«Μιά μέρα τοῦ Φεβρουαρίου 1965, ἕνα λεωφορεῖο γεμᾶτο ἀπό ἐπιβάτες
ταξίδευε ἀπό τήν πόλι μας σέ μιά ἄλλη κοντινή πόλι. Δίπλα στόν ὁδηγό
καθόταν ἕνας γέροντας, μεγαλόσωμος καί εὔρωστος, περίπου 75 ἐτῶν, μέ
γενειάδα ἄσπρη. Φοροῦσε ἕνα παλτό βαρύ μέ γιακά γούνινο καί σκοῦφο μέ
πτερύγια πού κάλυπταν τά αὐτιά του.
Τό λεωφορεῖο πήγαινε σιγά-σιγά, γιατί χιόνιζε συνεχῶς. Ὅταν ἔφθασε σέ
μιά στροφή, οἱ ἁλυσίδες τίς ὁποῖες εἶχε στίς πίσω ρόδες ἔσπασαν.
Ἐπακολούθησε φρενάρισμα ἀπότομο καί τό λεωφορεῖο ἔπεσε πάνω σέ ἕνα ἄλλο
λεωφορεῖο, πού βρέθηκε ἐκείνη τή στιγμή ἐκεῖ. Κί ὅλα αὐτά μέσα σέ λίγα
λεπτά! Ὁ ὁδηγός ἔχασε τόν ἔλεγχο τοῦ ὀχήματος καί ὅλοι φοβήθηκαν
τρομερά. Τότε ὁ γέροντας, πού καθόταν δίπλα στόν ὁδηγό, ἔκανε τό σημεῖο
τοῦ σταυροῦ καί εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι. Ἄς
εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά σου, Παναγία, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔσωσες
τήν ὥρα αὐτή!».
Λίγα λεπτά ἀργότερα, τό ἄλλο λεωφορεῖο ἔφυγε, ἐνῶ ὁ δικός μας ὁδηγός
καί ὁ βοηθός του κατέβηκαν γιά νά τοποθετήσουν πάλι τίς ἁλυσίδες. Τότε
ἕνας νεαρός ἐπιβάτης, χαμογελώντας, ἀπευθύνθηκε στό γέροντα καί τοῦ
εἶπε:—Συγγνώμη, γέροντά μου, ἀλλά δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω τά γέλια
μου, ὅταν σᾶς ἄκουσα νά ἐπικαλῆσθε σέ βοήθειά μας ἀνύπαρκτες οὐράνιες
δυνάμεις, κι ὅταν σᾶς εἶδα νά κάνετε τόν σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Συνήθεια,
θά μοῦ πῆτε! Δεύτερη φύσι! Ὡστόσο, βλέπω ὅτι εἶσθε ἕνας ἄνθρωπος
μορφωμένος. Ἀλλά τώρα, στό ἔτος 1965, αὐτό εἶναι παράλογο.
Ὁ γέροντας, χωρίς νά ταραχθῆ καθόλου ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἄκουσε,
ἀπάντησε:—Μέ εὐχαρίστησι θά σοῦ ἀπαντήσω, νεαρέ σύντροφε, καί εἶμαι
ἕτοιμος, ἐάν τό ἐπιθυμῆς, νά κάνω καί αὐτοκριτική… Ἄκουσέ με. Εἴμασθε
ὅλοι ὡς ἕνα βαθμό ὑποκριτές. Ἰσχυριζόμασθε ὅλοι ὅτι εἴμασθε ἄθεοι,
ἀφωσιωμένα μέλη τοῦ Κόμματος, βαθεῖς γνῶστες τοῦ μαρξισμοῦ καί πολλά
ἄλλα, ἀλλά ἔρχεται μιά στιγμή, κατά τήν ὁποία ὁ αὐθεντικός ἄνθρωπος, πού
κρυβόταν τόσο καιρό μέσα μας, ἀποκαλύπτεται.
Αὐτό ἀκριβῶς συνέβη καί τώρα. Ἀπό τή θέσι πού βρίσκεσαι μέσα στό
λεωφορεῖο δέν μποροῦσες νά δῆς τί γινόταν πίσω σου, ἐγώ, ὅμως, πού
κάθομαι σέ τέτοια θέσι πού νά τούς βλέπω ὅλους, μπόρεσα νά δῶ
τουλάχιστον 8-10 ἄτομα πού ἔκαναν τό σταυρό τους τήν ὥρα κατά τήν ὁποία
κινδυνεύαμε. Ὑπάρχουν μερικά πράγματα τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά τά κόψη
κανείς ἀπό τή ρίζα, διότι θά ἦταν σάν νά τραβοῦσε βίαια τά σπλάγχνα του.
Ἔτσι συμβαίνει νά πέφτουμε συνεχῶς στό ἑξῆς λάθος: Ἐνῶ ἐσωτερικῶς
δεχόμασθε ὅτι ὑπάρχει θεία δύναμι, εὐεργετική καί παντοδύναμη, κάνουμε,
ὡστόσο, πώς δέν τήν ἐννοοῦμε.
—Μέ μένα δέν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, εἶπε ὁ νεαρός.
—Μέ μένα δέν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, εἶπε ὁ νεαρός.
