών... Τι τις θέλανε τις γυναίκες οι θεοί και τις κάνανε; Για να κάνουμε παιδιά; Δε θα μπορούσαν να μας τα αφήνουν στους ναούς και να πηγαίνουμε να τα παίρνουμε;. Δηλαδή, φάνηκε ο δυϊσμός του πλέον, φάνηκε ότι υπάρχουν δυο δυνάμεις ακαταγώνιστες σ’ αυτό τον κόσμο: Η δύναμη της αγνότητας του καλού και η άλλη, η βρωμιά. Δεν μπορεί να υποταχτεί το ένα στο άλλο; Δε μπορεί να υπάρχει μια ενότητα στη ζωή, που να υποτάσσει τα πά­ντα σε μια ειρήνη και να μην είναι βρωμιά το ένα και να μην είναι το άλλο τόσο εγωιστικό και υπερήφανο; Γιατί το έργο καταλήγει στο θάνατο του Ιππόλυτου κι ενώ είναι αδικία αυτό, συγχρόνως, φαίνεται ότι είναι και γκρέμισμα της μεγάλης αλαζονείας της αρετής. Την ίδια στιγμή, λέει, η αλαζονική αρετή θα χουμε η προστυχιά ασυγχώρητη, απ’ την άλλη μεριά. Εγκαινιάζει το δυϊσμό ο Ευριπίδης κι αφήνει το έργο έτσι να τελει­ώνει. Μας αφήνει διχασμένους, με σκισμένη την ψυχή μας στα δυο.

Κι ας δούμε δυο ακόμα έργα του Ευριπίδη. Κι εδώ εκφράζεται το πιο υψηλό επίπεδο της θρησκευτικότη­τας μέσα στην Κλασσική Εποχή. καθίστανται από απαίτηση θεσμοθετημένης συμμόρ­φωσης και νομικίστικης στράτευσης; Ποια είναι τ’ αποτελέσματα, όταν ο κατάλληλος σεβασμός προς την εξουσία μετατρέπεται σε δουλοπρέπεια, αναντίρρητη υποταγή κι εγκατάλειψη κάθε προσωπικής ευθύνης ενώπιον του Θεού, αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων βασισμένων στην συνείδηση του ατόμου;

Στη Μήδεια, όπου η τροφός της Μήδειας, που βλέ­πει τη Μήδεια και τον Ιάσονα να μισούνται θανάσιμα και να βρίζονται χυδαία, λέει τα εξής πολύ συγκινητικά λόγια. Λέει: Οι άνθρωποι, οι παλιοί, που βγάλανε τα τραγούδια, είναι κακοί και αχρείοι άνθρωποι. σκαιούς θα μπορούσε να τους πει κανείς. Γιατί, βγάλανε τραγούδια για τα γλέντια και για τα τραπέζια. Τι να τα κάνουμε αυτά; Έφ όσον έχουμε ωραία φαγιά, τι να τα κάνουμε τα τραγούδια για τα ωραία φαγιά και τα ωραία ποτά. Τραγούδια που να παρηγορούν τις ψυχές και να γλυκαίνουν τα πάθη των ανθρώπων και να με­ρώνουν τις κακίες τους, απ’ τις οποίες προέρχονται και θάνατοι και τόσα βάσανα, δε βγάλανε οι ανόητοι!

Ας προσέξουμε εδώ τον καημό του Ευριπίδη που, τελικά, τον πραγματοποίησε η Εκκλησία μας. Έβγαλε τραγούδια που να μερώνουν τις καρδιές, να τις παρη­γορούν και να προλαβαίνουν τις μεγάλες αψιθυμίες που φέρνουνε βάσανα στους ανθρώπους, ακόμα και θανάτους.