Ὁ γέροντας μειδίασε καί συνέχισε:
—Ἐπίτρεψέ μου νά σοῦ ἀποδείξω, ἀγαπητέ μου, ὅτι πλανᾶσαι. Εἶπες πρό ὁλίγου ὅτι κάθε θρησκευτική ἐκδήλωσι εἶναι ἕνας παραλογισμός στό ἔτος 1965. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού σέ ἔκανε νά πῆς ὅτι πέρασαν 1965 χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου;
Ὁ νέος, μέ προφανῆ ἀμηχανία, ἀπήντησε ὅτι:—Αὐτό ὀφείλεται στήν ἐνθύμησι ἑνός κακοῦ παρελθόντος, πού τώρα ἔχει ξεπερασθῆ καί πού πρέπει ὁριστικά νά τό σβήσουμε. Ἀλλά ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μιλᾶτε βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι θέλετε νά μᾶς πῆτε νά πιστέψουμε στά θαύματα.
—Ἐπίτρεψέ μου νά σοῦ ἀποδείξω, ἀγαπητέ μου, ὅτι πλανᾶσαι. Εἶπες πρό ὁλίγου ὅτι κάθε θρησκευτική ἐκδήλωσι εἶναι ἕνας παραλογισμός στό ἔτος 1965. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού σέ ἔκανε νά πῆς ὅτι πέρασαν 1965 χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου;
Ὁ νέος, μέ προφανῆ ἀμηχανία, ἀπήντησε ὅτι:—Αὐτό ὀφείλεται στήν ἐνθύμησι ἑνός κακοῦ παρελθόντος, πού τώρα ἔχει ξεπερασθῆ καί πού πρέπει ὁριστικά νά τό σβήσουμε. Ἀλλά ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μιλᾶτε βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι θέλετε νά μᾶς πῆτε νά πιστέψουμε στά θαύματα.
Καί ὁ γέροντας, ἀφοῦ σιώπησε λιγάκι, τοῦ εἶπε:
—Ναί, φίλε μου, ὑπάρχουν τά θαύματα τοῦ Θεοῦ, στά ὁποῖα καί ἐσύ ὁ ἴδιος θά εἶσαι ὑποχρεωμένος νά πιστέψης, καθώς καί ὅλοι πού βρίσκονται ἐδῶ μέσα. Ἀλλά ὅταν θά δῆτε τό θαῦμα, θά εἶσθε ὑποχρεωμένοι νά σιωπήσετε, διότι ἄν μιλήσετε κινδυνεύετε νά κλεισθῆτε σέ ψυχιατρικό ἄσυλο.
—Ναί, φίλε μου, ὑπάρχουν τά θαύματα τοῦ Θεοῦ, στά ὁποῖα καί ἐσύ ὁ ἴδιος θά εἶσαι ὑποχρεωμένος νά πιστέψης, καθώς καί ὅλοι πού βρίσκονται ἐδῶ μέσα. Ἀλλά ὅταν θά δῆτε τό θαῦμα, θά εἶσθε ὑποχρεωμένοι νά σιωπήσετε, διότι ἄν μιλήσετε κινδυνεύετε νά κλεισθῆτε σέ ψυχιατρικό ἄσυλο.
Τό λεωφορεῖο ἔφθασε στόν κύριο δρόμο τῆς διαδρομῆς. Ἔπαψε νά χιονίζη
καί ὁ ὁδηγός μπόρεσε νά ἀναπτύξη ταχύτητα. Τή στιγμή αὐτή οἱ ἐπιβάτες
πού κύτταζαν τό γέροντα καί τόν ἄκουγαν δέν τόν ἔβλεπαν πιά. Ἡ θέσι του
ἦταν κενή… Δυό-τρεῖς ἐπιβάτες, πού κάθονταν κοντά στό νεαρό κομμουνιστή,
ἐκαναν τό σταυρό τους λέγοντας:
— Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ.
Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, γύρισε πρός τούς ἐπιβάτες τῶν πίσω καθισμάτων καί φώναξε:
—Καταλαβαίνετε τώρα ποιός μᾶς ἔσωσε ἀπό τή σύγκρουσι; Μᾶς ἔσωσε ὁ γέροντας μέ τήν ἄσπρη γενειάδα, ὁ προστάτης τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, ὁ ἅγιος Νικόλαος!
— Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ.
Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, γύρισε πρός τούς ἐπιβάτες τῶν πίσω καθισμάτων καί φώναξε:
—Καταλαβαίνετε τώρα ποιός μᾶς ἔσωσε ἀπό τή σύγκρουσι; Μᾶς ἔσωσε ὁ γέροντας μέ τήν ἄσπρη γενειάδα, ὁ προστάτης τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, ὁ ἅγιος Νικόλαος!
—Δέν ξέρω τί θά κάνουμε, πρόσθεσε ἕνας ἄλλος, ἀλλά ἐγώ ὅπου κι ἄν
πάω, θά διηγοῦμαι τό θαῦμα αὐτό τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Μπορεῖ νά μέ
κλείσουν σέ ψυχιατρικό ἄσυλο, θά ἔχω, ὅμως, μάρτυρες ὅλους ἐσᾶς καί
προπαντός ἐσένα φίλε.
Ὁ νεαρός κομμουνιστής ἔκρυψε τό πρόσωπό του στίς δύο παλάμες μέ προφανῆ συντριβή»».
Δημοσίευση σχολίου