Και παρακάτω, όταν η Μήδεια σκέφτηκε να σκο­τώσει, να σφάξει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άνδρα της έκανε, δηλαδή, το μεγαλύτερο έγκλημα που θα μπορούσε να κάνει μια μάνα, ήλθε ο πάππος της, ο Ήλιος και της έστειλε ένα άρμα, που το έσερναν δράκοντες μυθικοί έχει σημασία, ότι δεν το έσερναν άλογα. Και το δείχνει αυτό το άρμα στο βάθος της σκηνής, το έργο, στο τέλος για να την παραλάβει και να την σώσει στην Αθήνα. Βέβαια, το χωρικό έχει πει παραπάνω: Τι δουλειά έχεις εσύ σ’ αυτή τη χώρα των μακάρων και των αγίων, των ιερών ανθρώπων, εσύ, μια φόνισσα; Παρ’ όλα αυτά, θα πήγαινε εκεί, με την υποστήριξη του θεού κι εκεί, πάνω στο άρμα ήταν τα δυο σφαγμένα να στάζουν αίματα πτώματα των παιδιών της. Κι εκείνη, περιφανή στο άρμα, έτοιμη να ξεκινήσει...Και την προλαβαίνει, καθώς ανοίγει η σκηνή, ο Ιάσονας και την παρακαλεί να τον αφήσει ν’ αγγίξει τα παιδάκια του, να τα θρηνήσει. Κι αυτή λέει: Όχι, αποκλείεται.

Αλλά, γιατί να δοξάζεται η φόνισσα; Γιατί θα πρέ­πει να την τιμήσουν οι θεοί με τέτοιο άρμα, μυθικό, μεγαλειώδες; Γιατί χάνεται μέσα στα βάθη του θρύλου, χωρίς ένα δάκρυ, χωρίς μια ντροπή, χωρίς μια μετά­νοια, χωρίς τίποτε;... Γιατί, όπως έχει τη δόξα του το καλό και το κακό έχει τη δόξα του. Είναι η δόξα του Σατανά, η δόξα του δαιμονισμου. Γιατί όταν οι Κορίν­θιες γυναίκες κατάλαβαν ότι η Μήδεια θα έκανε αυτό το κακό, της λένε: Σταμάτα, κυρά μου. Ο Δίας θα σε βοηθήσει. Ποιος Δίας, λέει εκείνη, εγώ θα πάρω το δίκιο μου μόνη μου. Και είναι η δόξα, η κολασμέ­νη, του κακού που φαντάζει στο τέλος σαν το φινάλε της αμαρτίας. Κι εδώ, μας διδάσκει ο Ευριπίδης ότι η αμαρτία δεν γίνεται για να ευχαριστηθεί κάποιος με κάτι ή για να κερδίσει κάτι. Στο τέλος ζητά ένα δοξασμό, όπως ζητά ένα δοξασμό, μέσα στη Βασιλεία των Ουρανών, ένας άγιος. Ζητά κι αυτός μια δόξα μέσα στην κόλαση, μέσα στην ανταύγεια της κόλασης, την οποία κόλαση ο Αισχύλος την περιγράφει: Ανήλιον λάμπειν. Λάμπη, είναι η γυαλάδα, σαν ένας υπόνομος που γυαλίζει στην επιφάνειά του. Αλλά, σαν το φως αυ­τό να μην είναι του ήλιου. Να ναι ένα φως σατανικό. Ένα φως φανταστικό, ουτοπίας. Αυτή είναι η κόλαση κι αυτή τη λάμπη, την ανήλιον, την έχει σαν ζητούμενο ο άνθρωπος· το τέρμα της κάθε αμαρτίας. Και στη Μήδεια, παρασταίνεται πια, το ότι υπάρχει μια δόξα κολασμένη, δόξα σατανική της αμαρτίας. Κι είναι το πύρινο, το άρμα αυτό με τους δράκοντες αυτή η δόξα.

Ο Ευριπίδης πάλεψε πολύ με το θέμα της θρησκεί­ας. Και πολύ πόνεσε για το ότι οι θεοί δεν είναι καλύτεροι από τους ανθρώπους. Όταν στο δράμα Ελένη για την ωραία Ελένη πρόκειται παρουσιάζεται ο χορός και λέει: Τα χω χαμένα· δεν ξέρω τι να πω. Εσύ, Ελένη είσαι κόρη του Δία. Άρα είσαι θεά κι εσύ. Κι όμως, ενώ είσαι θεά, βούιξε ο κόσμος, γιατί είσαι άπιστη, άθεη, άδικη· όλα τα κακά! Έ, δεν ξέρω τι να πω για τους θεούς... Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως υπάρχουν. Κατά τα άλλα, όλα είναι θολά. Πως είναι θεοί κι είναι χειρότεροι από τους ανθρώπους; Αυτός είναι ο προβληματισμός του Ευριπίδη.

Ξέρουμε ότι το τελευταίο έργο του Ευριπίδη είναι οι Βάκχες, το οποίο πιθανότατα παραστάθηκε χωρίς να ζει ο ίδιος. Στο τέλος του δράματος αυτού μας άφησε τον τελευταίο του λόγο, που πρέπει να είναι ο πόνος που τον κράτησε όλη τη ζωή του στριφνόν.

Ήλθε ο Διόνυσος, που είναι ο ήρωας ο κεντρικός όλου του δράματος και τους έφερε το μέθυ. Η Δήμη­τρα τους έφερε το ψωμί κι ο Διόνυσος το κρασί. Και τι καλό τους κάνει το κρασί; Ξεχνούν τις λύπες τους· όχι ότι δεν έχουν λύπες, όχι ότι δεν έχουν συμφορές, αλλά τις ξεχνούν. Στα παλιά χρόνια όταν δεν είχε καταργηθεί ακόμα η ποινή του θανάτου, στους μελοθανάτους έδιναν τις τρεις τελευταίες μέρες πριν από την εκτέλεσή τους μια νταμιτζάνα κρασί να πίνουν, να είναι μεθυ­σμένοι διαρκώς. Λοιπόν, αυτό το πράγμα είναι και ο Διόνυσος. Αυτή είναι η προσφορά του Διόνυσου.

Κατά τα άλλα, ήταν πολύ εκδικητικός και στους συγγενείς της μάνας του! Στην Αγάβη, δηλαδή, τη θεία του, αδελφή της μάνας του της Σεμέλης, έδειξε όλη του την σκληρότητα και την κακία και στον πάππο του, τον Κάδμο, γιατί δεν τον πίστευαν για θεό. Τη θεία του τη Άγαβη την έκανε να ξετρελαθεί και έπιασε τον Πενθέα το γιό της, που νόμιζε ότι είναι λιοντάρι και τον έσκισε με τα χέρια του και τα κομάτια του τα φερε στη σκηνή· το κεφάλι του μπηγμένο σένα καλάμι. Κι αυτός ήταν ο θρίαμβος του θεου· κι έτσι αποδείκνυε τη δύναμή του. Η δύναμή του αποδεικνύεται με το να τρελάνει τους ανθρώπους και να τους κάνει να κάνουν τις μεγαλύτερες κακίες και να περάσουν τις πιο μεγά­λες θλίψεις. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά μετά, όταν του είπαν: Ναι, παραδεχόμαστε ότι είσαι θεός, στέλνει εξορία τον πάππο του και τη θεία του. Κι εκείνη την εποχή, για βασιλιάδες... της Θήβας, να τους στείλουν εξορία ήταν χειρότερα από θάνατο. Και του λέει ο Κάδ­μος: Παραδεχόμεθα ότι σε αδικήσαμε... Τώρα, λέει εκείνος, είναι αργά. Όταν έπρεπε δεν με παραδεχόσασταν. Μα, λένε εκείνοι, δεν ξέραμε, τώρα σε παραδεχόμαστε. Συγχώρεσέ μας. Όχι, θα πάτε εξορία. Και η τελευταία λέξη του δράματος, ο τελευταίος στοίχος, τα τελευταία λόγια που άφησε γραμμένα ο Ευριπίδης είναι: Στους θύμους τους, οι θεοί έπρεπε να μην είναι όμοιοι με τους θνητούς. Τι θεοί είναι αυτοί, αν δεν είναι καλύτεροι από μας; Αυτοί είναι οι τελευταίοι, σχεδόν, στίχοι από το δράμα Βάκχες.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες πολλές... Κι ακόμα, δε μιλήσαμε για Πλάτωνα, δε μιλήσαμε για άλλους συγγράφεις, ούτε για Σοφοκλή ούτε για τον Οιδίποδα Τύραννο... Είναι άπειρα τα παραδείγματα μέσα στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, όπου φαίνεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με το­υς θεούς τους. Ήταν βαθιά πληγωμένοι απ τη θεολογία τους κι έδειχναν αυτή τη βαρυθυμότατη διάθεση για τη ζωή. Η εικόνα που μας έχουν δώσει οι διάφοροι μελετη­τές της αρχαιότητος ιδιαίτερα οι Γερμανοί καθηγητές, που ήταν καθηγητές των καθηγητών μας, είναι τελείως παραπλανητική. Θα χρειαστεί να τα ξαναδιαβάσουμε από τη αρχή και να τα επανεκτιμήσουμε. Όχι, πως οι αρχαίοι Έλληνες δεν ξέρανε το ωραίο και δεν ξέρανε τι λαχταρούσαν· φαίνεται από τα διαλείμματα, από τα κομματάκια τα μικρά, στα οποία προσπαθούσαν να στήσουν έναν κόσμο ωραίο τον οποίο όμως, δεν μπορούσαν να τον στήσουν ποτέ.

Έτσι, θα θέλαμε να μας πουν, όσοι από τους νεότερους συνανθρώπους μας, συμπολίτες μας, ονειρεύονται τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τις αρχαίες θρησκείες, το δωδεκάθεο κ.τ.λ., σαν ποιόν από τους θεούς θα θέλανε να χουν θεό; Ποιόν απ’ όλους; Ας μας απαντήσουν οι ίδιοι. Και πως φαντάζονταν τους αρχα­ίους Έλληνες να ζουν τη θρησκευτική τους ζωή; Οι αρχαίοι πρόγονοι μας ήταν γεμάτοι τρόμο και φόβο. Συνέχεια θέλαν τον εξιλασμό σαν να ήταν εγκλη­ματίες, γεμάτοι ενοχή και θέλαν απλώς να εξευμενί­σουν, όπως ένας κατάδικος που θέλει μια ποινή όσον γίνεται πιο επιεική. Τίποτε περισσότερο. Και πρέπει εμείς, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, να παρακαλούμε το Θεό να βοηθάει τους ανθρώπους, όχι τόσο στο να μη γίνονται αιρετικοί, αλλά στο να στέκονται Ορθόδοξοι, γιατί η Ορθοδοξία δεν είναι άρνηση όλων των αιρέσεων όλες οι αιρέσεις είναι άρνηση της Όρθοδοξίας. Η Ορθοδοξία είναι ο υπαρκτός τόπος, που μπορεί κανείς να πατήσει.

Γύρω, γύρω είναι το χάος που οι άνθρωποι πέφτουν και γκρεμοτσακίζονται. Κι αυτό, γιατί αγνοούν, δεν διαβάζουν τα κείμενα, έχουν μια φανταστική εικόνα των κειμένων, όπως την δώσανε οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί διδάξαν την Οδύσσεια και δεν το είπανε στον κόσμο, δεν το είπαν στους καθηγητές των Πανεπιστημίων κι οι καθηγητές των Πανεπιστη­μίων δεν το παν στους καθηγητές, εμάς... κι εμείς δεν το’ παμε στα παιδιά, ότι η κυρία αρετή που υμνείται μέσα στην Οδύσσεια είναι η νηστεία. Τ’ακουν οι κα­θηγητές και τα παιδιά αυτό και μένουν μ ανοικτό το στόμα. Κι όμως, το λέει ο Όμηρος. Άπ’ όλους τους συν­τρόφους του, ο Οδυσσέας, και μόνος αυτός, γύρισε, γιατί; Γιατί αυτός δεν έφαγε από τα βόδια του Ήλιου. Τήρησε τη νηστεία που του όρισε ο θεός. Θεός ειδω­λολατρικός... Ενώ οι άλλοι, όλοι καταστραφήκαν. Και λέει, νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος Ηελίοιο, ήσθιον, οι ανόητοι..., αυτό ήταν το έγκλημά τους. Δε συγκρατήθηκαν στη νηστεία τους.

Το λέει εκτενώς στο Ν’ της Οδύσσειας, πως τρεις φορές προσπάθησε ο Οδυσσέας να τους πείσει να μη φάνε τα απαγορευμέ­να κι απέτυχε. Δεν τον άκουσαν και γι αυτό, χάσαν την ημέρα του γυρισμού· χάσαν τη Βασιλεία των Ουρανών, θα λέγαμε εμείς σήμερα. Χάσαν την Ιθά­κη. Και κάτι άλλο μας λέει ο Όμηρος, ο σοφώτατος Όμηρος. Όταν αυτοί ψήναν τα βόδια και τα πρόβα­τα του Ήλιου κι ήλθε ο Οδυσσέας που είχε πάει να προσευχηθεί στο βάθος, βλέπει κι έβαλε τα κλάματα ο Οδυσσέας, απ’ τη δυστυχία τους. Γιατί είδε τέρατα! Τι ήταν τα τέρατα; Κάποια πρόβατα που ψήνονταν στη φωτιά, βελάζανε... Τα σφαχτά βελάζανε! Και κάποια τομάρια που τα χαν γδάρει και τα χαν πετάξει, είχαν σηκωθεί και περπατούσαν μόνα τους τα τομάρια.

Δηλαδή, φρίκη! Κι έτσι, αποδεικνύεται ότι η αμαρτία δημιουργεί τερατογενέσεις. Ότι η αμαρτία είναι κατα­στροφή, διαστροφή της φύσης. Αυτά τα πράγματα δε μας τα δίδαξαν ποτέ... Δε μας τα δίδαξαν και δεν τα διδάξαμε στα παιδιά. Είναι καιρός να μάθουμε σωστά αρχαία ελληνικά· η νεολαία μας κι οι διδάσκαλοί τους και να προσέχουμε, να μην παρασυρόμαστε από ψευτι­ές και από επιπολαιότητες. Γιατί, πολλοί από αυτούς τους αρχαιολάτρες δεν είναι ψεύτες, απλώς είναι επιπόλαιοι κι αναμασούν αυτά τα δυο, τρία λαθεμένα που μας είπαν οι Γερμανοί φιλόλογοι. Αυτό το ίδιο, το βλέπουμε και στη θεολογία την Ορθόδοξη. Όσοι πάνε έξω να σπουδάσουνε θεολογία, το τι ακούνε, δε λέγεται. Έρχονται και δε θέλουν να πιστέψουν σε τίποτα.


(Κείμενο ομιλίας του στο Σεμινάριο Ορθοδόξου Πίστεως, που γίνεται κάθε Κυριακή στο Ενοριακό Κέντρο του Ι. Ναού Αγ. Παρασκευής, του ομωνύμου προαστείου, από 11.30 έως 1 μ.μ. και δημοσίευσε το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ, στα τεύχη 39-40).

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΦΕΛΙΜΑ

ΓΕΡΟΝΤΕΣ

ΘΑΥΜΑΤΑ

 
Copyright © ΕΛΛΑΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Designed by OddThemes | Distributed By Blogger Templates20